του Γιάννη Βαρουφάκη από το protagon.gr
Το ότι το ΠΑΣΟΚ τετέλεσται, και απλώς είμαστε μάρτυρες του αργού, αναξιοπρεπή θανάτου του, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Πρόκειται για ένα κόμμα του οποίου η ηγεσία, με προεξάρχοντα τον Γιώργο Παπανδρέου, βρέθηκε να κρατά το τιμόνι της χώρας πάνω στην μεγαλύτερη φουρτούνα των τελευταίων ογδόντα ετών. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή, ο ηγέτης και η περί αυτόν ομάδα, απέτυχε να διαγνώσει την Φύση της Κρίσης και έτσι εγκλώβισε την κυβέρνησή του στην επιλογή πορείας που έθετε την ελληνική κοινωνία σε διαδικασία μαρασμού-χωρίς-τέλος.
Έχοντας χάσει την μια ευκαιρία μετά την άλλη να αλλάξει ρότα, να πει την αλήθεια στον πολίτη, να σταματήσει να παραπλανά βουλευτές, μέλη, φίλους και την κοινή γνώμη γενικότερα, η ηγεσία του κόμματος δρομολόγησε, άθελά της, τον αργό θάνατο του ΠΑΣΟΚ. Δεν ήταν απλά και μόνο η απογοήτευση, κι ο θυμός, της κοινωνίας απέναντι στο ΠΑΣΟΚ που το πλήγωσε θανάσιμα. Όχι, ο θάνατος εξασφαλίστηκε όταν ακόμα και σημαντικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ (π.χ. ο κ. Πάγκαλος) αμφισβήτησαν την συνολική συνεισφορά του κόμματος, από το 1981 έως το 2009, ουσιαστικά υιοθετώντας την εκ δεξιών κριτική ότι το ΠΑΣΟΚ προσπάθησε να κάνει κοινωνική πολιτική με δανεικά και στηριζόμενο σε συντεχνίες που έθεταν το δικαίωμα στην μη παραγωγή πάνω από το κοινωνικό συμφέρον. Δεδομένου ότι τα εν λόγω στελέχη, μετά από αυτή την σημαδιακή παραδοχή, δεν έχουν να προσφέρουν ένα όραμα εναλλακτικό εκείνου της φιλελεύθερης κεντροδεξιάς (π.χ. περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων, απελευθέρωση των αγορών), το ΠΑΣΟΚ απλά δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης και, έτσι, ο θάνατός του είναι προδιαγεγραμμένος (με πιθανή μετεξέλιξή του σε υπο-πτέρυγα ενός νέου κεντροδεξιού πολιτικού σχήματος).
Αυτή η εξήγηση του θανάτου του κόμματος που ίδρυσε ο Α. Παπανδρέου, αν και περιέχει πολλές αλήθειες, είναι ελλιπέστατη και ανίκανη να φωτίσει τα πραγματικά αίτια της συνολικής απαξίωσης της σοσιαλδημοκρατίας σε όλα τα μήκη και πλάτη της Οικουμένης. Στις γραμμές που ακολουθούν θα επιχειρηματολογήσω ότι, όπως η κρίση που χτύπησε την χώρα μας ήταν η αιχμή του δόρατος μιας παγκόσμιας Κρίσης, έτσι και το τέλος του ΠΑΣΟΚ αποτελεί την χειρότερη και πιο πρώιμη αντανάκλαση του θανάτου της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Πριν εξηγήσω τι εννοώ, καλώ τον αναγνώστη να αναρωτηθεί γιατί άλλα, πιο «σοβαρά», σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρίσκονται σήμερα, αν όχι στην τραγική θέση του ΠΑΣΟΚ, σε μια κατάσταση αποσύνθεσης και ηθικής απαξίωσης. Πάρτε για παράδειγμα το γερμανικό SPD. Αντίθετα με το ΠΑΣΟΚ, όλοι παραδέχονται ότι η «απόδραση» της Γερμανίας από το τέλμα στο οποίο είχε περιέλθει η οικονομία της την δεκαετία του 90 (μετά από πολυετή κυβέρνηση της κεντροδεξιάς) οφείλεται σε ριζοσπαστικές μεταρρυθμιστικές κινήσεις εκ μέρους του Καγκελάριου Schroeder επί των ημερών της συμμαχικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης SPD-Πρασίνων. Η συγκεκριμένη κυβέρνηση κρίνεται από την παγκόσμια κοινή γνώμη, και την γερμανική, ως απολύτως επιτυχημένη στους τομείς (Α) της μείωσης του (λεγόμενου μοναδιαίου) κόστους εργασίας, σε αγαστή συνεργασία με τα συνδικάτα, και (Β) της εξωστρεφούς «κατάκτησης» των αγορών της Ασίας όσο αφορά τα κεφαλαιουχικά αγαθά (π.χ. μηχανήματα) και της Ανατολικής Ευρώπης την οποία μετέτρεψε σε ζωτικό χώρο της βιομηχανίας της. Με αυτές τις κινήσεις, η κυβέρνηση Schroeder βοήθησε να επεκταθούν τα πλεονάσματα της χώρας τόσο εντός όσο και εκτός της Ευρωζώνης τα χρόνια που προηγήθηκαν του Κραχ του 2008. Έτσι, όταν ξέσπασε το Κραχ του 2008, και η Κρίση της Ευρωζώνης που ακολούθησε, η Γερμανία ήταν σε ισχυρή θέση τόσο στην παγκόσμια όσο και στην Ευρωπαϊκή σκακιέρα. Εν ολίγοις, αντίθετα με το ΠΑΣΟΚ, το σοσιαλδημοκρατικό SPD εισπράττει εύσημα όσον αφορά την προετοιμασία της χώρας για την Κρίση από όλους – ακόμα και από τους αντιπάλους του.
Μάλιστα, θυμηθείτε ότι την ώρα που ξέσπασε το Κραχ του 2008, το SPD είχε χάσει τις εκλογές αλλά συμμετείχε σε κυβέρνηση συνασπισμού υπό την κα Merkel. Έτσι, το Κραχ βρήκε στο τιμόνι της οικονομίας τον σοσιαλδημοκράτη κ. Peer Steinbrück ο οποίος κατάφερε, με σύνεση και εμπειρία, να οδηγήσει την γερμανική οικονομία σε σχετικά ήρεμα νερά. Η ίδια η κα. Merkel έχει παραδεχθεί ότι, τότε, δεν είχε την εμπειρία να τα καταφέρει χωρίς τον σοσιαλδημοκράτη υπουργό της. Κι όμως: Αυτή την στιγμή, ο Steinbrück, ως ηγέτης πια του SPD, δεν καταφέρνει να επωφεληθεί από αυτή την καλή του φήμη, ούτε και από την γενική αποδοχή του θετικού ρόλου που είχε παίξει το κόμμα του κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Σύμφωνα τουλάχιστον με τις δημοσκοπήσεις, το SPD είναι μακράν του να απειλήσει την κα Merkel στις ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Κάτι αντίστοιχο ισχύει στην Ισπανία όπου το σοσιαλδημοκρατικό PSOE δεν μπορεί να βρει στον ήλιο μοίρα. Ό,τι ανοησία και να κάνει ο κεντροδεξιός κ. Rajoy, όση αδιέξοδη λιτότητα και να εισαγάγει η κυβέρνηση, η λαϊκή απογοήτευση δεν μεταφράζεται σε πρόθεση ψήφου υπέρ του PSOE. Γιατί; Σίγουρα όχι επειδή ο μέσος Ισπανός προσάπτει στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της χώρας την καταρράκωση της δημόσιας διοίκησης ή την διόγκωση του δημόσιου χρέους. Το 2008, όταν ξέσπασε η παγκόσμια κρίση, τόσο το δημόσιο έλλειμμα της χώρας όσο και το δημόσιο χρέος κυμαίνονταν σε επίπεδα χαμηλότερα από τα αντίστοιχα της Γερμανίας. Μπορεί ο ιδιωτικός τομέας να είχε αναλάβει βουνά χρέους αλλά κανείς δεν μπορούσε να κατηγορήσει για αυτό την σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του κ. Zapatero. Γιατί λοιπόν σήμερα, όπως και στην περίτπωση του γερμανικού SPD, αποτυγχάνει η ισπανική σοσιαλδημοκρατία να εισπράξει οφέλη από την συνεχιζόμενη Κρίση;
Θα μπορούσε να συνεχίσω με αντίστοιχα παραδείγματα από την Ιρλανδία, όπου το αντίστοιχο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα βρίσκεται σε κατάσταση παρακμής, την Αυστρία κ.ο.κ. Ακόμα κι η Γαλλία, όπου ο κ. Hollande διεξήγαγε νίκη σπουδαία σχετικά πρόσφατα, την νίκη αυτή δεν την οφείλει στην αύξηση της επιρροής της σοσιαλδημοκρατίας αλλά στην κούραση του εκλογικού σώματος μετά από τρεις κυβερνήσεις Γκολιστών, μετά από το θέατρο παραλόγου που εκπροσωπούσε ο κ. Sarkozy, καθώς και την ενίσχυση της Αριστεράς από την μία (που ψήφισε το Hollande) και της ακροδεξιάς από την άλλη (που δεν ψήφισε τον Sarkozy).
Τι συνέβη λοιπόν και η σοσιαλδημοκρατία στο σύνολό της απαξιώθηκε τόσο που να ισχυρίζομαι ότι παρατηρούμε όχι μια απλή κρίση της αλλά ίσως και τον θάνατό της; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η σοσιαλδημοκρατία έχει τις ρίζες της στην διάσπαση του κομμουνιστικού κινήματος (επί Β’ Διεθνούς) μεταξύ δύο μεγάλων ρευμάτων: Των μπολσεβίκων και των σοσιαλδημοκρατών, με επίκεντρο το γερμανικό SPD. Και τα δύο αυτά ρεύματα θεωρούσαν ότι ο καπιταλισμός είναι ένα προβληματικό σύστημα το οποίο ενδογενώς δημιουργεί κρίσεις, καταδικάζοντας γενιές ολόκληρες άλλοτε στην ανεργία και άλλοτε στην φτώχεια. Και οι δύο έκριναν ότι ένα οικονομικό σύστημα όπου (Α) η διάθεση του χρήματος έχει αφεθεί στις βουλές των τραπεζών, όπου (Β) η εργασία αγοράζεται και πουλιέται σαν να μην διαφέρει από τα άλλα εμπορεύματα, και (Γ) όπου η γη (και η στέγη) αποτελεί αντικείμενο κερδοσκοπίας (πάνω στο οποίο χτίζονται χρηματο-οικονομικές πυραμίδες), παράγει μεγάλες τεχνολογικές βελτιώσεις που, όμως, αντί να φέρνουν την κοινωνική ευημερία δημιουργούν όλο και μεγαλύτερη αστάθεια, όλο και μεγαλύτερες κρίσεις, όλο και βαθύτερες ανισότητες.
Εκεί που τα δύο ρεύματα διαφώνησαν εντονότατα ήταν στο δια ταύτα. Στο τι πρέπει να γίνει. Το ένα ρεύμα (μπολσεβίκων-κομουνιστών) επέμειναν ότι η μόνη ορθολογική λύση είναι η κατάλυση του αστικού δημοκρατικού καθεστώτος πάνω στο οποίο βασίζεται το κεφάλαιο για να αναπαράγει αυτό το προβληματικό σύστημα. Το άλλο ρεύμα (οι σοσιαλδημοκράτες) διαφώνησαν προτείνοντας την χρήση των αστικο-δημοκρατικών θεσμών (π.χ. εκλογές, βουλή, κυβέρνηση) ώστε να επιβάλουν στο κεφάλαιο κανόνες που θα εκπολίτιζαν την κοινωνία και φορολογία που θα τους επέτρεπε να «εξισορροπήσουν» την κοινωνία, να σταθεροποιήσουν το οικονομικό σύστημα, και να θέσουν κανόνες στις αγορές, ιδίως σε εκείνες του χρήματος, της εργασίας και των ακινήτων.
Στην μεταπολεμική περίοδο, όταν δόθηκε η ευκαιρία στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να κυβερνήσουν (π.χ. στην Αυστρία του Kreisky, στην Γερμανία του Brandt, στην Βρετανία των Attlee και αργότερα Wilson, στις σκανδιναβικές χώρες), κατάφεραν να αλλάξουν την Ευρώπη εφαρμόζοντας την πολιτική αναδιανομής, περιορισμού των τριών προβληματικών αγορών χρήματος-εργασίας-ακινήτων, και γενικότερα ιδρύοντας τους θεσμούς του κοινωνικού κράτους. Η μεγαλύτερη δε επιτυχία τους ήταν το ότι κατάφεραν να αλλάξουν τα κόμματα της κεντροδεξιάς, τα οποία πολύ συχνά όταν ερχόντουσαν στην εξουσία αποδέχονταν την βάση της σοσιαλδημοκρατικής ατζέντας.
Για είκοσι τουλάχιστον χρόνια, οι σοσιαλδημοκράτες πάσχιζαν να έρθουν στην εξουσία ώστε να επιβάλουν στους βιομήχανους και εν γένει στους εκπροσώπους του κεφαλαίου, φόρους με τους οποίους να χρηματοδοτήσουν το κοινωνικό κράτος που υπόσχονταν στους πολίτες. Παράλληλα, σε μια προσπάθεια να ανταμείψουν τους βιομήχανους που αποδέχονταν αυτή την πολιτική, εισήγαγαν και νομοθεσίες φιλικές προς την δημιουργία ημι-καρτέλ, ώστε να αυξάνονται τα κέρδη των επιχειρήσεων από τα οποία, ένα μέρος, ήταν η πρώτη ύλη για τα δημόσια συστήματα υγείας, τα σχολειά κλπ.
Η μεγάλη κρίση της σοσιαλδημοκρατίας ήρθε τα μέσα της δεκαετίας του '70, όταν ο κόσμος άλλαξε ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, του συστήματος Bretton Woods (1947-1971). Τότε, αρχής γενομένης από τις ΗΠΑ, το τραπεζικό σύστημα έσπασε τα δεσμά που δημιουργήθηκαν μετά το Κραχ του 1929 (και που στόχο είχαν να μην δοθεί ξανά η δυνατότητα στις τράπεζες να δημιουργήσουν μια νέα παγκόσμια φούσκα, όπως εκείνη που έσκασε το 1929 με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα). Η παγκοσμιοποίηση του χρηματικού κεφαλαίου, μαζί με την κρίση πληθωρισμού και ανεργίας της εποχής, μείωσε σημαντικά την δυνατότητα των σοσιαλδημοκρατών να φορολογούν το κεφάλαιο ώστε να χρηματοδοτείται το κοινωνικό κράτος. Και τότε, έψαξαν και βρήκαν άλλους τρόπους χρηματοδότησής του.
Στην δεκαετία του '80 κάποιες σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, π.χ. του ΠΑΣΟΚ (αλλά και της πρώτης κυβέρνησης Mitterrand), χρηματοδότησαν την αναδιανομή εισοδήματος με δανεικά, ελπίζοντας ότι, κάποια στιγμή, η παραγωγή θα δημιουργούσε τα εισοδήματα από τα οποία θα αποπληρώνονταν τα δανεικά. Σε άλλες χώρες, εκεί που οι κυβερνώντες φοβόντουσαν περισσότερο τον δανεισμό (ίσως και λόγω προτεσταντικής κράσης), βρήκαν άλλη λύση: την συμμαχία με το τραπεζικό και χρηματιστικό κεφάλαιο. Παρατηρώντας τους ποταμούς χρήματος που «δημιουργούσαν» οι τράπεζες και το χρηματοπιστωτικό σύστημα γενικότερα (μετά την σταδιακή του «απελευθέρωση» από τα «δεσμά» του κράτους), σκέφτηκαν ότι, αν υπόσχονταν στους τραπεζίτες όσους βαθμούς ελευθερίας εκείνοι ήθελαν, μπορούσαν να πάρουν ένα μικρό μερίδιο των υπερκερδών τους και από αυτό να χρηματοδοτήσουν το κράτος πρόνοιας στο οποίο ήταν πολιτικά ταγμένοι.
Για να το πω απλά, όπως ο Faust έτσι και οι σοσιαλδημοκράτες εκχώρισαν την ψυχή τους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, με σκοπό το κοινό καλό, το κοινωνικό κράτος (και βέβαια τις καλές προσωπικές σχέσεις με τους τραπεζίτες). Πολύ περισσότερο από τα αντίστοιχα κεντροδεξιά κόμματα (με εξαίρεση ίσως τους Συντηρητικούς της κας Thatcher, τους οποίους όμως αργότερα ξεπέρασαν σε ενθουσιασμό οι Εργατικοί του κ. Blair), τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήταν εκείνα που βοήθησαν να επιτευχθεί η πλήρης και αχαλίνωτη ελευθερία των τραπεζών να τζογάρουν, άνευ παραμικρού περιορισμού, με τις καταθέσεις των πελατών και τις συντάξεις των εργαζόμενων.
Να σας θυμίσω ότι δεν ήταν οι Ρεπουμπλικάνοι εκείνοι που κατήργησαν τον νόμο Glass-Steagall που εμπόδιζε τις τράπεζες να επιδίδονται σε στοιχήματα παραγώγων: η κυβέρνηση Clinton ήταν, με τους υπουργούς Rubin, Summers και Geithner στην «πρωτοπορεία» – μια κυβέρνηση που ήταν όσο πιο κοντά γίνεται στην κοσμοθεωρία και ιδεολογία των ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών. Το ίδιο και στην Ιταλία: η κυβέρνηση της κεντροαριστεράς υπό τον κ. Prodi ήταν που αγκάλιασε την ελευθερία της αγοράς χρήματος ως μέσο χρηματοδότησης (από τα υπερκέρδη των τραπεζιτών) του όλο και διογκούμενου κρατικού προϋπολογισμού. Στην Βρετανία, μετά την νίκη του κ. Blair, η νέα κυβέρνηση το διατυμπάνιζε: Θέλουμε την υπερ-κερδοφορία των τραπεζών του City επειδή έτσι μπορούμε να τις φορολογούμε κάπως και από αυτά τα χρήματα να ξαναφτιάξουμε το κοινωνικό κράτος που καταρράκωσε η κα Thatcher. Ακριβώς το ίδιο και στην Ισπανία (όπου το PSOE έγινε το αγαπημένο κανίς των τραπεζιτών και των εργολάβων), στην Ιρλανδία (όπου το Fianna Fail, κόμμα στα αριστέρα του Fine Gael, έδωσε γην και ύδωρ στους χειρότερους τραπεζίτες που έχει δει ο πλανήτης οι οποίοι, με την σειρά τους, δανειοδότησαν τους χειρότερους εργολάβους) αλλά και στην Γερμανία όπου το SPD ήταν εκείνο το οποίο, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 90, άναψε το πράσινο φως στις τράπεζες της Φραγκφούρτης να κάνουν τέρατα και σημεία, φτάνοντας το ποσοστό δανεισμού (με το οποίο χρηματοδοτούσαν τα στοιχήματα-παράγωγα) στο 55 προς 1 (όταν η Lehman Brothers είχε «μόλις» 30 προς 1). Όσο για τα δικά μας, οι δικοί μας εκσυγχρονιστές της κυβέρνησης Σημίτη ήταν εκείνοι που αγκάλιασαν με στοργή και αγάπη την επέκταση του τραπεζικού τομέα, την ίδρυση αγοράς παραγώγων, την χρήση των παραγώγων της Goldman Sachs για την δημιουργική μακρο-λογιστική κλπ.
Εν κατακλείδι, στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, από το 1990 και μετά, κυριάρχησαν «εκσυγχρονιστές» που κόμισαν μια απλή συνταγή: «Αφήστε τους τραπεζίτες να αλωνίζουν ανενόχλητοι, τους επιτήδειους των hedge funds να κόβουν και να ράβουν κατά το δοκούν, τα παράγωγα να κατακλύζουν την υφήλιο, την εργασία να ελαστικοποιείται (με αποτέλεσμα η μείωση των πραγματικών μισθών να ωθεί τους εργαζόμενους στις πιστωτικές κάρτες, όταν τα επιτόκια έπεφταν ραγδαία). Γιατί; Επειδή από τα υπερκέρδη αυτών των νέων «μάγων» του χρήματος και του χρέους θα παίρνουμε ένα ποσοστό (αλλά και θα δανειζόμαστε από αυτούς με χαμηλά επιτόκια) το οποίο θα μας βοηθά να χτίζουμε το κοινωνικό κράτος.» Ο και γέγονε.
Πράγματι, όσο η φούσκα κρατούσε, τα κράτη έπαιρναν μικρά αλλά ουκ ευκαταφρόνητα μερίδια από τα ποτάμια κερδών του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ακόμα και η ελληνική κυβέρνηση «ωφελήθηκε» από αυτά, με αποτέλεσμα, την δεκαετία 1995-2005, να αυξηθούν ιδιαίτερα οι κοινωνικές δαπάνες. Και οι τραπεζίτες; Οι τραπεζίτες δεν είχαν κανένα πρόβλημα. Όσο οι σοσιαλδημοκράτες τους άφηναν να αλωνίζουν, δεν τους πείραζε καθόλου να παίρνουν κι αυτοί, οι πολιτικοί, τα ψίχουλα που έπεφταν από το τεράστιο τραπέζι τους, δίνοντάς τους και μια επίφαση κοινωνικής συνεισφοράς καθώς άκουγαν στους λόγους των σοσιαλδημοκρατών να αναφέρεται θετικά η συνεισφορά του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην «θωράκιση» της οικονομίας και του κράτους πρόνοιας.
Ξάφνου όμως το πανηγύρι τελείωσε. Οι πυραμίδες που δημιούργησε το χρηματοπιστωτικό σύστημα κατέρρευσαν το 2008, αρχής γενομένης με την Wall Street. Τότε οι σοσιαλδημοκράτες δεν διέθεταν πλέον τα θεωρητικά εργαλεία, αλλά ούτε και τις ηθικές αξίες, που θα τους επέτρεπαν σε προγενέστερες εποχές να θέσουν το καταρρέον σύστημα στο φως της κριτικής και να μπορέσουν να διακρίνουν ότι άλλο είναι να διασώσουμε τις τράπεζες (από το Κραχ) και άλλο το να διασώσουμε, εις βάρος της κοινωνίας, τους τραπεζίτες. Εκείνη την στιγμή, αποδείχθηκαν έτοιμοι να υποχωρήσουν στις απαιτήσεις των τραπεζιτών για μεταφορά των ζημιών τους από τα λογιστικά βιβλία των τραπεζών στο δημόσιο χρέος, επιβάλλοντας μάλιστα λιτότητα όχι στους τραπεζίτες (που πτώχευσαν τις τράπεζές τους) αλλά στους πιο αδύναμους των πολιτών, που πλήρωναν και πληρώνουν την λυπητερή.
Πως ήταν δυνατόν να κάνουν αλλιώς, οι σοσιαλδημοκράτες;
• Έχοντας απολέσει την γνώση, που κάποτε ανέδυε η σοσιαλδημοκρατία, ότι οι αγορές χρήματος-εργασίας-ακινήτων, αν αφεθούν «ελεύθερες» δημιουργούν κραχ, κρίσεις, ανθρώπινες απώλειες,
• έχοντας θυσιάσει, στον βωμό των καλών σχέσεων με τους ανθρώπους των χρηματαγορών, την γνώση ότι οι αποτυχίες αυτών των τριών αγορών (χρήματος-εργασίας-ακινήτων) οδηγούν σε μεγαλύτερη οικονομική αστάθεια και αναποτελεσματικότητα μια κοινωνία που βασίζεται στις αγορές
• έχοντας ξεχάσει πως όσο πιο πολύ βασίζεται μια οικονομία στα υπερκέρδη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε αγορές εργασίας που αντιμετωπίζουν την εργασία ως ένα απλό εμπόρευμα, σε ακίνητα των οποίων οι αξίες θεωρούνται ότι θα ανεβαίνουν, και ότι πρέπει να ανεβαίνουν, τόσο πιο ασταθής, επιρρεπής στην κρίση και, εν τέλει, απολίτιστη είναι μια κοινωνία,
Έχοντας λοιπόν φτάσει σε αυτό το σημείο μη συνείδησης, τους ήταν αδύνατον να σταθούν απέναντι σε εκείνους που, όπως ο Μεφιστοφελής στην περίπτωση του Faust, είχαν ήδη αποκτήσει ιδιοκτησιακά δικαιώματα στην ψυχή τους και απαιτούσαν από αυτούς να θυσιάσουν το κοινωνικό συμφέρον, και την ελπίδα αναστροφής της Κρίσης, υπέρ της Πτωχοτραπεζοκρατίας. Έτσι, όμως, η σοσιαλδημοκρατία υπέγραψε την θανατική της ποινή. Καμία κοινωνία, πλέον, δεν θα μπορέσει να την εμπιστευτεί. Θα προτιμά την κεντροδεξιά, όσο και να την αντιπαθεί, η οποία, αν μη τι άλλο, δεν υποσχέθηκε ποτέ στους αδύναμους ότι θα διεξάγει υπέρ τους τον αγώνα τον καλό εναντίον των ισχυρών.
Συνοψίζοντας και επιστρέφοντας την συζήτηση στα ελληνικά δεδομένα, το ΠΑΣΟΚ μπορεί πράγματι να προσπάθησε, κατά την δεκαετία του 80, να κάνει αναδιανομή και κοινωνικό κράτος με δανεικά. Όμως, στην δεκαετία του 90, το ΠΑΣΟΚ «εκσυγχρονίστηκε». Νέα στελέχη του, με θαυμασμό (και μερικοί με θητεία) στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύμπαν έφεραν στην Ελλάδα την νέα πρακτική των απανταχού σοσιαλδημοκρατών: κοινωνικό κράτος με τοξικό χρήμα (δηλαδή από μερίδιο των υπερκερδών των χρηματαγορών τις οποίες οι ίδιοι οι σοσιαλδημοκράτοες βοήθησαν να λειτουργούν ανεξέλεγκτα). Κάποιοι στο ΠΑΣΟΚ αντέδρασαν (π.χ. ο Αλέκος Παπαδόπουλος). Όμως, τα ποτάμια χρήματος ήταν ασταμάτητα, ιδίως όταν η σοσιαλδημοκρατία είχε απωλέσει την κριτική της ικανότητα με την οποία κάποτε «έβλεπε» πόσο προβληματικές είναι οι ασύδοτες αγορές χρήματος, εργασίας και ακινήτων. Όταν λοιπόν ήρθε το Κραχ του 2008, το ΠΑΣΟΚ παρεσύρθη από την φούσκα που έσκαγε, χωρίς αντιστάσεις στις επιταγές του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος του οποίου τις αξίες είχε ασπαστεί πολλαπλώς. Αυτό όμως που είναι εντυπωσιακό είναι ότι, όπως η ελληνική κρίση δεν είναι παρά μια παραφυάδα της ευρωπαϊκής και διεθνούς κρίσης, έτσι και ο θάνατος του ΠΑΣΟΚ δεν είναι παρά η προαγγελία του θανάτου της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Το ότι το ΠΑΣΟΚ τετέλεσται, και απλώς είμαστε μάρτυρες του αργού, αναξιοπρεπή θανάτου του, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Πρόκειται για ένα κόμμα του οποίου η ηγεσία, με προεξάρχοντα τον Γιώργο Παπανδρέου, βρέθηκε να κρατά το τιμόνι της χώρας πάνω στην μεγαλύτερη φουρτούνα των τελευταίων ογδόντα ετών. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή, ο ηγέτης και η περί αυτόν ομάδα, απέτυχε να διαγνώσει την Φύση της Κρίσης και έτσι εγκλώβισε την κυβέρνησή του στην επιλογή πορείας που έθετε την ελληνική κοινωνία σε διαδικασία μαρασμού-χωρίς-τέλος.
Έχοντας χάσει την μια ευκαιρία μετά την άλλη να αλλάξει ρότα, να πει την αλήθεια στον πολίτη, να σταματήσει να παραπλανά βουλευτές, μέλη, φίλους και την κοινή γνώμη γενικότερα, η ηγεσία του κόμματος δρομολόγησε, άθελά της, τον αργό θάνατο του ΠΑΣΟΚ. Δεν ήταν απλά και μόνο η απογοήτευση, κι ο θυμός, της κοινωνίας απέναντι στο ΠΑΣΟΚ που το πλήγωσε θανάσιμα. Όχι, ο θάνατος εξασφαλίστηκε όταν ακόμα και σημαντικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ (π.χ. ο κ. Πάγκαλος) αμφισβήτησαν την συνολική συνεισφορά του κόμματος, από το 1981 έως το 2009, ουσιαστικά υιοθετώντας την εκ δεξιών κριτική ότι το ΠΑΣΟΚ προσπάθησε να κάνει κοινωνική πολιτική με δανεικά και στηριζόμενο σε συντεχνίες που έθεταν το δικαίωμα στην μη παραγωγή πάνω από το κοινωνικό συμφέρον. Δεδομένου ότι τα εν λόγω στελέχη, μετά από αυτή την σημαδιακή παραδοχή, δεν έχουν να προσφέρουν ένα όραμα εναλλακτικό εκείνου της φιλελεύθερης κεντροδεξιάς (π.χ. περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων, απελευθέρωση των αγορών), το ΠΑΣΟΚ απλά δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης και, έτσι, ο θάνατός του είναι προδιαγεγραμμένος (με πιθανή μετεξέλιξή του σε υπο-πτέρυγα ενός νέου κεντροδεξιού πολιτικού σχήματος).
Αυτή η εξήγηση του θανάτου του κόμματος που ίδρυσε ο Α. Παπανδρέου, αν και περιέχει πολλές αλήθειες, είναι ελλιπέστατη και ανίκανη να φωτίσει τα πραγματικά αίτια της συνολικής απαξίωσης της σοσιαλδημοκρατίας σε όλα τα μήκη και πλάτη της Οικουμένης. Στις γραμμές που ακολουθούν θα επιχειρηματολογήσω ότι, όπως η κρίση που χτύπησε την χώρα μας ήταν η αιχμή του δόρατος μιας παγκόσμιας Κρίσης, έτσι και το τέλος του ΠΑΣΟΚ αποτελεί την χειρότερη και πιο πρώιμη αντανάκλαση του θανάτου της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Πριν εξηγήσω τι εννοώ, καλώ τον αναγνώστη να αναρωτηθεί γιατί άλλα, πιο «σοβαρά», σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρίσκονται σήμερα, αν όχι στην τραγική θέση του ΠΑΣΟΚ, σε μια κατάσταση αποσύνθεσης και ηθικής απαξίωσης. Πάρτε για παράδειγμα το γερμανικό SPD. Αντίθετα με το ΠΑΣΟΚ, όλοι παραδέχονται ότι η «απόδραση» της Γερμανίας από το τέλμα στο οποίο είχε περιέλθει η οικονομία της την δεκαετία του 90 (μετά από πολυετή κυβέρνηση της κεντροδεξιάς) οφείλεται σε ριζοσπαστικές μεταρρυθμιστικές κινήσεις εκ μέρους του Καγκελάριου Schroeder επί των ημερών της συμμαχικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης SPD-Πρασίνων. Η συγκεκριμένη κυβέρνηση κρίνεται από την παγκόσμια κοινή γνώμη, και την γερμανική, ως απολύτως επιτυχημένη στους τομείς (Α) της μείωσης του (λεγόμενου μοναδιαίου) κόστους εργασίας, σε αγαστή συνεργασία με τα συνδικάτα, και (Β) της εξωστρεφούς «κατάκτησης» των αγορών της Ασίας όσο αφορά τα κεφαλαιουχικά αγαθά (π.χ. μηχανήματα) και της Ανατολικής Ευρώπης την οποία μετέτρεψε σε ζωτικό χώρο της βιομηχανίας της. Με αυτές τις κινήσεις, η κυβέρνηση Schroeder βοήθησε να επεκταθούν τα πλεονάσματα της χώρας τόσο εντός όσο και εκτός της Ευρωζώνης τα χρόνια που προηγήθηκαν του Κραχ του 2008. Έτσι, όταν ξέσπασε το Κραχ του 2008, και η Κρίση της Ευρωζώνης που ακολούθησε, η Γερμανία ήταν σε ισχυρή θέση τόσο στην παγκόσμια όσο και στην Ευρωπαϊκή σκακιέρα. Εν ολίγοις, αντίθετα με το ΠΑΣΟΚ, το σοσιαλδημοκρατικό SPD εισπράττει εύσημα όσον αφορά την προετοιμασία της χώρας για την Κρίση από όλους – ακόμα και από τους αντιπάλους του.
Μάλιστα, θυμηθείτε ότι την ώρα που ξέσπασε το Κραχ του 2008, το SPD είχε χάσει τις εκλογές αλλά συμμετείχε σε κυβέρνηση συνασπισμού υπό την κα Merkel. Έτσι, το Κραχ βρήκε στο τιμόνι της οικονομίας τον σοσιαλδημοκράτη κ. Peer Steinbrück ο οποίος κατάφερε, με σύνεση και εμπειρία, να οδηγήσει την γερμανική οικονομία σε σχετικά ήρεμα νερά. Η ίδια η κα. Merkel έχει παραδεχθεί ότι, τότε, δεν είχε την εμπειρία να τα καταφέρει χωρίς τον σοσιαλδημοκράτη υπουργό της. Κι όμως: Αυτή την στιγμή, ο Steinbrück, ως ηγέτης πια του SPD, δεν καταφέρνει να επωφεληθεί από αυτή την καλή του φήμη, ούτε και από την γενική αποδοχή του θετικού ρόλου που είχε παίξει το κόμμα του κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Σύμφωνα τουλάχιστον με τις δημοσκοπήσεις, το SPD είναι μακράν του να απειλήσει την κα Merkel στις ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Κάτι αντίστοιχο ισχύει στην Ισπανία όπου το σοσιαλδημοκρατικό PSOE δεν μπορεί να βρει στον ήλιο μοίρα. Ό,τι ανοησία και να κάνει ο κεντροδεξιός κ. Rajoy, όση αδιέξοδη λιτότητα και να εισαγάγει η κυβέρνηση, η λαϊκή απογοήτευση δεν μεταφράζεται σε πρόθεση ψήφου υπέρ του PSOE. Γιατί; Σίγουρα όχι επειδή ο μέσος Ισπανός προσάπτει στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της χώρας την καταρράκωση της δημόσιας διοίκησης ή την διόγκωση του δημόσιου χρέους. Το 2008, όταν ξέσπασε η παγκόσμια κρίση, τόσο το δημόσιο έλλειμμα της χώρας όσο και το δημόσιο χρέος κυμαίνονταν σε επίπεδα χαμηλότερα από τα αντίστοιχα της Γερμανίας. Μπορεί ο ιδιωτικός τομέας να είχε αναλάβει βουνά χρέους αλλά κανείς δεν μπορούσε να κατηγορήσει για αυτό την σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του κ. Zapatero. Γιατί λοιπόν σήμερα, όπως και στην περίτπωση του γερμανικού SPD, αποτυγχάνει η ισπανική σοσιαλδημοκρατία να εισπράξει οφέλη από την συνεχιζόμενη Κρίση;
Θα μπορούσε να συνεχίσω με αντίστοιχα παραδείγματα από την Ιρλανδία, όπου το αντίστοιχο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα βρίσκεται σε κατάσταση παρακμής, την Αυστρία κ.ο.κ. Ακόμα κι η Γαλλία, όπου ο κ. Hollande διεξήγαγε νίκη σπουδαία σχετικά πρόσφατα, την νίκη αυτή δεν την οφείλει στην αύξηση της επιρροής της σοσιαλδημοκρατίας αλλά στην κούραση του εκλογικού σώματος μετά από τρεις κυβερνήσεις Γκολιστών, μετά από το θέατρο παραλόγου που εκπροσωπούσε ο κ. Sarkozy, καθώς και την ενίσχυση της Αριστεράς από την μία (που ψήφισε το Hollande) και της ακροδεξιάς από την άλλη (που δεν ψήφισε τον Sarkozy).
Τι συνέβη λοιπόν και η σοσιαλδημοκρατία στο σύνολό της απαξιώθηκε τόσο που να ισχυρίζομαι ότι παρατηρούμε όχι μια απλή κρίση της αλλά ίσως και τον θάνατό της; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η σοσιαλδημοκρατία έχει τις ρίζες της στην διάσπαση του κομμουνιστικού κινήματος (επί Β’ Διεθνούς) μεταξύ δύο μεγάλων ρευμάτων: Των μπολσεβίκων και των σοσιαλδημοκρατών, με επίκεντρο το γερμανικό SPD. Και τα δύο αυτά ρεύματα θεωρούσαν ότι ο καπιταλισμός είναι ένα προβληματικό σύστημα το οποίο ενδογενώς δημιουργεί κρίσεις, καταδικάζοντας γενιές ολόκληρες άλλοτε στην ανεργία και άλλοτε στην φτώχεια. Και οι δύο έκριναν ότι ένα οικονομικό σύστημα όπου (Α) η διάθεση του χρήματος έχει αφεθεί στις βουλές των τραπεζών, όπου (Β) η εργασία αγοράζεται και πουλιέται σαν να μην διαφέρει από τα άλλα εμπορεύματα, και (Γ) όπου η γη (και η στέγη) αποτελεί αντικείμενο κερδοσκοπίας (πάνω στο οποίο χτίζονται χρηματο-οικονομικές πυραμίδες), παράγει μεγάλες τεχνολογικές βελτιώσεις που, όμως, αντί να φέρνουν την κοινωνική ευημερία δημιουργούν όλο και μεγαλύτερη αστάθεια, όλο και μεγαλύτερες κρίσεις, όλο και βαθύτερες ανισότητες.
Εκεί που τα δύο ρεύματα διαφώνησαν εντονότατα ήταν στο δια ταύτα. Στο τι πρέπει να γίνει. Το ένα ρεύμα (μπολσεβίκων-κομουνιστών) επέμειναν ότι η μόνη ορθολογική λύση είναι η κατάλυση του αστικού δημοκρατικού καθεστώτος πάνω στο οποίο βασίζεται το κεφάλαιο για να αναπαράγει αυτό το προβληματικό σύστημα. Το άλλο ρεύμα (οι σοσιαλδημοκράτες) διαφώνησαν προτείνοντας την χρήση των αστικο-δημοκρατικών θεσμών (π.χ. εκλογές, βουλή, κυβέρνηση) ώστε να επιβάλουν στο κεφάλαιο κανόνες που θα εκπολίτιζαν την κοινωνία και φορολογία που θα τους επέτρεπε να «εξισορροπήσουν» την κοινωνία, να σταθεροποιήσουν το οικονομικό σύστημα, και να θέσουν κανόνες στις αγορές, ιδίως σε εκείνες του χρήματος, της εργασίας και των ακινήτων.
Στην μεταπολεμική περίοδο, όταν δόθηκε η ευκαιρία στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να κυβερνήσουν (π.χ. στην Αυστρία του Kreisky, στην Γερμανία του Brandt, στην Βρετανία των Attlee και αργότερα Wilson, στις σκανδιναβικές χώρες), κατάφεραν να αλλάξουν την Ευρώπη εφαρμόζοντας την πολιτική αναδιανομής, περιορισμού των τριών προβληματικών αγορών χρήματος-εργασίας-ακινήτων, και γενικότερα ιδρύοντας τους θεσμούς του κοινωνικού κράτους. Η μεγαλύτερη δε επιτυχία τους ήταν το ότι κατάφεραν να αλλάξουν τα κόμματα της κεντροδεξιάς, τα οποία πολύ συχνά όταν ερχόντουσαν στην εξουσία αποδέχονταν την βάση της σοσιαλδημοκρατικής ατζέντας.
Για είκοσι τουλάχιστον χρόνια, οι σοσιαλδημοκράτες πάσχιζαν να έρθουν στην εξουσία ώστε να επιβάλουν στους βιομήχανους και εν γένει στους εκπροσώπους του κεφαλαίου, φόρους με τους οποίους να χρηματοδοτήσουν το κοινωνικό κράτος που υπόσχονταν στους πολίτες. Παράλληλα, σε μια προσπάθεια να ανταμείψουν τους βιομήχανους που αποδέχονταν αυτή την πολιτική, εισήγαγαν και νομοθεσίες φιλικές προς την δημιουργία ημι-καρτέλ, ώστε να αυξάνονται τα κέρδη των επιχειρήσεων από τα οποία, ένα μέρος, ήταν η πρώτη ύλη για τα δημόσια συστήματα υγείας, τα σχολειά κλπ.
Η μεγάλη κρίση της σοσιαλδημοκρατίας ήρθε τα μέσα της δεκαετίας του '70, όταν ο κόσμος άλλαξε ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, του συστήματος Bretton Woods (1947-1971). Τότε, αρχής γενομένης από τις ΗΠΑ, το τραπεζικό σύστημα έσπασε τα δεσμά που δημιουργήθηκαν μετά το Κραχ του 1929 (και που στόχο είχαν να μην δοθεί ξανά η δυνατότητα στις τράπεζες να δημιουργήσουν μια νέα παγκόσμια φούσκα, όπως εκείνη που έσκασε το 1929 με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα). Η παγκοσμιοποίηση του χρηματικού κεφαλαίου, μαζί με την κρίση πληθωρισμού και ανεργίας της εποχής, μείωσε σημαντικά την δυνατότητα των σοσιαλδημοκρατών να φορολογούν το κεφάλαιο ώστε να χρηματοδοτείται το κοινωνικό κράτος. Και τότε, έψαξαν και βρήκαν άλλους τρόπους χρηματοδότησής του.
Στην δεκαετία του '80 κάποιες σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, π.χ. του ΠΑΣΟΚ (αλλά και της πρώτης κυβέρνησης Mitterrand), χρηματοδότησαν την αναδιανομή εισοδήματος με δανεικά, ελπίζοντας ότι, κάποια στιγμή, η παραγωγή θα δημιουργούσε τα εισοδήματα από τα οποία θα αποπληρώνονταν τα δανεικά. Σε άλλες χώρες, εκεί που οι κυβερνώντες φοβόντουσαν περισσότερο τον δανεισμό (ίσως και λόγω προτεσταντικής κράσης), βρήκαν άλλη λύση: την συμμαχία με το τραπεζικό και χρηματιστικό κεφάλαιο. Παρατηρώντας τους ποταμούς χρήματος που «δημιουργούσαν» οι τράπεζες και το χρηματοπιστωτικό σύστημα γενικότερα (μετά την σταδιακή του «απελευθέρωση» από τα «δεσμά» του κράτους), σκέφτηκαν ότι, αν υπόσχονταν στους τραπεζίτες όσους βαθμούς ελευθερίας εκείνοι ήθελαν, μπορούσαν να πάρουν ένα μικρό μερίδιο των υπερκερδών τους και από αυτό να χρηματοδοτήσουν το κράτος πρόνοιας στο οποίο ήταν πολιτικά ταγμένοι.
Για να το πω απλά, όπως ο Faust έτσι και οι σοσιαλδημοκράτες εκχώρισαν την ψυχή τους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, με σκοπό το κοινό καλό, το κοινωνικό κράτος (και βέβαια τις καλές προσωπικές σχέσεις με τους τραπεζίτες). Πολύ περισσότερο από τα αντίστοιχα κεντροδεξιά κόμματα (με εξαίρεση ίσως τους Συντηρητικούς της κας Thatcher, τους οποίους όμως αργότερα ξεπέρασαν σε ενθουσιασμό οι Εργατικοί του κ. Blair), τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήταν εκείνα που βοήθησαν να επιτευχθεί η πλήρης και αχαλίνωτη ελευθερία των τραπεζών να τζογάρουν, άνευ παραμικρού περιορισμού, με τις καταθέσεις των πελατών και τις συντάξεις των εργαζόμενων.
Να σας θυμίσω ότι δεν ήταν οι Ρεπουμπλικάνοι εκείνοι που κατήργησαν τον νόμο Glass-Steagall που εμπόδιζε τις τράπεζες να επιδίδονται σε στοιχήματα παραγώγων: η κυβέρνηση Clinton ήταν, με τους υπουργούς Rubin, Summers και Geithner στην «πρωτοπορεία» – μια κυβέρνηση που ήταν όσο πιο κοντά γίνεται στην κοσμοθεωρία και ιδεολογία των ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών. Το ίδιο και στην Ιταλία: η κυβέρνηση της κεντροαριστεράς υπό τον κ. Prodi ήταν που αγκάλιασε την ελευθερία της αγοράς χρήματος ως μέσο χρηματοδότησης (από τα υπερκέρδη των τραπεζιτών) του όλο και διογκούμενου κρατικού προϋπολογισμού. Στην Βρετανία, μετά την νίκη του κ. Blair, η νέα κυβέρνηση το διατυμπάνιζε: Θέλουμε την υπερ-κερδοφορία των τραπεζών του City επειδή έτσι μπορούμε να τις φορολογούμε κάπως και από αυτά τα χρήματα να ξαναφτιάξουμε το κοινωνικό κράτος που καταρράκωσε η κα Thatcher. Ακριβώς το ίδιο και στην Ισπανία (όπου το PSOE έγινε το αγαπημένο κανίς των τραπεζιτών και των εργολάβων), στην Ιρλανδία (όπου το Fianna Fail, κόμμα στα αριστέρα του Fine Gael, έδωσε γην και ύδωρ στους χειρότερους τραπεζίτες που έχει δει ο πλανήτης οι οποίοι, με την σειρά τους, δανειοδότησαν τους χειρότερους εργολάβους) αλλά και στην Γερμανία όπου το SPD ήταν εκείνο το οποίο, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 90, άναψε το πράσινο φως στις τράπεζες της Φραγκφούρτης να κάνουν τέρατα και σημεία, φτάνοντας το ποσοστό δανεισμού (με το οποίο χρηματοδοτούσαν τα στοιχήματα-παράγωγα) στο 55 προς 1 (όταν η Lehman Brothers είχε «μόλις» 30 προς 1). Όσο για τα δικά μας, οι δικοί μας εκσυγχρονιστές της κυβέρνησης Σημίτη ήταν εκείνοι που αγκάλιασαν με στοργή και αγάπη την επέκταση του τραπεζικού τομέα, την ίδρυση αγοράς παραγώγων, την χρήση των παραγώγων της Goldman Sachs για την δημιουργική μακρο-λογιστική κλπ.
Εν κατακλείδι, στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, από το 1990 και μετά, κυριάρχησαν «εκσυγχρονιστές» που κόμισαν μια απλή συνταγή: «Αφήστε τους τραπεζίτες να αλωνίζουν ανενόχλητοι, τους επιτήδειους των hedge funds να κόβουν και να ράβουν κατά το δοκούν, τα παράγωγα να κατακλύζουν την υφήλιο, την εργασία να ελαστικοποιείται (με αποτέλεσμα η μείωση των πραγματικών μισθών να ωθεί τους εργαζόμενους στις πιστωτικές κάρτες, όταν τα επιτόκια έπεφταν ραγδαία). Γιατί; Επειδή από τα υπερκέρδη αυτών των νέων «μάγων» του χρήματος και του χρέους θα παίρνουμε ένα ποσοστό (αλλά και θα δανειζόμαστε από αυτούς με χαμηλά επιτόκια) το οποίο θα μας βοηθά να χτίζουμε το κοινωνικό κράτος.» Ο και γέγονε.
Πράγματι, όσο η φούσκα κρατούσε, τα κράτη έπαιρναν μικρά αλλά ουκ ευκαταφρόνητα μερίδια από τα ποτάμια κερδών του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ακόμα και η ελληνική κυβέρνηση «ωφελήθηκε» από αυτά, με αποτέλεσμα, την δεκαετία 1995-2005, να αυξηθούν ιδιαίτερα οι κοινωνικές δαπάνες. Και οι τραπεζίτες; Οι τραπεζίτες δεν είχαν κανένα πρόβλημα. Όσο οι σοσιαλδημοκράτες τους άφηναν να αλωνίζουν, δεν τους πείραζε καθόλου να παίρνουν κι αυτοί, οι πολιτικοί, τα ψίχουλα που έπεφταν από το τεράστιο τραπέζι τους, δίνοντάς τους και μια επίφαση κοινωνικής συνεισφοράς καθώς άκουγαν στους λόγους των σοσιαλδημοκρατών να αναφέρεται θετικά η συνεισφορά του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην «θωράκιση» της οικονομίας και του κράτους πρόνοιας.
Ξάφνου όμως το πανηγύρι τελείωσε. Οι πυραμίδες που δημιούργησε το χρηματοπιστωτικό σύστημα κατέρρευσαν το 2008, αρχής γενομένης με την Wall Street. Τότε οι σοσιαλδημοκράτες δεν διέθεταν πλέον τα θεωρητικά εργαλεία, αλλά ούτε και τις ηθικές αξίες, που θα τους επέτρεπαν σε προγενέστερες εποχές να θέσουν το καταρρέον σύστημα στο φως της κριτικής και να μπορέσουν να διακρίνουν ότι άλλο είναι να διασώσουμε τις τράπεζες (από το Κραχ) και άλλο το να διασώσουμε, εις βάρος της κοινωνίας, τους τραπεζίτες. Εκείνη την στιγμή, αποδείχθηκαν έτοιμοι να υποχωρήσουν στις απαιτήσεις των τραπεζιτών για μεταφορά των ζημιών τους από τα λογιστικά βιβλία των τραπεζών στο δημόσιο χρέος, επιβάλλοντας μάλιστα λιτότητα όχι στους τραπεζίτες (που πτώχευσαν τις τράπεζές τους) αλλά στους πιο αδύναμους των πολιτών, που πλήρωναν και πληρώνουν την λυπητερή.
Πως ήταν δυνατόν να κάνουν αλλιώς, οι σοσιαλδημοκράτες;
• Έχοντας απολέσει την γνώση, που κάποτε ανέδυε η σοσιαλδημοκρατία, ότι οι αγορές χρήματος-εργασίας-ακινήτων, αν αφεθούν «ελεύθερες» δημιουργούν κραχ, κρίσεις, ανθρώπινες απώλειες,
• έχοντας θυσιάσει, στον βωμό των καλών σχέσεων με τους ανθρώπους των χρηματαγορών, την γνώση ότι οι αποτυχίες αυτών των τριών αγορών (χρήματος-εργασίας-ακινήτων) οδηγούν σε μεγαλύτερη οικονομική αστάθεια και αναποτελεσματικότητα μια κοινωνία που βασίζεται στις αγορές
• έχοντας ξεχάσει πως όσο πιο πολύ βασίζεται μια οικονομία στα υπερκέρδη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε αγορές εργασίας που αντιμετωπίζουν την εργασία ως ένα απλό εμπόρευμα, σε ακίνητα των οποίων οι αξίες θεωρούνται ότι θα ανεβαίνουν, και ότι πρέπει να ανεβαίνουν, τόσο πιο ασταθής, επιρρεπής στην κρίση και, εν τέλει, απολίτιστη είναι μια κοινωνία,
Έχοντας λοιπόν φτάσει σε αυτό το σημείο μη συνείδησης, τους ήταν αδύνατον να σταθούν απέναντι σε εκείνους που, όπως ο Μεφιστοφελής στην περίπτωση του Faust, είχαν ήδη αποκτήσει ιδιοκτησιακά δικαιώματα στην ψυχή τους και απαιτούσαν από αυτούς να θυσιάσουν το κοινωνικό συμφέρον, και την ελπίδα αναστροφής της Κρίσης, υπέρ της Πτωχοτραπεζοκρατίας. Έτσι, όμως, η σοσιαλδημοκρατία υπέγραψε την θανατική της ποινή. Καμία κοινωνία, πλέον, δεν θα μπορέσει να την εμπιστευτεί. Θα προτιμά την κεντροδεξιά, όσο και να την αντιπαθεί, η οποία, αν μη τι άλλο, δεν υποσχέθηκε ποτέ στους αδύναμους ότι θα διεξάγει υπέρ τους τον αγώνα τον καλό εναντίον των ισχυρών.
Συνοψίζοντας και επιστρέφοντας την συζήτηση στα ελληνικά δεδομένα, το ΠΑΣΟΚ μπορεί πράγματι να προσπάθησε, κατά την δεκαετία του 80, να κάνει αναδιανομή και κοινωνικό κράτος με δανεικά. Όμως, στην δεκαετία του 90, το ΠΑΣΟΚ «εκσυγχρονίστηκε». Νέα στελέχη του, με θαυμασμό (και μερικοί με θητεία) στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύμπαν έφεραν στην Ελλάδα την νέα πρακτική των απανταχού σοσιαλδημοκρατών: κοινωνικό κράτος με τοξικό χρήμα (δηλαδή από μερίδιο των υπερκερδών των χρηματαγορών τις οποίες οι ίδιοι οι σοσιαλδημοκράτοες βοήθησαν να λειτουργούν ανεξέλεγκτα). Κάποιοι στο ΠΑΣΟΚ αντέδρασαν (π.χ. ο Αλέκος Παπαδόπουλος). Όμως, τα ποτάμια χρήματος ήταν ασταμάτητα, ιδίως όταν η σοσιαλδημοκρατία είχε απωλέσει την κριτική της ικανότητα με την οποία κάποτε «έβλεπε» πόσο προβληματικές είναι οι ασύδοτες αγορές χρήματος, εργασίας και ακινήτων. Όταν λοιπόν ήρθε το Κραχ του 2008, το ΠΑΣΟΚ παρεσύρθη από την φούσκα που έσκαγε, χωρίς αντιστάσεις στις επιταγές του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος του οποίου τις αξίες είχε ασπαστεί πολλαπλώς. Αυτό όμως που είναι εντυπωσιακό είναι ότι, όπως η ελληνική κρίση δεν είναι παρά μια παραφυάδα της ευρωπαϊκής και διεθνούς κρίσης, έτσι και ο θάνατος του ΠΑΣΟΚ δεν είναι παρά η προαγγελία του θανάτου της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου