Επίκαιρα Θέματα:

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

Ομιλία του Φίλιππου Σαχινίδη στην Βουλή για "Ρυθμίσεις θεμάτων κεφαλαιακής ενίσχυσης των πιστωτικών ιδρυμάτων"


Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, τόσο στην Επιτροπή όσο και χθες στην Ολομέλεια διεξήχθη μια από κάθε άποψη ενδιαφέρουσα συζήτηση για το τι πρέπει να επιδιωχθεί σε ό,τι αφορά το μέλλον του τραπεζικού συστήματος.
Στη χθεσινή μου τοποθέτηση έθεσα κάποια ερωτήματα στους συναδέλφους του ΣΥΡΙΖΑ. Περιμένω απαντήσεις, γιατί υπερασπίζομαι την άποψη ότι πρέπει στη Βουλή να κατατίθενται αναλυτικά οι απόψεις των Κομμάτων.
Υπάρχει, βέβαια και ένα ζήτημα στο οποίο δεν τοποθετήθηκα. Αφορά τη σοσιαλδημοκρατία και τη στάση που τήρησε και τηρεί στην ιστορική της διαδρομή και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το ζήτημα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και αν θέλετε, μια και η συζήτησή μας είναι το τραπεζικό σύστημα, στην ιδιοκτησία του τραπεζικού συστήματος.

Αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι δεν μας εγκαλεί ως προς το ζήτημα αυτό το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας -το οποίο στο ιστορικό πλέον ερώτημα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση;», που οδήγησε στη διάσπαση της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας του 19ου αιώνα, έκανε την επιλογή υπέρ της επανάστασης, υπέρ της ανατροπής του καπιταλισμού- αλλά μας το θέτει ο ΣΥΡΙΖΑ με θέσεις που θα σχολιάσω αμέσως μετά.
Ο καπιταλισμός, σύμφωνα με τις θέσεις των κομμουνιστικών κομμάτων, δεν είχε προοδευτικό χαρακτήρα ούτε και μέλλον. Το μέλλον –πάλι σύμφωνα με τα κομμουνιστικά κόμματα- ανήκει στον κομμουνισμό και μάλιστα την μπολσεβίκικη εκδοχή του σοσιαλισμού και του καπιταλισμού που υπήρχε τότε, δηλαδή στον κεντρικό σχεδιασμό και στον έλεγχο των μέσων παραγωγής από το κράτος.
Η σοσιαλδημοκρατία επέλεξε το δρόμο της μεταρρύθμισης του καπιταλισμού, του μετριασμού των αρνητικών αποτελεσμάτων και της βελτίωσης των συνθηκών για τους εργαζόμενους και τα φτωχότερα στρώματα, τη δημιουργία καλύτερων δημόσιων υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης, οικοδομώντας ένα κράτος ευημερίας.
Σε ό,τι αφορά την ιδιοκτησία, η άποψη της σοσιαλδημοκρατίας ήταν ότι σε μία καπιταλιστική οικονομία μπορεί να συμβαδίζει η ατομική με τη δημόσια ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.
Αυτές οι δύο απόψεις αντιπαρατέθηκαν σκληρά για περισσότερα από εκατό χρόνια. Σήμερα έχουμε πλέον μία συσσωρευμένη εμπειρία για πάνω από εκατό χρόνια και μπορούμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα.
Αν κάτι μας δίδαξε ο 20ος αιώνας, είναι τι δεν πρέπει να κάνουν τα κράτη. Την ίδια στιγμή, όμως, αν κάτι μας δίδαξε ο 20ος αιώνας, είναι ότι το κράτος δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό, όπως πιστεύουν οι φιλελεύθεροι. Ο Τζαντ στο βιβλίο του «Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα» λέει ότι το μόνο πράγμα που είναι χειρότερο από το υπερβολικό κράτος είναι το υπερβολικά λίγο κράτος ή το καθόλου κράτος.
Δεν θα αναφερθώ στην τελευταία άποψη –που είναι στο κάτω-κάτω μία άποψη που υπερασπίζονται οι φιλελεύθεροι της Αίθουσας και έχουν την υποχρέωση να καθίσουν να εξηγήσουν στους Έλληνες πολίτες γιατί το καθόλου ή το λίγο κράτος είναι καλό- αλλά θα ήθελα να επικεντρωθώ στις απόψεις όλων αυτών που έχουν μία κριτική στάση απέναντι στον καπιταλισμό.
Η πλήρης κρατικοποίηση όλων των μέσων ή μία μεικτή συνθήκη σχέσεων ιδιοκτησίας ήταν αυτές οι δύο απόψεις οι οποίες αντιπαρατέθηκαν στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Είναι καθαρές θέσεις. Τη μία την υποστήριξε με συνέπεια η σοσιαλδημοκρατία, την άλλη την υποστήριξαν με συνέπεια τα κομμουνιστικά κόμματα.
Τώρα, όμως, αυτά που ακούω αυτές τις ημέρες στη Βουλή βρίσκονται σε μία γκρίζα περιοχή που προκύπτει από τοποθετήσεις συναδέλφων που ζητούν την πλήρη κρατικοποίηση των τραπεζών σε συνθήκες καπιταλισμού. Και θέτω ένα ερώτημα. Αυτό γίνεται στο όνομα μιας «αριστεροσύνης», μιας προοδευτικότητας; Αν λάβουμε υπ’ όψιν, όμως, ότι κρατικοποιήσεις τραπεζών έγιναν στη Μέκκα του καπιταλισμού, δηλαδή στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αλλά και στην Αγγλία, τότε είναι μάλλον δύσκολο να χαρακτηριστεί αριστερή επιλογή αυτή, εκτός αν κάποιος θέλει να χαρακτηρίσει τον Μπους αριστερό. Είναι δικαίωμά του, αλλά το βρίσκω λίγο δύσκολο.
Όσοι τοποθετήθηκαν στην Αίθουσα αυτή αποφεύγουν να απαντήσουν σε ένα απλό ερώτημα. Γιατί σε όλες τις χώρες -ανεξάρτητα από τις προτιμήσεις τους για τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας, ανεξάρτητα από τις προτιμήσεις των κομμάτων που έχουν την ευθύνη διακυβέρνησης της οικονομίας- σπεύδουν κάθε φορά που προκύπτει πρόβλημα με το τραπεζικό σύστημα να στηρίξουν τις τράπεζες και δεν συμβαίνει το ίδιο στις ίδιες χώρες, όταν καταρρέουν επιχειρήσεις, ακόμα και επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας ή επιχειρήσεις που απασχολούν πάρα πολλούς εργαζόμενους, όπου στο κάτω-κάτω θα ήταν ένα εύλογο ζήτημα να προστατεύσουν θέσεις εργασίας που καταστρέφονται;
Τι το ιδιαίτερο, εν πάση περιπτώσει –και θα έπρεπε να μας απαντήσουν εδώ πέρα οι συνάδελφοι από το ΣΥΡΙΖΑ- υπάρχει στη φύση των τραπεζών που καθιστά αναγκαία την παρέμβαση του κράτους; Μήπως - με βάση αυτά που άκουσα - η ανάγκη προστασίας των ιδιοκτητών; Τότε υπάρχει ένα πρόβλημα, γιατί ουσιαστικά αυτό που υπερασπίζεται και υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι υπάρχει στα σύγχρονα κεφαλαιοκρατικά συστήματα μία προτίμηση του κράτους να υπερασπίζεται τους κεφαλαιοκράτες που έχουν υπό τον έλεγχό τους τις τράπεζες, αλλά αδιαφορούν απέναντι στους κεφαλαιοκράτες που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής με τα οποία λειτουργούν οι πραγματικές οικονομίες. Δηλαδή αδιαφορώ απέναντι στον κεφαλαιοκράτη που έχει μία χαλυβουργία, αδιαφορώ απέναντι στον κεφαλαιοκράτη που έχει μία ναυπηγική μονάδα, αλλά έχω μία ευαισθησία ως κράτος –είτε φιλελεύθερο είτε όπως θέλετε αποκαλέστε το - κάθε φορά που πρόκειται να καταρρεύσει μία τράπεζα.
Αυτά τα ερωτήματα πολύ φοβούμαι ότι έμειναν αναπάντητα καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης.
Επιμένω, όμως, σ’ αυτό το οποίο λέω με συνέπεια τα τελευταία δύο, τρία χρόνια. Λέω ότι η παρέμβαση υπέρ των τραπεζών γίνεται γιατί έχουμε διδαχθεί ότι η αδιαφορία απέναντι στον κίνδυνο κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος μπορεί να μας οδηγήσει σε ένα τεράστιο κόστος. Συστημικά δημιουργείται τεράστιο πρόβλημα στη λειτουργία μίας σύγχρονης καπιταλιστικής οικονομίας, όταν κινδυνεύει το τραπεζικό σύστημα και ο χρηματοοικονομικός τομέας.
Επειδή, μάλιστα, τέθηκε το ερώτημα «μα, μ’ αυτά εδώ τα μέτρα που παίρνετε θα χορηγηθεί ρευστότητα στην οικονομία;», θα αντιστρέψω το ερώτημα ως εξής: Ως έχει το τραπεζικό σύστημα, μπορεί να χορηγήσει ρευστότητα στην οικονομία; Αν ως έχει το σύστημα δεν μπορεί να χορηγήσει ρευστότητα στην οικονομία, είναι εύλογο να κάνεις και το επόμενο βήμα, δηλαδή να αποκαταστήσεις την υγεία των τραπεζών και να γίνουν αξιόπιστα τα τραπεζικά ιδρύματα, για να μπορούν να έχουν πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, να μπορούν να αντλούν ρευστότητα, προκειμένου να μπορέσουν να χορηγήσουν ρευστότητα στην οικονομία και, επομένως, να διασφαλίσουν προϋποθέσεις οικονομικής ανάπτυξης.
Θα σας αναφέρω και ένα τελευταίο ζήτημα. Μία κρατική τράπεζα που λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, δηλαδή λειτουργεί σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομίας που σημαίνει ότι θέλει να έχει κέρδη, θα ακολουθήσει άλλη στάση από μία ιδιωτική τράπεζα; Αν η κρατική τράπεζα, όπως και η ιδιωτική, έχει κόστος άντλησης ρευστότητας κεφαλαίων 6%-8% και δίνει δάνεια με επιτόκια 8% έως 10%, σε τι θα διαφέρει από μία ιδιωτική; Διότι αυτό συνέβαινε και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλες τις χώρες του κόσμου! Εκτός αν υπάρχει ελπίδα ότι το επιτόκιο της κρατικής τράπεζας θα είναι χαμηλότερο απ’ αυτό με το οποίο λειτουργεί η ιδιωτική, κάτω από τα έξοδα άντλησης της ρευστότητας! Όμως, σ’ αυτήν την περίπτωση, η τράπεζα θα είχε ζημιές. Αυτές θα πρέπει να καλυφθούν. Θα καλυφθούν από το κράτος, άρα από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Και αυτό θα δημιουργεί ελλείμματα. Και αν θέλεις να αποφύγεις τα ελλείμματα, έχεις την επιλογή ή να περικόψεις δαπάνες ή να αυξήσεις τα φορολογικά έσοδα. Πάντως, δωρεάν γεύμα δεν προσφέρεται από κανέναν στη σύγχρονη εποχή.
Τέλος, είναι σωστό να αναγνωριστεί, επειδή τέθηκε και αυτό το ζήτημα, αν στις σύγχρονες καπιταλιστικές οικονομίες υπάρχει ανάγκη για τράπεζες ειδικού σκοπού, αν υπάρχει ανάγκη για χρηματοδότηση τομέων και δραστηριοτήτων, όπου τράπεζες που λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια δεν ανταποκρίνονται προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ναι, να αναγνωρίσω ότι υπάρχει αναγκαιότητα για τράπεζες ειδικού σκοπού. Να αναγνωρίσω ότι υπάρχει αναγκαιότητα για να υπάρχουν τράπεζες υπό τον έλεγχο του κράτους. Ουδέποτε, άλλωστε, υποστήριξε η σοσιαλδημοκρατία ή το ΠΑΣΟΚ ότι θεωρούμε ότι το σύνολο των τραπεζών θα πρέπει να είναι ιδιωτικές ούτε και το αντίθετο. Αν η χώρα βρεθεί στη θέση που βρέθηκε η Σουηδία στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μπορεί να υποχρεωθεί και σε πλήρη κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι αυτός θα είναι ένας ιδεολογικός στόχος, δηλαδή το να προχωρήσουμε στην πλήρη κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, αλλά μία συνειδητή επιλογή προκειμένου να διασφαλίσουμε ότι η οικονομία θα μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί σωστά. Το τι θα κάνουμε μετά, αν κρατικοποιηθεί το σύνολο των τραπεζών, είναι κάτι το οποίο θα προκύψει μέσα από μία συζήτηση η οποία θα γίνει.
Γι’ αυτό λέω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι είναι πολύ χρήσιμο να τίθενται τα ερωτήματα, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι δίνονται και οι απαντήσεις. Εμείς συνειδητά επιλέγουμε να διασφαλίσουμε ότι οι ελληνικές τράπεζες θα είναι θωρακισμένες και υγιείς, για να μπορούν να επιτελέσουν τον αναπτυξιακό τους ρόλο. Και δεν βάζουμε ζητήματα ιδιοκτησίας προς μία κατεύθυνση «όλες ιδιωτικές» ή «όλες κρατικές», αλλά λέμε ότι πιστεύουμε σε μία μεικτή οικονομία, όπου μπορούν να συνυπάρχουν ιδιωτικές και δημόσιες τράπεζες. Όμως, αν παραστεί κάποτε ανάγκη σε κάποια απόλυτη κρίση να κρατικοποιήσουμε, δεν έχουμε καμία αντίρρηση, αλλά και για το αντίθετο. Δεν έχουμε, δηλαδή, αντίρρηση και κανένα ιδεολογικό πρόταγμα να αποτρέψουμε ιδιωτικοποίηση τραπεζών που για τον άλφα ή βήτα λόγο μπορεί να περάσουν στον έλεγχο του Δημοσίου.
Και επειδή ενημερώθηκα ότι εχθές κατά την απουσία μου η κ. Κωνσταντοπούλου αναφέρθηκε στο πρόσωπό μου και, μάλιστα, με χαρακτήρισε «φαύλο», της επιστρέφω τα περί φαυλότητας!
Σας ευχαριστώ πολύ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Το Προφίλ μας