Του Φίλιππου Σαχινίδη*
Η απόφαση του ΔΣ της ΕΚΤ για αύξηση των επιτοκίων κατά 0,5%, και οι δηλώσεις της κ. Λαγκάρντ ότι οι αυξήσεις αυτές θα συνεχιστούν για αρκετό διάστημα, ενίσχυσε τις εκτιμήσεις ότι η οικονομία της ευρωζώνης θα βυθιστεί σε βαθύτερη ύφεση και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε σχέση με τις επίσημες προβλέψεις.
Αυτή είναι η επιλογή της πλειοψηφίας των μελών του ΔΣ της ΕΚΤ για να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη γιατί θεωρούν πως η αξιοπιστία στο θέμα επίτευξης του βασικού στόχου είναι εξαιρετικά κρίσιμη για το ρόλο τους στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής. Έτσι, παραβλέπουν τη φύση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη και αδιαφορούν για τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της επιθετικής επιτοκιακής πολιτικής τους.
Η άριστη πολιτική παρέμβασης για μια κεντρική τράπεζα, όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με μια μεγάλη διαταραχή από την πλευρά της προσφοράς, είναι να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την ενίσχυση της προσφοράς και όχι να καθηλώσει με βία τη ζήτηση, οδηγώντας μαζικά στην ανεργία τους εργαζόμενους.
Αυτό προϋποθέτει:
Δημοσιονομική πολιτική που δίνει έμφαση στις επενδύσεις και όχι στη στήριξη της κατανάλωσης
Νομισματική πολιτική που υποβοηθά τις επενδύσεις σε νέους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας και διευκολύνει την αποδέσμευση κεφαλαίων από προβληματικούς τομείς
Αποτελεσματικό συντονισμό της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής.
Ο συντονισμός της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής σε μια θεσμικά ατελή νομισματική ένωση, όπως η ευρωζώνη, ήταν και παραμένει το μεγάλο ζητούμενο από τη συγκρότησή της. Οι δημοσιονομικές πολιτικές όμως των 19 μελών της ευρωζώνης είναι εντελώς ασυντόνιστες μεταξύ τους. Η Γερμανία, για παράδειγμα, που διαθέτει μεγάλο δημοσιονομικό χώρο, ετοιμάζει παρέμβαση ύψους 200 διΣ. ευρώ για να αντιμετωπίσει την ενεργειακή ακρίβεια. Αντίθετα, η Ελλάδα, που έχει το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος, πρέπει να προχωρήσει από πρωτογενές έλλειμμα το 2022 σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023.
Οι θεσμικές ατέλειες στην λειτουργία της ευρωζώνης θα αντιμετωπίζονταν μερικώς σε αυτήν τη δύσκολη για τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά συγκυρία αν τα μέλη του ΔΣ της ΕΚΤ ήταν πιο ευέλικτα ως προς το χρόνο επίτευξης του στόχου για τον πληθωρισμό.
Αν ήταν διατεθειμένα να ακολουθήσουν μια πιο ήπια πολιτική μέχρι να αδρανοποιηθούν οι εξωγενείς παράγοντες που τροφοδοτούν τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη.
Από τις δηλώσεις της κ. Λαγκάρντ και των "γερακιών" της ΕΚΤ προκύπτει ότι στόχος τους είναι η ταχύτερη επιστροφή του πληθωρισμού στο 2%. Θεωρούν ότι ο πληθωρισμός είναι πλέον ενδογενής. Επικαλούνται τον κίνδυνο εμπέδωσης πληθωριστικών προσδοκιών που θα τροφοδοτήσουν αιτήματα για αυξήσεις μισθών. Αυτά με τη σειρά τους θα ανατροφοδοτήσουν τον πληθωρισμό. Παραβλέπει όμως η ΕΚΤ ότι με την επιθετική επιτοκιακή πολιτική το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ θα μειώνεται ενώ των κερδών θα αυξάνεται. Άρα η πολιτική της είναι μεροληπτική ως προς το ζήτημα της αναδιανομής.
Σε αυτές τις συνθήκες είναι προφανής η σύγκρουση μεταξύ της προκυκλικής νομισματικής πολιτικής και της αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής. Η τελευταία, εκ των πραγμάτων, θα υποχωρήσει σύντομα καθώς αυξάνεται το κόστος δανεισμού ειδικά για χώρες με μεγάλο χρέος όπως η Ιταλία και η Ελλάδα. Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι ακόμη βαθύτερη ύφεση. Άρα θα αυξηθεί η ανεργία και οι ανισότητες.
Με αυτά τα δεδομένα, δεν αποτελεί σύμπτωση ότι μεταξύ των οικονομολόγων έχει ξεκινήσει η συζήτηση για αναθεώρηση προς τα πάνω του στόχου για τον πληθωρισμό. Ο στόχος του 2% της ΕΚΤ δεν υπαγορεύτηκε από κάποια θεωρητική προσέγγιση. Υπήρξε το τυχαίο αποτέλεσμα μιας δήλωσης ενός πρώην υπουργού Οικονομικών της Νέας Ζηλανδίας που οδήγησε την κεντρική τράπεζα της χώρας που μόλις είχε κατοχυρώσει την ανεξαρτησία της το 1989 να το θέσει ως στόχο. Στη συνέχεια υιοθετήθηκε από τις κεντρικές τράπεζες του Καναδά και του Ην. Βασιλείου για να υιοθετηθεί τελικά και από τη FED και την ΕΚΤ.
Όταν ξέσπασε η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση, ο Ολ. Μπλανσαρ, τότε επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, είχε προτείνει στις κεντρικές τράπεζες να εγκαταλείψουν τον στόχο του 2% και να υιοθετήσουν το 4%. Υποστήριξε τότε ότι με το νέο στόχο η νομισματική πολιτική θα είχε μεγαλύτερο περιθώριο στη μείωση των επιτοκίων όταν είναι αναγκαία χωρίς να περιορίζεται από το κατώτατο όριο του 0%.
Τα όσα συνέβησαν την τελευταία δεκαετία έδειξαν ότι είχε δίκιο ο Ολ. Μπλανσάρ και όχι οι κεντρικές τράπεζες που φοβήθηκαν να υιοθετήσουν την πρότασή του γιατί υποστήριξαν ότι αν υιοθετήσουν το 4% θα μειωθεί η αξιοπιστία τους. Η στρατηγική άσκηση που ολοκλήρωσε πέρυσι η ΕΚΤ ήταν τελικά απογοητευτική γιατί δεν προσπάθησε να εμπεδώσει τα μαθήματα αυτά.
Η παρούσα συγκυρία καθιστά αναγκαία την επανεξέταση από την ΕΚΤ του στόχου για τον πληθωρισμό. Ο Ολ. Μπλανσάρ, για παράδειγμα, προτείνει ως στόχο το 3%. Αν υιοθετηθεί από την ΕΚΤ τότε η ευρωζώνη δεν θα κινδυνεύσει από μια νέα βαθιά και παρατεταμένη ύφεση. Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για την ΕΚΤ να αποδείξει ότι οι επιλογές της στη νομισματική πολιτική δεν στοχεύουν στο να ευνοούν αποκλειστικά τον κόσμο του κεφαλαίου αλλά ότι μεριμνά και για τους εργαζόμενους. Διαφορετικά στο όνομα διασφάλισης της δικής της αξιοπιστίας διακινδυνεύει μια νέα έξαρση του λαϊκισμού και του ευρωσκεπτικισμού σε μια συγκυρία που το Qatargate έχει ενεργοποιήσει τα πιο ισχυρά αντιευρωπαϊκά αντανακλαστικά σε όλη την ΕΕ.
*πρώην υπουργός Οικονομικών, στέλεχος ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝΑΛ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου