Η ανάληψη των καθηκόντων του Προέδρου Μπάιντεν και η επικείμενη επανάληψη, μετά από διακοπή πέντε περίπου ετών, των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία επιβάλλουν να διαμορφώσουμε μία συνολική εικόνα του σημείου στο οποίο βρίσκονται οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση και των πιθανών προοπτικών της σχέσης αυτής. Χρειαζόμαστε συνεπώς μια εις βάθος εκτίμηση για το πώς μπορούν να εξελιχθούν τα πράγματα στην Τουρκία, για το πώς αντιλαμβάνεται η νέα διοίκηση Μπάιντεν τη σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, για το εάν θα ανασυγκροτηθεί η στρατηγική οντότητα που λέγεται Δύση και εάν η Τουρκία θα απαντήσει θετικά ή αρνητικά στο δίλημμα «είναι θεμελιωδώς δυτική χώρα, έστω με ιδιορρυθμίες και «εξαιρετισμούς» ή θέλει να αλλάξει ριζικά τη σχέση της με τη Δύση».
Η πολυπλοκότητα όμως της ανάλυσης αυτής με τις αβεβαιότητες που συμπεριλαμβάνει δεν μεταβάλλει τον απλό και σαφή τρόπο με τον οποίο τίθεται το ζήτημα των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στην υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, και της αξιοποίησης των συναφών φυσικών πόρων. Εάν δεν εφαρμόσουμε τις ειδικές και συγκεκριμένες προβλέψεις του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας που επιβάλλουν σε όλες τις εμπλεκόμενες χώρες διαπραγμάτευση και συμφωνία ή προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη, δεν θα καταλήξουμε σε πλήρη τίτλο αξιοποίησης αυτών των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Τα κυριαρχικά μας δικαιώματα δεν θα έχουν οριοθετηθεί και δεν θα μπορούν να ασκηθούν.
Ακόμα συνεπώς και εάν υποθέσουμε ότι η Τουρκία ακολουθεί μία τελείως αντιδυτική γραμμή, ότι αποχωρεί από το ΝΑΤΟ, ότι επιλέγει τη στρατηγική ένταση ή ακόμη και τη ρήξη, όχι με την Ελλάδα, ούτε καν με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά με τη Δύση, πάλι εμείς, στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, της Σύμβασης και βεβαίως των εθιμικών κανόνων, οι οποίοι είναι ακόμα ισχυρότεροι, πρέπει να μετάσχουμε σε διαπραγμάτευση για την επίτευξη συμφωνίας επί της ουσίας ή για τη σύναψη δικονομικής συμφωνίας προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο, προκειμένου να οριοθετήσουμε με την Τουρκία τις θαλάσσιες ζώνες μας. Αυτό υπαγορεύει η γεωγραφία και το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, η επίκληση του οποίου αποτελεί πυλώνα της εξωτερικής μας πολιτικής.
Για την οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Ιταλία στο ίχνος της υφιστάμενης οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και για τη μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο μετείχαμε σε διαπραγματεύσεις, αποδεχθήκαμε συμβιβασμούς, συνάψαμε συμφωνίες. Με την Αλβανία αποδεχθήκαμε να διαγράψουμε από τη θεσμική μας μνήμη την υπογραφείσα συμφωνία του 2009 και προτείναμε να συνάψουμε συνυποσχετικό (δικονομικού χαρακτήρα συμφωνία ) για την από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο με αντικείμενο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Είναι προφανές ότι αυτό το διεθνές νομικό πλαίσιο διέπει τη σχέση μας και με την Τουρκία και με τη Λιβύη. Παρά το γεγονός ότι οι δυο αυτές χώρες παραβίασαν προδήλως το νομικό πλαίσιο, αυτό ισχύει και διέπει την οριοθέτηση.
Άλλωστε η ευκολότερη ίσως πτυχή των Ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, καθώς υπάρχει μία τυποποιημένη στο Δίκαιο της Θάλασσας διαδικασία. Εν τέλει και η άλλη πλευρά θα αποδεχθεί τους κανόνες αυτούς, γιατί γνωρίζει ότι το ζήτημα θα κριθεί, κατά πάσα πιθανότητα, δικαστικά με βάση το σχετικό νομολογιακό κεκτημένο. Κάθε βεβαίως οριοθέτηση είναι μια ξεχωριστή περίπτωση που διέπεται από τις δικές της «σχετικές περιστάσεις».
Η συμφωνία επανάληψης των διερευνητικών επαφών είναι προφανώς εύθραυστη, η Ελλάδα όμως έχει κάθε λόγο να τη διατηρήσει σε λειτουργία. Χωρίς πολιτικές ψευδαισθήσεις ή νομικιστικές αφέλειες. Προφανώς μπορεί ανά πάσα στιγμή να προκύψουν εντάσεις, να προβληθούν με προκλητικό τρόπο μονομερείς τουρκικοί ισχυρισμοί. Η οριοθέτηση και ενεργοποίηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων μπορεί όμως να επιτευχθεί μόνο με τη διαδικασία που θεσπίζει η Διεθνής Σύμβαση Δικαίου της Θάλασσας.
Θα περιόριζε την ισχυρή πιθανότητα υπονόμευσης, εκ μέρους της γείτονος, της διαδικασίας των διερευνητικών επαφών και θα προστάτευε την καθαρότητα του αντικειμένου τους που είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, η οργάνωση και άλλων παράλληλων επαφών για συγκεκριμένα θέματα. Επαφών που έχουν δοκιμαστεί στην πράξη πριν το 2016. Η πρώτη παρόμοια διαδικασία είναι η σχετική με τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, κυρίως αεροναυτικού χαρακτήρα. Η δεύτερη διαδικασία εξελίχθηκε πρόσφατα στους κόλπους του ΝΑΤΟ με προσοχή και κάποια αποτελέσματα. Υπάρχουν όμως σημαντικά περιθώρια που μπορεί να αξιοποιηθούν, ιδίως αν η νέα αμερικανική διοίκηση εκφράσει μια πιο δημιουργική αντίληψη για τον ρόλο της Συμμαχίας.
Υπάρχει τέλος το Κυπριακό που δεν είναι βεβαίως ελληνοτουρκικό ζήτημα αλλά διεθνές πρόβλημα εισβολής και συνεχιζόμενης κατοχής, ζήτημα αρμοδιότητας του ΟΗΕ. Επηρεάζει όμως εις βάθος τις ελληνοτουρκικές σχέσεις καθώς στην αφετηρία της μακράς περιόδου των τελευταίων 46 ετών βρίσκεται, η εισβολή στην Κύπρο, ο Αττίλας. Εθνική στρατηγική χωρίς σαφές πλαίσιο για το Κυπριακό που εκφράζει πρωτίστως την ελληνοκυπριακή πλευρά αλλά και το έθνος, δεν υπάρχει.
Οι διερευνητικές έχουν μακρά ιστορία, από το 2002 έως το 2016. Η περίοδος 2013 - 2015, που συμπίπτει με τη θητεία μου στο υπουργείο Εξωτερικών, έχει πιστεύω ιδιαίτερη σημασία, γιατί είχα δώσει τότε την οδηγία στην ομάδα μας, υπό τον εκλεκτό Πρέσβη Παύλο Αποστολίδη, να στρέψουμε την προσοχή μας στην ουσία του θέματος, που είναι, κατά κυριολεξία, η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας αλλά και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Τότε λοιπόν στρέψαμε για πρώτη φορά την προσοχή μας στην Ανατολική Μεσόγειο. Τώρα βλέπουμε ότι όλα τα θέματα έχουν ως κύριο πεδίο την Ανατολική Μεσόγειο.
Βασικό αντικείμενο των διερευνητικών επαφών έως το 2013 ήταν η έκταση που θα έχουν τελικώς τα ελληνικά χωρικά ύδατα. Πάλι όμως η συζήτηση ήταν εστιασμένη στο Αιγαίο. Με δεδομένο ότι η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ υπολογίζονται όχι από το τέλος των χωρικών υδάτων αλλά από την ακτογραμμή (τις ευθείες γραμμές βάσης ακόμη και με κλείσιμο κόλπων ή τη φυσική ακτογραμμή) η οδηγία μου του 2013 ήταν να στρέψουμε την προσοχή μας στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ που το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας καθιστά αντικείμενο διαβούλευσης και διαπραγμάτευσης. Την επιλογή αυτή ακολούθησε η χώρα μας και τους τελευταίους μήνες.
Προηγήθηκε η οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Ιταλία και εν μέρει με την Αίγυπτο και η σύναψη σχετικών συμφωνιών κατέστησε ευκολότερη την επέκταση των χωρικών υδάτων στο Ιόνιο και στη συνέχεια - σύμφωνα με τις κυβερνητικές δηλώσεις - Ανατολικά της Κρήτης, με τη δήλωση ότι αυτό δεν συνιστά αντιδιαστολή προς άλλες περιοχές, καθώς ο καθορισμός της έκτασης των χωρικών υδάτων συνιστά άσκηση πλήρους εθνικής κυριαρχίας και όχι οριοθέτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων συγκεκριμένου περιεχομένου όπως η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ.
Εδώ υπάρχει όμως μια κρίσιμη ιδιορρυθμία. Η Ελλάδα διαπραγματεύθηκε και οριοθέτησε (με τη γνωστή παλινδρόμηση της ελληνοαλβανικής συμφωνίας του 2009) θαλάσσιες ζώνες με τρεις χώρες, την Ιταλία, την Αλβανία και την Αίγυπτο, που έχουν χωρικά ύδατα 12 ν.μ. ενώ η Ελλάδα είχε έως τώρα παντού χωρικά ύδατα 6 ν.μ. . Ακολούθησε ή θα ακολουθήσει η επέκταση των χωρικών υδάτων. Με την Τουρκία οι διερευνητικές επαφές επαναλαμβάνονται ενώ έχει και αυτή χωρικά ύδατα 6 ν.μ. στο Αιγαίο και στην κρίσιμη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Η ελληνική συνεπώς πρακτική που δεν αποκλείει να προηγηθεί η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, μας δίνει τώρα τη δυνατότητα να διερευνήσουμε καταρχήν την ταυτόχρονη επέκταση των χωρικών υδάτων των δυο χωρών στη Μεσόγειο, όπου οι άλλες εμπλεκόμενες με τις οριοθετήσεις χώρες έχουν προ πολλού χωρικά ύδατα 12 ν.μ. Με την επιφύλαξη προφανώς όλων των δικαιωμάτων μας για το Αιγαίο στο οποίο μπορεί, κατά το προηγούμενο με την Ιταλία και την Αίγυπτο, να προηγηθεί η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.
Τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα έχουν σημασία όταν ασκούνται και αποδίδουν αποτελέσματα. Διαφορετικά ασκείται ένας αναποτελεσματικός και ανέξοδος «ρητορικός πατριωτισμός» που αφήνει τα χρόνια να περνούν με τα δικαιώματά μας αδρανή.-
Άρθρο στα ΝΕΑ Σαββατοκύριακο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου