Ήτανε τριάντα χρόνια πριν, όταν τον είδα για
τελευταία φορά. Τύχαμε πάνω στην αστική γραμμή Θεσσαλονίκης,
ΕΛΛΑΣ-ΤΡΟΙΚΑ. Έλεγε τα κάλαντα στον κόσμο, παραμονή Χριστουγέννων,
βλέπεις. Αναψοκοκκινισμένος, όπως τον
ήξερα πάντα, χειμώνα καλοκαίρι, και το τριμμένο πανωφόρι του να
ξεχειλώνει στις τσέπες από το βάρος των κερμάτων που μάζεψε. Μια ζωή
ολόιδιος, οι εποχές περνούσαν από πάνω του μα δε τον άγγιζαν.
Τον έλεγαν Ευγένη.
Στο πρόσωπό του χαραγμένα τα χαρακτηριστικά του ευτυχισμένου και
ήρεμου ανθρώπου. Κατά πως φαινόταν δεν ήξερε τι θα πει στενοχώρια. Μόνο
νευρίαζε που και που, μα του έφευγε γρήγορα. Μια τέτοια φορά, από τις
σπάνιες, ήταν αυτή που τον έτυχα κι εγώ αγανακτισμένο.
Κατέβαινε, σχεδόν τρέχοντας, την Αντιγονιδών.
Φρέναρε λαχανιασμένος
μπροστά στο περίπτερο που δούλευα, έβαλε τα λαχεία στην τσέπη και
στριφογύρισε ανάμεσα στον κόσμο και στα τραπέζια του εστιατορίου που
απλώνονταν στο πεζοδρόμιο, με παρατεταμένη την παλάμη:
- Ο Ευγένης θέλει να πιεί έναν φραπέ, είπε δυνατά ξανά και ξανά.
Πήγε από δω, πήγε από κει, κανένας δεν του έδωσε κάτι.
- Τον G ğąΜщ%@#, την G ğąΜщ%@#( βρισιές ), δέκα εκατομμύρια Έλληνες έναν Ευγένη δεν μπορείτε να ζήσετε;
Γύρισε πίσω στο περίπτερο, πήρε έναν φραπέ, τον έσπασε, τον χτύπησε και τον ήπιε μονορούφι.
- Πόσο κάνει;
με ρώτησε.
- Ογδόντα δραχμές, τον απάντησα.
Έβγαλε μερικά κέρματα από την τσέπη του, τα μέτρησε και τα άφησε στο πάγκο. Ήτανε ακριβώς το αντίτιμο.
Ύστερα έβγαλε τα λαχεία από την τσέπη.
- Εδώ τα τυχερά λαχεία , μόνο ο Ευγένης έχει το πρώτο νούμερο.
Μόνο τέτοιες στιγμές ήταν που τον έβλεπες νευριασμένο. Γιατί όταν
του δίνανε, ήταν όλος ευτυχία και χαρά, ερχόταν στο περίπτερο άφηνε
στον πάγκο ότι του δίνανε, εκατό, διακόσιες, πεντακόσιες, χάρτινες
δραχμές τότε, έπαιρνε τον φραπέ και κτλ. και κτλ.
Ποτέ μα ποτέ δεν πήρε τα ρέστα.
Κάθε χωριό και τον τρελό του λέει ο λαός και η Θεσσαλονίκη τον Ευγένη της, έλεγαν όσοι τον γνώριζαν.
Μα τον Ευγένη δεν τον ένοιαζε, ούτε που τους άκουγε. Ήταν το σήμα
το κατατεθέν της εποχής του. Αυτός αισθανόταν βασιλιάς και ας μην είχε
στέμμα. Τον έβλεπες παντού, στα κάστρα, στο λιμάνι, στην Αρετσού, στον
Βαρδάρι. Εκεί που βάδιζε σχεδόν τρέχοντας,
σταματούσε απότομα καταμεσής στις διασταυρώσεις των δρόμων, έκανε τις
παλάμες του χωνί στο στόμα του για να ακούγεται μακρύτερα και καλύτερα
και διαλαλούσε:
- Η ψησταριά του Κυριάκου έχει τις πόρτες της ανοιχτές για όλον τον κόσμο, πρωί και βράδυ, μην διστάσετε να ’ρθείτε. Μας σνομπάρατε για λίγο και το μετανιώσατε. Το καλό φαγητό και η πείρα του παλιού, εγγύηση μας!!!.
- Το μαγαζί του κόκκινου έχει τα πιο ανόθευτα
φαγητά. Μόνοι διαλέγεται, μόνοι ψήνεται, μόνοι σας τρώτε και τον λογαριασμό τον πληρώνουν μόνο οι έχοντες και κατέχοντες!!!
Και μετά στην επόμενη και μεθεπόμενη διασταύρωση:
- Το καινούργιο μαγαζί που ανοίξαμε, δίπλα στα άλλα στην παραλιακή, σας υπόσχεται μια αξέχαστη και αξημέρωτη νύχτα. Πληρώνεται μόνο σε δικό μας νόμισμα ή και σε είδος αν προτιμάτε. Ελάτε να μας δοκιμάσετε!!!
- Ανακαινιστήκαμε, με νέα διεύθυνση, νέες ιδέες, αφήσαμε πίσω τον πράσινο ήλιο και πάμε για καινούργια. Μην το σκέπτεστε εσείς θα χάσετε!!!
- Στα άλλα μαγαζιά πήγατε και απογοητευτήκατε. Ελάτε σε μας, δίπλα και μέσα στο ποτάμι. Οι καταρράκτες είναι μακριά και τους ελέγχουμε!!!
- Μην τρώτε κουτόχορτο,
οι καθαρόαιμοι Έλληνες τρώνε μόνο εισαγόμενο κρέας και η σπεσιαλιτέ μας
το ροδοκοκκινισμένο αλλοδαπό στη δάδα!!!
Τέτοια διαλαλούσε, όπως του ζητούσανε, ο Ευγένης και το έκανε με χαρά. Άλλωστε όλοι του τάζανε ένα κατοστάρικο και ένα πιάτο φαί. Γιατί να κάνει διακρίσεις;;;;
Η αγανάκτηση του, όταν εξωτερικευόταν, απλά, ήταν κατανοητή μόνο για κείνον και ακατανόητη για τον υπόλοιπο κόσμο, γιατί πολλοί τον έλεγαν τρελό. Ήτανε όμως; - Δεν θα αφήσω εγώ να μου
πάρει τη δόξα η τρόικα! μπροστάντζα! αυτοφωράκια! κλέφτες! λωποδύτες!
καταστρέφεται την Ελλάδα, λαϊκιστές, κ.τ.λ. και πόσα άλλα.
ΌΧΙ δεν αφορούσαν αυτόν τέτοιες εκφράσεις, οι βουλευτές χαρακτηρίζονταν έτσι, χαριτολογώντας μεταξύ τους, μέσα στη βουλή των Ελλήνων, στις συνεδριάσεις τους. Οι εφιάλτες θέλουν να ξαναγυρίσουν, σώνει και καλά, στην εξουσία και εσένα θέλουν Ιφιγένεια στον βωμό των ηφαιστείων τους, το μοναδικό και πολύτιμο αποκούμπι που προσπαθούν να πιαστούν, την ψήφο σου. Τον Ευγένη δεν τον ένοιαζε αν τα μαγαζιά που διαφήμιζε ήταν μικρά ή μεγάλα και ποτέ δεν πούλησε τις αρχές και τα πιστεύω του για μία θέση στον παράδεισο της εξουσίας.
Όταν πέθανε, λένε, πως βρήκανε ότι είχε ένα καλό απόθεμα στις τράπεζες. Χώρια, λένε, πως ξοδεύτηκε πολλά όταν πάντρεψε και προίκισε την αδελφή του. Μπορεί, δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι πως το όνομα του δεν βρέθηκε σε λίστες και πως ότι είχε το έβγαλε με τον ιδρώτα του. Δεν κορόιδεψε και δεν εξαπάτησε κανέναν. Αν δεν πουλούσε λαχεία, έκανε τον κράχτη. Δεν πουλούσε ελπίδες ούτε υποσχέσεις για μια καλύτερη ζωή. Δεν έταζε ουτοπίες ούτε ήθελε να είναι μπροστάρης σε Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις εκμεταλλευόμενος την ευπιστία και την καλοπροαίρεση των συμπολιτών του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου