«Υει μεν ο Ζευς εκ δ’ οράνω μέγας
Χειμών, πεπάγασιν δ’ υδάτων ρόαι.
Χιόνι γιορτή κι άγριες φωνές
Κι εγώ ζεσταίνω τα όνειρα
Οπως φτωχοί τα κάστανα
Γ. Λίκος
Ανεβαίνοντας
την οδό Δημοκρατίας (τι κοινότοπη δημοτική ανοησία για όνομα κεντρικής
οδού την οποία πριν λέγαν Βασιλέως Γεωργίου, μαζί με τις ιδεολογικά
βλακώδεις οδούς Ειρήνης, Νίκης, Ομόνοιας, Ηρώων Πολυτεχνείου κ.λπ.) και
κατεβαίνοντας την Φον Κοζάνη, διασταύρωση με Φον Καραγιάννη, (δρόμοι
καθημερινοί που αγάπησα κι ανεβοκατεβαίνω) έμφρακτη σιδερένια, ανοιχτή
αυλή αρχαίων αγαλμάτων με κρατάει στιγμιαίως αλλά και διαρκώς.
Είναι η Αρχαιολογική Συλλογή Κοζάνης που οσημέραι ετοιμάζεται ν’ ανοίξει, για πρώτη φορά ολοκληρωμένα. Οταν δηλαδής αποφασίσει, δεν ξέρω ποιό επίσημον πρόσωπο, να έλθει δια το εγκαίνιόν της, διότι όλα αυτά τα δημόσια πανηγύρια απαιτούν (επαιτούν μάλλον) παρουσία γραβατωμένου ή και αγράβατου κυβερνητιστή.
Είναι η Αρχαιολογική Συλλογή Κοζάνης που οσημέραι ετοιμάζεται ν’ ανοίξει, για πρώτη φορά ολοκληρωμένα. Οταν δηλαδής αποφασίσει, δεν ξέρω ποιό επίσημον πρόσωπο, να έλθει δια το εγκαίνιόν της, διότι όλα αυτά τα δημόσια πανηγύρια απαιτούν (επαιτούν μάλλον) παρουσία γραβατωμένου ή και αγράβατου κυβερνητιστή.
Κοιτώ μια αρχαία λάρνακα.
Την έχω στη μνήμη από τον παλιό καιρό.
Τη γνωρίζω θέλω να πω από τα γυμνασιακά χρόνια όταν στην είσοδο της
Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης κάτω από το Δημαρχείον την καθόμασταν και
μάζευε τις γόπες των τακτικών «μελετηρών» ή και σκασιαρχούντων
μαθητοθαμώνων του χώρου (διετέλεσα παρόμοιος κι εδανειζόμουν εκεί την
3τομον Ποιητική Ανθολογία του Μιχ. Περάνθη από τον αλησμόνητο Βασίλη
Σαμπανόπουλο που διαπορών μου έλεγε: «τα καταλαβαίνεις όλα αυτά;» Φυσικά
όχι, αλλά τα ένιωθα ορισμένως με τις δυνατότητες πρόσληψης εκείνων των
χρόνων. Αλλά κι εκείνους τους εργατικούς που περίμεναν στη ζέστα της
Βιβλιοθήκης να ‘ρθουν τα λεωφορεία της ΛΙΠΤΟΛ – να τους πάρουν για το
εργοστάσιο. Οι πιό παλιοί «πελάτες» της βιβλιοθήκης τη λέγαν «Ποτίστρα».
Θα πει κανείς πως ήταν μια φιλολογική μεταφορά από μη φιλολόγια ακόμα
νεαρά όντα, κάποια από τα οποία, όμως, έλαβαν αργοτερότερον φιλολογικόν
καιρόν και κατάρτιση λαμπράν.
Είχε μια σημασία η παρονομασία της λάρνακος. Ο βιβλιοχώρος κάτω από το
Δημαρχείον και δίπλα από τα δημοτικά αφοδευτήρια «επότιζεν» με γνώσεις
τους χρήστες του, αυτούς που δεν περιέκοβαν σελίδες από τις μεγάλες
εγκυκλοπαίδειες κι εφημερίδες· πολλά χρόνια μετά εξέταζα εκ του αρμοδίου
σύνεγγυς με λύπην τέτοιες επεμβάσεις με ξυριστικές λεπίδες και ανήλικα
μαχαίρια.
Ομως υπάρχει και η ιστορία επί της αρχαιολογικής μας
«μικροπραγματείας». Η λάρναξ βρέθηκε στην κοινότητα Βέντσι ή Βάρσια νυν
Κέντρον Γρεβενών πριν τον πόλεμο. Οι γεωργοί και κτηνοτρόφοι της εποχής
και της περιοχής είδαν ότι καλόν είναι η λάρναξ να χρησιμοποιηθεί δια
τας ανάγκας τους. Την τοποθέτησαν στο κέντρον του χωριού ή κάπου εκεί
τέλος πάντων, τρύπησαν το κάτω μέρος της έκαμαν ένα μικρό αυλάκι στο άνω
της χείλος και τη γέμιζαν νερό. Εκεί επότιζαν τα μεγάλα ζώα τους βόδια,
γελάδια, μουλάρια, γαϊδούρια, άλογα – τα μικρά πρόβατα γίδια κατσίκια
και σκυλιά δεν έφταναν να πιούνε νερό απ’ αυτήν κι όποιο το επιχειρούσε,
συνήθως τα ατίθασα γίδια, έπεφταν μέσα. Ηταν δηλ. μια εν χρήσει
«Ποτίστρα» μεγάλων οικόσιτων ζώων.
Επί του αρχαιολογικού επιστημονικού τώρα αντιγράφω την περιγραφήν της λάρνακος από τις αρχαιολογικές δημοσιεύσεις.:
«Μεγάλη μαρμάρινη παραλληλεπίπεδη μονολιθική σαρκοφάγος, ελλιπής σε
μερικά σημεία, χωρίς το κάλυμά της, Ανάγλυφα κομμάτια κατά μήκους του
χείλους και της βάσης. Ανάγλυφες παραστάσεις σε δύο μόνον από τις
τέσσερις πλευρές: Βελλερεφόντου σε Πήγασο εναντίον Χίμαρας και πάνω από
αυτόν ιπτάμενης σφίγγας, στη στενή πλευρά· στη μακριά πλευρά, ανάμεσα σε
ανάγλυφες ανθεμωτές παραστάδες με κατακόρυφες γλυφές (τα πόδια της
κλίνης) δύο σκηνές κυνηγιού: αριστερά κάπρου και δεξιά ελάφου. Στο κάτω
μέρος της αριστερής παραστάδας, ανάγλυφη παράσταση παιδιού…»
Παράσταση μικρού με το όνομα Λύκος, λέει γράφει δηλαδή.
Τι να ήταν άραγε αυτός ο μικρός όμως που οι ονομαστοί αρχαιολόγοι δεν
το διευκρινίζουν. Στο χέρι του κρατάει κάτι σαν πινακίδιον ή κεραμιδικόν
της εποχής που είχε ρόλο χαρτιού. Γιατί να μην είναι όμως ο καλλιτέχνης
(όπως μου εσφύριξεν κάποιος «εμπαθής» (παθιασμένος δηλονότι περί αυτών
της υπηρεσίας μη παρεξηγηθώμεν) που έγλυψεν τα σχέδια και τη λάρνακα
(ποτίστρα) κι έβαλε την ανάγλυπτη υπογραφή του έτσι προς διαιώνησιν του
πράγματός, γιατί να έναι ανυπόγραφον το έργο άλλωστε; Το όνομα Λύκος σε
αρχαίους αγαλματοποιούς δεν υφίσταται με μια πρώτη αναζήτηση. Υπάρχει
όμως περιθώριο αναζήτησής του…
ΥΓ. Ανήμερα εορτής της αγίας Αννης (9η Δεκεμβρίου) Παρασκευή η αυλή των
τοπικών, αρχαίων θαυμάτων ανοίγει κι ανοίγεται στους πολίτες. Τους
περιμένει το εγκάρδιον διοικητικόν κι επιστημονικόν προσωπικόν της Αρχ.
Συλλογής αλλά κι οι δυτικομακεδόνισσες ελάσσονες θεότητες, όπως η ΕΝΟΔΙΑ
θεότης των σκολιών δρόμων, των μονοπατιών των σταυροδρομιών. Αλλωστε
«Σκοτεινά πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου