Μάταιος κόπος! Δουλειά δεν υπήρχε, η ανεργία τσάκιζε κόκκαλα! Έτσι περίμεναν εκεί μέχρι το μεσημέρι και επέστρεφαν πάλι στο σπίτι απελπισμένοι αλλά και ντροπιασμένοι γιατί τους έμαθαν να θεωρούν τον εαυτό τους υπεύθυνο για την ανεργία.
«Και το κοινωνικό ξέπεσμα για όποιον ήταν εργάτης και έβγαινε στο παζάρι, ανυπολόγιστο, χωρίς καμιά αξία, χωρίς καμιά υπόληψη!.... Αν πεις δε για παντρειά, κανείς δεν ήθελε το κορίτσι του να το δώσει σε εργάτη! Άντε μωρέ παλιάργατος!, έλεγαν.» αναφέρει ο Ζήσης Τσαμπούρης.
Τότε η Κοζάνη δεν είχε εργοστάσια και η εργατιά ήταν
σκορπισμένη, ανοργάνωτη σχεδόν, με ελάχιστα συνδικάτα και τα περισσότερα από
αυτά ήταν εργοδοτικά ή συντεχνιακά (ισνάφι). Το μόνο που έκαναν ήταν να
γιορτάζουν τη γιορτή τους όπως έκανε το ισνάφι των γεωργών που επικεφαλείς τους
ήταν οι τότε πλουτοκράτες της Κοζάνης. Σωματεία εργατών γης, που ήταν
εκατοντάδες, δεν υπήρχαν. Το Συνδικάτο οικοδόμων έγινε το 1932 αφού «μπήκε καθήκον»
της οργάνωσης του ΚΚΕ να δημιουργηθούν συνδικάτα σε κάθε κλάδο και να
διεκδικήσουν καλύτερα μεροκάματα, καλύτερες συνθήκες δουλειάς αλλά και οχτάωρο
γιατί τότε δούλευαν 10, 12 και 14 ώρες την ημέρα! Όσο ήθελαν τα αφεντικά,
κανένας δεν τους έλεγχε. Το Συνδικάτο οικοδόμων έγινε γρήγορα αλά την ηγεσία
του την πήραν στα χέρια τους οι εργοδότες που έπαιρναν σπίτια εργολαβία («κουτουράδα»).
Αυτούς δεν τους συνέφερε να δουλεύουν οι εργάτες οχτάωρο, ούτε ήθελαν να
αυξηθούν τα μεροκάματα. Αλλά αυτοί δεν κράτησαν για πολύ γιατί μπήκε καθήκον
της Κομματικής Οργάνωσης Κοζάνης του ΚΚΕ να παρθεί το συνδικάτο από τα χέρια
των εργοδοτών και να δοθεί σε τίμια χέρια εργατών. Μετά από κινητοποίηση των
πρωτοπόρων οικοδόμων οι εργοδότες πετάχτηκαν από τη διοίκηση. Τότε μπήκε νέο
διοικητικό συμβούλιο, με πραγματικούς και
συνειδητούς οικοδόμους. Πρόεδρος έγινε ο Νικόλας Πλακοπίτης ακούραστος και συνειδητός εργάτης. Μέλη στο Συμβούλιο ήταν ο Μανώλης Ρήγκας, ο Βασίλης της Τσιάτσ’κας (Βασίλης Χριστοδούλου αρχιτεχνίτης ξυλουργός) και άλλοι συνειδητοί οικοδόμοι. Άρχισε τότε, με αγώνες, να σταθεροποιείται σιγά -σιγά το οχτάωρο, να ανεβαίνουν τα μεροκάματα κλπ. Όμως επειδή υπήρχε αυτός ο κατακερματισμός και μεγάλη τρομοκρατία ήταν πολύ δύσκολα να οργανώσεις και να κινητοποιήσεις τους εργάτες, πόσο μάλλον τους ανέργους.
συνειδητούς οικοδόμους. Πρόεδρος έγινε ο Νικόλας Πλακοπίτης ακούραστος και συνειδητός εργάτης. Μέλη στο Συμβούλιο ήταν ο Μανώλης Ρήγκας, ο Βασίλης της Τσιάτσ’κας (Βασίλης Χριστοδούλου αρχιτεχνίτης ξυλουργός) και άλλοι συνειδητοί οικοδόμοι. Άρχισε τότε, με αγώνες, να σταθεροποιείται σιγά -σιγά το οχτάωρο, να ανεβαίνουν τα μεροκάματα κλπ. Όμως επειδή υπήρχε αυτός ο κατακερματισμός και μεγάλη τρομοκρατία ήταν πολύ δύσκολα να οργανώσεις και να κινητοποιήσεις τους εργάτες, πόσο μάλλον τους ανέργους.
Όπως αναφέραμε ο χειμώνας του 34 ήταν πολύ δύσκολος! Δεν
υπήρχαν καθόλου δουλειές μόνο το καπνομάγαζο του Καραγκούνη δούλευε, με πολλούς
καπνεργάτες, με καλό μεροκάματο και με οχτάωρο. Το Σωματείο των καπνεργατών
τότες, ήταν πολύ γερά οργανωμένο και με ταξική κατεύθυνση. Τότε μπήκε το καθήκον στην Οργάνωση να κάνουν
κινητοποιήσεις στο Νομάρχη και στο Δήμαρχο, για δουλειά, επιδόματα κλπ.
«Ο Νικόλας Πλακοπίτης
ήταν τότε απολυμένος αλλά ήταν Πρόεδρος του Συνδικάτου Οικοδόμων. Είχε βρει
μόνος του ένα, χαλασμένο από καιρό, μαγαζί, στο χασαπλειό (τα παλιά κρεοπωλεία
απέναντι από τον Άγιο Νικόλαο που στεγάζεται σήμερα ο ΟΤΕ) από πάνω, που
φοβόσουνα να μπεις μέσα από τα ξεκάρφωτα σανίδια. Κάρφωσε τα σανίδια, το
συμμάζεψε, έβαλε ένα παλιό τραπέζι και δυο καρέκλες και κάθε βράδυ καθόταν με
ένα κερί αναμμένο, πότε μόνος του και πότε με κάποιους άλλους, έτσι για να
φαίνεται (και να ακούγεται) ότι λειτουργεί γραφείο του Συνδικάτου οικοδόμων. Ο
Νικόλας είχε τελειώσει μόνο το Δημοτικό αλλά η αποφασιστικότητά του και η
πρωτοβουλία για δράση ήταν πολύ μεγάλη. Άντρας κανονικού αναστήματος,
γεροδεμένος, που οι πλάτες και οι ώμοι του μοιάζανε με βράχια» γράφει ο Ζήσης Τσαμπούρης στο βιβλίο
του «τα τετράδια της μνήμης» και
συνεχίζει:
«Μια βραδιά, -θα ΄ταν τρεις βδομάδες πριν τα Χριστούγεννα-, ο
Νικόλας μας φωνάζει, τον Τσουρτσούλα Γιάννη, τον Αλέκο Σακαλή, το Λιόλιο
καραπέτσα κι εμένα. Ακούστε! Μας λέγει.
“Εδώ θα πρέπει να γίνει μεγάλη κινητοποίηση. Να δείξουμε στο λαό το δρόμο του. Ελεημοσύνη από τους πλούσιους και βοήθεια από το θεό δεν πρέπει να περιμένουμε. Αύριο στο εργοστάσιο του Καραγκούνη, που έχει πολύ δουλειά στα καπνά, θα πρέπει να πιάσουν δουλειά ακόμα τριακόσια άτομα!” Εμείς κοιταχτήκαμε στα μάτια. Μα πώς; Αναρωτηθήκαμε. Εκείνη την ώρα ήρθε και ο αδερφός μου ο Βαγγέλης και ο Ρήγκας. “Να πως!” Λέγει ο Νικόλας. “Θα βγούμε έξω στο παζάρι, που περιμένουν εκατοντάδες εργάτες να βρούνε δουλειά και θα τους πούμε: Αύριο πρωί, όποιος θέλει να δουλέψει να ΄ρθει έξω από του Καραγκούνη το καπνομάγαζο. Θα πιάσουν δουλειά 300 άτομα. Έτσι κανόνισε το Συνδικάτο Οικοδόμων!.... Ο κόσμος τότες, θα βγει όλος έξω, κι αν ο Καραγκούνης δε μας δώσει δουλειά θα κινητοποιήσουμε τον κόσμο στη Νομαρχία”.»
“Εδώ θα πρέπει να γίνει μεγάλη κινητοποίηση. Να δείξουμε στο λαό το δρόμο του. Ελεημοσύνη από τους πλούσιους και βοήθεια από το θεό δεν πρέπει να περιμένουμε. Αύριο στο εργοστάσιο του Καραγκούνη, που έχει πολύ δουλειά στα καπνά, θα πρέπει να πιάσουν δουλειά ακόμα τριακόσια άτομα!” Εμείς κοιταχτήκαμε στα μάτια. Μα πώς; Αναρωτηθήκαμε. Εκείνη την ώρα ήρθε και ο αδερφός μου ο Βαγγέλης και ο Ρήγκας. “Να πως!” Λέγει ο Νικόλας. “Θα βγούμε έξω στο παζάρι, που περιμένουν εκατοντάδες εργάτες να βρούνε δουλειά και θα τους πούμε: Αύριο πρωί, όποιος θέλει να δουλέψει να ΄ρθει έξω από του Καραγκούνη το καπνομάγαζο. Θα πιάσουν δουλειά 300 άτομα. Έτσι κανόνισε το Συνδικάτο Οικοδόμων!.... Ο κόσμος τότες, θα βγει όλος έξω, κι αν ο Καραγκούνης δε μας δώσει δουλειά θα κινητοποιήσουμε τον κόσμο στη Νομαρχία”.»
Συμφώνησαν όλοι ότι το σχέδιο ήταν καλό και η κατάσταση
ευνοούσε για να γίνει η κινητοποίηση. Βγήκαν όλοι έξω στο παζάρι και διέδωσαν
το σχέδιο: όποιος ήθελε δουλειά να γραφτεί στην κατάσταση και ότι αυτή ήταν η
συμφωνία του Συνδικάτου Οικοδόμων με τον Καραγκούνη. Φυσικά τέτοια συμφωνία δεν
υπήρχε αλλά με την κινητοποίηση που έγινε το έμαθε όλη η Κοζάνη. Είχαν δώσει το
ραντεβού, την άλλη μέρα το πρωί στις εφτά ή ώρα έξω από την αποθήκη του Καραγκούνη.
Όχι από τις εφτά αλλά από τις πέντε η ώρα το πρωί, παρότι είχε χιόνι και
τρομερή παγωνιά, είχαν συγκεντρωθεί μεγάλο πλήθος κόσμου, ανέργων. Ταυτόχρονα όμως είχε έρθει και όλη η
χωροφυλακή της Κοζάνης. Κατά τις οκτώ η ώρα ήρθε και ο Καραγκούνης και όταν
είδε τόσο κόσμο σάστισε. Ο Πλακοπίτης του είπε ότι πρέπει να πιάσουν δουλειά
σήμερα άλλα 300 άτομα. Ο Καραγκούνης απάντησε ότι θα μπορούσε να δώσει δουλειά
σε άλλα 300 άτομα αλλά δεν του το
επιτρέπουν το Υπουργείο και το Τ.Α.Κ (Ταμείο Ασφάλισης Καπνεργατών) Τον Καραγκούνη αυτό τον συνέφερε γιατί θα
πλήρωνε το μισό μεροκάματο που για τις καπνεργάτριες ήταν 40 δραχμές και των
καπνεργατών 100 αλλά είπε πως ήθελε εντολή από το Νομάρχη. Όλοι κατσούφιασαν
αλλά ο Πλακοπίτης ανεβαίνει σ έναν πάγκο και τους μιλάει φωναχτά: «Δουλειά
υπάρχει, μα πρέπει να δοθεί εντολή από τον Νομάρχη, γι αυτό όπως είμαστε
μαζεμένοι να πάμε στη Νομαρχία.»
Η πρώτη μαζική διαδήλωση στην Κοζάνη ξεκίνησε για τη Νομαρχία
και αποτελούνταν από τουλάχιστον 800 άτομα. Όμως στο ξεκίνημα άρχισε και η
Χωροφυλακή να παίζει «το ρόλο της». Άρχισαν
να απειλούν και να τρομοκρατούν τον κόσμο. Κάποιοι δείλιασαν και γύρισαν πίσω.
Ο Πλακοπίτης με τους άλλους συντρόφους του ενθάρρυνε και εμψύχωνε τον κόσμο. Οι
χωροφύλακες τους βρίζουν και τους απειλούν. Μέσα σ αυτόν τον ορυμαγδό φεύγουν
σχεδόν οι μισοί αλλά οι υπόλοιποι συνεχίζουν την πορεία προς τη Νομαρχία. Η
διαδήλωση φτάνει στη Νομαρχία και στέλνει μια τριμελή επιτροπή στο Νομάρχη για
διαπραγματεύσεις. Ο Νομάρχης τους
απειλεί πως θα τους συλλάβει και θα τους κλείσει «μέσα»! Τους είπε να διαλυθούν
και να πάνε στα σπίτια τους. Όλοι απογοητεύτηκαν σαν είδαν ότι και η τελευταία τους
ελπίδα για δουλειά χάθηκε.
Τότε παρεμβαίνει ο Πλακοπίτης, ανεβαίνει στο φτερό μιας
ταξούφκας (Ταξί) και με βροντερή φωνή τους λέει: «Να μη διαλυθεί κανείς. Επιτροπή
δεν είναι αυτοί που πήγαν μέσα, εμείς είμαστε! Δεν είμαστε εγκληματίες δουλειά
ζητάμε!» Φωνάζει τον Αλέκο Σακαλή, τον Τσουρτσούλα Γιάννη και τον Ζήση
Τσαμπούρη και ξεκινάν αυτοί ως Επιτροπή για να πάνε στον Νομάρχη. Ο Χωροφύλακας
φρουρός δεν τους αφήνει να περάσουν. Ο Νικόλας Πλακοπίτης που ήταν ατσαλένιος
στη δύναμη τον παραμερίζει σαν πούπουλο και μπαίνουν μέσα. Ο Πλακοπίτης παίρνει απευθείας το λόγο: «Κύριε
Νομάρχα, είμαστε αντιπρόσωποι του λαού. Ο Χειμώνας πλάκωσε άγριος. Δεν έχουμε
ψωμί. Ζητάμε δουλειά! Ο Καραγκούνης μπορεί να πάρει 300 άτομα, ζητάει εντολή
από σας!»
Ο Νομάρχης «άστραψε και βρόντηξε» και τους λέει αγριεμένα και
θυμωμένα: «Εσείς είστε οι υπεύθυνοι της
κινητοποίησης; Ο Καραγκούνης μπορεί να έχει δουλειά, όμως η υπόθεση είναι του
Υπουργείου και ιδιαίτερα του Τ.Α.Κ. κι εγώ δεν μπορώ να επέμβω. Εκείνο που θέλω
είναι να διαλυθείτε αμέσως κι εγώ θα στείλω επιστολή στο Υπουργείο και μετά από
λίγες μέρες θα σας απαντήσω.»
«Όχι κύριε Νομάρχα» του λέει ο Πλακοπίτης «θα μιλήσετε αμέσως τώρα με το
τηλέφωνο και θα πιάσουμε σήμερα κιόλας δουλειά!» Ο Νομάρχης θύμωσε,
φύσηξε, ξεφύσηξε μα ο Νικόλας αγέρωχος και φοβερός έστεκε μπροστά του και τον
ανάγκασε να τηλεφωνήσει στο Υπουργείο. Και η εντολή ήρθε αμέσως από το
Υπουργείο: «Να πιάσουν δουλειά 300 εργάτες στο καπνομάγαζο του Καραγκούνη!»
Σαν βγήκε έξω η Επιτροπή, ο Πλακοπίτης μίλησε στους
συγκεντρωμένους: «Αδέρφια, είχαμε δίκιο και νικήσαμε και θα νικάμε πάντα αν είμαστε
ενωμένοι»
Τα αυτιά όλων γελούσαν από την επιτυχία! Στο καπνομάγαζο
πιάσανε δουλειά 300 εργάτες και κάθε τρεις μέρες άλλαζαν για να δουλέψουν όλοι,
να πιάσουν πέντε φράγκα για να μπορέσουν να κάνουν κάπως ανθρώπινα Χριστούγεννα
αφού στα σπίτια τους έλλειπε ακόμα και το ψωμί!
Ο Νικόλας έδωσε τη θέση του σε άλλον αλλά μετά από μερικές
μέρες στέλνονταν για δεύτερη ή για Τρίτη φορά στην εξορία. Οι σύντροφοί του δεν
μπόρεσαν να κάνουν τις ανάλογες κινητοποιήσεις για να τον γλυτώσουν. Έτσι η
γριά μάνα του και η αδερφή του θα ξαναμείνουν μόνες. Αφέθηκε ελεύθερος τον
Φλεβάρη του 36 με τη γενική πολιτική
αμνηστία που δόθηκε για να ξαναπιαστεί πάλι με τη δικτατορία του Μεταξά στην
Έκθεση της Θεσσαλονίκης το 1936 με υπόδειξη από τους Τριεψιλίτες (ακροδεξιά
οργάνωση ΕΕΕ) και μετέπειτα φασίστες Β.Γ, Π.Δ, και Χ.Δ, Κοζανίτες και οι τρεις.
Έμεινε χρόνια στις
εξορίες και στις φυλακές και ο οικοδόμος από την Κοζάνη εκτελέστηκε στο Σκοπευτήριο
της Καισαριανής, μαζί με τους διακόσιους, για να ξημερώσει και στην Ελλάδα μια
μέρα χωρίς πείνα και πολέμους, τραβώντας μπροστά το χορό και τραγουδώντας:
«Έχε γεια καημένη μάνα,
έχε γεια γλυκιά
ζωή!..»
Για την αντιγραφή
και επιμέλεια: Στέφανος Πράσσος
(Σ.Σ –Όλες οι
πληροφορίες και τα κείμενα προέρχονται από το βιβλίο: «ΤΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ-
Το εργατικό κίνημα στην Κοζάνη 1930-1943» του Ζήση Τσμπούρη από τις εκδόσεις Παρέμβαση.)
(Σ.Σ2 – Ο σκοπός της δημοσίευσης αυτών των κειμένων εκτός από την απόδοση τιμής στη
μνήμη αυτών των πρωτοπόρων κομμουνιστών εργατών είναι κυρίως για να μάθουμε και
να διδαχτούμε οι νεώτεροι από τους αγώνες των παλιότερων. Οι ομοιότητες εκείνης
της εποχής, τηρουμένων των αναλογιών, με τη σημερινή δεν απέχουν και πολύ. Αν
σήμερα φοβόμαστε να βγούμε στους αγώνες για να μη χάσουμε τη δουλειά μας {που
και δουλειά δεν είναι} ας σκεφτούμε πως έβγαιναν εκείνη την εποχή οι άνθρωποι
που όχι μόνο τη δουλειά τους έχαναν, στιγματίζονταν, τους έστελναν στις εξορίες
και στις φυλακές, αλλά έχαναν ακόμα και τη ζωή τους όπως ο Νικόλας
Πλακοπίτης..)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου