Κυρίες και κύριοι Βουλευτές
Πριν από πέντε μήνες ψηφίσατε για τη συγκρότηση Ειδικής
Κοινοβουλευτικής Επιτροπής προς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης με
στόχο τη διερεύνηση των αδικημάτων της νόθευσης εγγράφου και παράβασης
καθήκοντος στο πρόσωπό μου.
Η Προανακριτική Επιτροπή έχει πραγματοποιήσει δεκάδες πολύωρες
συνεδριάσεις και έχει εξετάσει πολυάριθμους μάρτυρες, προκειμένου να
αποφανθεί για το αδίκημα της αλλοίωσης για το οποίο θεωρήθηκα ύποπτος.
Και ξαφνικά αλλάξαμε θέμα συζήτησης. «Ανακαλύφθηκε» δήθεν καινούριο αδίκημα.
Για όσα διερευνά η Προανακριτική Επιτροπή θα τοποθετηθώ όταν κληθώ –
και αφού φυσικά μου δοθεί η δυνατότητα να λάβω γνώση της πλήρους
δικογραφίας, η οποία σήμερα δεν είναι εις γνώση μου. Και βέβαια θα
τοποθετηθώ στην Ολομέλεια της Βουλής επί του τελικού πορίσματος της
Επιτροπής.
Σήμερα η Ολομέλεια καλείται να αποφασίσει εάν θα αναθέσει στην
Προανακριτική Επιτροπή την εξέταση επιπλέον του αδικήματος της απιστίας.
Επ’αυτού θα τοποθετηθώ.
Πριν το κάνω όμως, θα ήθελα πρώτα να κάνω μερικές παρατηρήσεις σχετικά με το έργο της Επιτροπής.
Μιας επιτροπής της οποίας τα μέλη υποτίθεται πως πρέπει να επιτελούν αποστολή εισαγγελικού λειτουργού.
Αλλά όλοι πλέον έχουν καταλάβει πως οι βασικές αρχές κάθε
εισαγγελικής διαδικασίας, η μυστικότητα, η χωρίς προκατάληψη εξέταση των
πραγματικών στοιχείων, η απαραίτητη αμεροληψία, η αίσθηση του δικαίου
έχουν πεταχθεί στα σκουπίδια.
Επί τόσους μήνες, καταγράφεται σε εφημερίδες και ηλεκτρονικά μέσα μία
συστηματική προσπάθεια κατασκευής ενοχής. Με καθημερινές στοχευμένες
διαρροές από καταθέσεις που – υποτίθεται – γίνονται με μυστικότητα. Κατά
έναν εντυπωσιακό τρόπο, όλοι οι μάρτυρες «καίνε τον Παπακωνσταντίνου».
Μόνο αυτό μαθαίνουμε από τις διαρροές των μελών της Επιτροπής. Όλες οι
μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν τον χειρισμό που έκανα και όλους τους
ισχυρισμούς μου απλώς αποσιωπούνται και αγνοούνται επιδεικτικά.
Και βέβαια, για την περίπτωση όπου οι επιλεκτικές διαρροές δεν αρκούν
για να δημιουργήσουν το επιθυμητό κλίμα στην κοινή γνώμη, τα ίδια τα
μέλη της Προανακριτικής (όχι όλα ευτυχώς, αλλά πολλά), εκδράμουν στα
κανάλια την επομένη των καταθέσεων για να εξηγήσουν γιατί είμαι εκ
προοιμίου ένοχος.
Δεκάδες είναι οι εμφανίσεις μελών της Επιτροπής στα ΜΜΕ στις οποίες
αναφέρονται στις εν εξελίξει εργασίες. Στις οποίες προδικάζουν πριν
υπάρξει πόρισμα. Επιχειρούν να εμπεδώσουν στην κοινή γνώμη τη βεβαιότητα
της ενοχής μου. Ώστε όταν καταθέσει το πόρισμά της η Επιτροπή, η ενοχή
μου να θεωρείται κάτι παραπάνω από δεδομένη και κατά συνέπεια δεδομένος
και ο χειρισμός του τόσο από τη Βουλή όσο και από τη Δικαιοσύνη.
Ακόμα και σήμερα, κάποια μέλη της Επιτροπής στις ομιλίες τους δεν κράτησαν καν τα προσχήματα.
Δεν θυμάμαι στο παρελθόν παρόμοιο ευτελισμό της διαδικασίας μίας
επιτροπής που προβλέπεται από το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής.
Σε αντίθεση με τα μέλη της Προανακριτικής, εγώ όσο διαρκεί αυτή η
διαδικασία, ό,τι έχω να πω το λέω εδώ μέσα. Όχι στα κανάλια και τις
εφημερίδες.
Έρχομαι τώρα στη σημερινή πρόταση για τη διεύρυνση του κατηγορητηρίου σε βάρος μου.
Ερώτημα: γιατί ενώ η μέχρι τώρα έρευνα αφορούσε στην αλλοίωση των
στοιχείων, προκύπτει τώρα η ανάγκη αυτής της πρότασης; Γιατί ενώ ανάλογη
πρόταση απορρίφθηκε πριν πέντε μήνες από την Ολομέλεια σήμερα
επανέρχεται;
Η πρόταση αναφέρει ότι «κατά τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής
εξέτασης… προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις διάπραξης του αξιοποίνου
αδικήματος της απιστίας».
Ποιες είναι αυτές οι «σοβαρές ενδείξεις» που υποτίθεται ότι
προέκυψαν; Η επιστολή που συνόδευε το αρχικό CD που ήρθε από τη Γαλλία.
Είναι νέα πληροφορία αυτή; Δεν την ξέραμε νωρίτερα;
Φυσικά και την ξέραμε. Από τον περασμένο Οκτώβριο. Γιατί εγώ πρώτος
και εξαρχής αναφέρθηκα σε αυτήν. Στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας στη
Βουλή. Όπως και στην κατάθεσή μου στον Οικονομικό Εισαγγελέα.
Είχα πει τότε στη Βουλή: «…παραδόθηκε δια της διπλωματικής οδού στο
Υπουργείο Οικονομικών ένα ψηφιακό αρχείο -ένα CD- χωρίς διακριτικά και
με ένα συνοδευτικό σημείωμα υπογεγραμμένο από Γάλλο αξιωματούχο, το
οποίο ζητούσε τη διαχείριση των στοιχείων με μυστικότητα». Και έγινε
μάλιστα τότε ολόκληρη συζήτηση επ’αυτού.
Άρα δεν είναι νέο στοιχείο η επιστολή. Την ξέραμε. Ούτε ζητήθηκε με
την επανάληψη της αποστολής των στοιχείων πέρσι τον Δεκέμβριο από τους
Γάλλους. Απλώς κάποιους δεν βόλευε τότε η κατηγορία της απιστίας. Ενώ
τώρα αισθάνονται την ανάγκη να την επιστρατεύσουν.
Τι διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας την επιστολή; Σημαντικά πράγματα –
που η πρόταση σήμερα όμως επιλέγει να αγνοήσει, αντιστρέφοντας τα
προφανή που προκύπτουν. Ποια είναι αυτά;
Το πρώτο είναι ότι στην επιστολή – όπως έχει πλέον δημοσιευτεί σε
ηλεκτρονικά μέσα – επιβεβαιώνεται αυτό που έχω πει από την αρχή: ότι τα
στοιχεία που μας στέλνονται πρέπει να κρατηθούν «απόρρητα», μυστικά.
Προσέξτε, όχι «εμπιστευτικά», όπως –κακώς- έχει μεταφραστεί. Η Γαλλική
λέξη στην πρωτότυπη επιστολή είναι secret, όχι confidentiel – και δεν
αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας. Και είναι ειλικρινά απορίας άξιον
πως η υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών επέλεξε να την μεταφράσει ως
«εμπιστευτικά».
Το δεύτερο πράγμα που διαπιστώνει κανείς είναι ότι οι Γάλλοι δεν
πρωτοκόλλησαν την επιστολή που μας έστειλαν! Πολύ απλά, η επιστολή για
την οποία έγινε τόση φασαρία δεν έχει πρωτόκολλο! Και αυτό το στοιχείο
αποσιωπήθηκε παντελώς! Γιατί άραγε;
Έχει γίνει τόση συζήτηση γιατί δεν πρωτοκολλήθηκε σε εμάς, και ουδείς
ενδιαφέρεται να αναρωτηθεί: γιατί άραγε δεν πρωτοκόλλησαν την επιστολή
τους οι Γάλλοι; Το ξέχασαν; Κατά λάθος; Πως και έχει πρωτόκολλο η
πρόσφατη επιστολή του Γάλλου Υπουργού Οικονομικών στον Έλληνα ομόλογό
του που διαβιβάζει την επιστολή του 2010 αλλά η ίδια αυτή η αρχική
επιστολή του 2010 δεν έχει πρωτοκολληθεί;
Τρίτο πράγμα που διαπιστώνει κανείς: πουθενά στην επιστολή δεν
περιγράφονται τα στοιχεία που μας έχουν σταλεί. Προσέξτε τη διατύπωση
στην επιστολή, τη διαβάζω: «βρείτε συνημμένα τα αιτηθέντα στοιχεία»!
Πουθενά δεν λέει «σας στέλνουμε τα στοιχεία Ελλήνων καταθετών στην
HSBC». Γιατί άραγε; Τους ξέφυγε κι αυτό;
Εν κατακλείδι το έγγραφο των Γάλλων το οποίο υποτίθεται ότι με «καίει» και υποτίθεται ότι δικαιολογεί την σημερινή πρόταση:
Πρώτον, είναι μια επιστολή χωρίς πρωτόκολλο. Διόλου συνηθισμένο για
φορολογική αρχή να επικοινωνεί χωρίς πρωτόκολλο και μάλιστα για την
διαβίβαση τόσο ευαίσθητων στοιχείων.
Δεύτερον, η επιστολή δεν αναφέρεται πουθενά στο περιεχόμενο των
στοιχείων που διαβιβάζονται. Δεν υπάρχει ούτε λέξη για Έλληνες καταθέτες
ή για HSBC ή για Ελβετία. Παρά μόνο ένα ξερό «βρείτε συνημμένα τα
αιτηθέντα στοιχεία»! Ποια στοιχεία; Κουβέντα! Γιατί προφανώς οι
συντάκτες της δεν θέλουν να παραδεχτούν εγγράφως τι περιέχει το CD.
Έχει ξαναδεί ποτέ κάποιος από εσάς επιστολή δημόσιας αρχής που να
λέει «σας αποστέλλουμε τα αιτηθέντα στοιχεία»; Χωρίς να τα περιγράφει;
Χωρίς να λέει τι είναι αυτό που διαβιβάζει; Ποτέ! Αρκεί να διαβάσει
κανείς την τωρινή -επίσημη και με πρωτόκολλο- επιστολή του κ. Μοσκοβισί
και να κάνει τη σύγκριση για να καταλάβει. Τώρα που το θέμα πήρε
δημοσιότητα και έκταση, η επιστολή του κ. Μοσκοβισί κάνει ρητά λόγο σε
πληροφορίες για «Έλληνες καταθέτες που αναφέρονται στη “λίστα HSBC”». Η
αρχική επιστολή δεν αναφέρει τίποτε από όλα αυτά. Και φυσικά, αυτό δεν
έγινε τυχαία.
Και τρίτον, λέει φυσικά ότι τα στοιχεία πρέπει να παραμείνουν απόρρητα/μυστικά.
Πραγματικά θεωρώ ευτύχημα το ότι βρέθηκε αυτή η επιστολή.
Επειδή τεκμηριώνει έναν προς έναν όλους τους μέχρι σήμερα ισχυρισμούς
μου. Επιβεβαιώνει ότι από την πρώτη στιγμή είπα την αλήθεια, ότι δεν
είχα κρύψει απολύτως τίποτα, ούτε για την ύπαρξη, ούτε για το
περιεχόμενο και το νόημα της εν λόγω επιστολής.
Ερώτημα: γιατί η σημερινή πρόταση που επιχειρεί να θεμελιώσει το
αδίκημα της απιστίας δεν λέει τίποτα από όλα αυτά; Δεν τα αξιολογεί ως
σημαντικά; Ή απλώς λειτουργεί επιλεκτικά μόνο και μόνο για να στηρίξει
μία κατηγορία;
Σε τι εστιάζει η πρόταση που σας καλούν να ψηφίσετε; Σε δύο στοιχεία.
Το πρώτο είναι η αναφορά στην περίφημη επιστολή στη σύμβαση ανταλλαγής
φορολογικών πληροφοριών μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας και την αντίστοιχη
Κοινοτική Οδηγία.
Ποια η ανακάλυψη, απορώ; Τι άλλο θα μπορούσαν να επικαλεστούν οι
Γαλλικές αρχές για να διαβιβάσουν τα εν λόγω στοιχεία τα οποία μάλιστα
δεν κατονομάζουν τι είναι; Θα μπορούσε να γράφει κάτι άλλο το κείμενο;
Όταν μάλιστα στην επιστολή του ΓΓ κ. Πλασκοβίτη που προηγήθηκε γίνεται
μνεία σε αυτό το πλαίσιο ανταλλαγής πληροφοριών;
Ας σταθούμε εδώ. Σε τι ακριβώς αναφέρεται αυτή η σύμβαση; Αναφέρεται
μήπως σε φορολογικά στοιχεία Ελλήνων πολιτών με καταθέσεις σε τρίτο
κράτος (την Ελβετία), τα οποία η Γαλλία έχει στην κατοχή της με τρόπο
παράνομο; Όχι βέβαια. Δεν το γνωρίζουν αυτό οι Γάλλοι; Φυσικά και το
γνωρίζουν. Γι αυτό και δεν αναφέρονται στο τι διαβιβάζουν.
Το δεύτερο στοιχείο είναι η χρήση: μας στέλνονται λέει, και αυτό παρουσιάζεται ως μεγάλη αποκάλυψη, «για φορολογική χρήση».
Και πάλι ορισμένοι παριστάνουν τους έκπληκτους! Για το αυτονόητο και
προφανές! Φυσικά γι αυτό μας στέλνονται. Για τι άλλο; Για αυτό το σκοπό
δεν τα ζήτησα; Και αυτήν ακριβώς τη χρήση έκανα! Δίνοντας τα πρώτα 20
ονόματα στον κ. Καπελέρη για έλεγχο. Κάνοντας σύσκεψη για την καλύτερη
δυνατή αξιοποίηση. Συζητώντας για το ζήτημα αυτό με τον κ. Νικολούδη,
τον εισαγγελέα επικεφαλής της Αρχής για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Και δίνοντας όλα τα στοιχεία στον κ. Διώτη για να κάνει πλήρη φορολογική
έρευνα.
Φορολογική χρήση φυσικά δεν σημαίνει ούτε δημοσιοποίηση ούτε
επισημοποίηση κατοχής. Δεν σημαίνει «διαρρέω όλα τα στοιχεία στις
εφημερίδες». Ούτε σημαίνει «νίπτω τα χείρας μου» δίνοντάς τα ως επίσημα
στοιχεία στην υπηρεσία και αν δεν γίνει τίποτα δεν με νοιάζει, γιατί εγώ
έχω καλύψει τον εαυτό μου. Σημαίνει αντίθετα να φροντίσει κανείς για
την καλύτερη δυνατή χρήση, δεδομένης της ιδιαιτερότητας που είχαν τα
στοιχεία αυτά.
Τι μας λέει λοιπόν τελικά αυτή η περίφημη επιστολή και ο τρόπος με τον οποίο ήρθε;
Μας λέει ότι οι Γάλλοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα στοιχεία αυτά είναι
προϊόν υποκλοπής και άρα δεν μπορούν παρά να τα χειριστούν με ιδιαίτερη
προσοχή. Ανταποκρίνονται μεν στο ελληνικό αίτημα να μας τα δώσουν, αλλά
για λόγους προφύλαξης το κάνουν χωρίς να περιγράφουν τι δίνουν,
τονίζοντας ότι σε κάθε περίπτωση αυτά που δίνουν είναι «απόρρητα» και
χωρίς η διαβίβαση να αποτελέσει επίσημη αλληλογραφία με πρωτόκολλο
μεταξύ των αρμοδίων Υπουργείων Ελλάδας και Γαλλίας.
Αυτή είναι και η συνεννόηση που έχει γίνει. Οι Γάλλοι μάλιστα μας
τόνισαν την ανάγκη για διακριτικότητα, ώστε να μην διαταραχθούν οι
σχέσεις Γαλλίας και Ελβετίας.
Γιατί δεν αναφέρονται αυτά στην πρόταση που έχει έρθει σήμερα για
ψήφιση; Γιατί πολύ απλά δεν βολεύουν την προσπάθεια ενοχοποίησής μου.
Μετά τις επιλεκτικές διαρροές, τώρα έχουμε και επιλεκτική ενημέρωση της
Βουλής. Πλήρης απαξίωση των δικαιωμάτων μου και των διαδικασιών της
Προανακριτικής αλλά και του ίδιου του Κοινοβουλίου.
Εδώ πρέπει όμως να αναφερθώ και στο τελευταίο και πιο πρόσφατο
στοιχείο που υποτίθεται «με αποτελειώνει» όπως λένε κάποιοι. Την αρχική
επιστολή του ΓΓ κ. Πλασκοβίτη στην οποία ανταποκρίθηκαν οι Γάλλοι και η
οποία κατατέθηκε στην επιτροπή από τον πρέσβυ κ. Χαλαστάνη. Τι λέει αυτή
η επιστολή; Επιβεβαιώνει ακριβώς όσα έχω πει!
Όποιος κάνει τον κόπο να την ψάξει στα ηλεκτρονικά μέσα και να την
διαβάσει θα δει ότι πουθενά στην επιστολή δεν γίνεται μνεία των
συγκεκριμένων στοιχείων από την τράπεζα HSBC. Ζητείται «πληροφόρηση
σχετικά με τραπεζικές καταθέσεις που ανήκουν σε Έλληνες πολίτες και
επιχειρήσεις σε Ελβετικές τράπεζες». Γιατί αυτό; Γιατί προφανώς δεν
είναι δυνατόν να γίνει συγκεκριμένη αναφορά σε στοιχεία που όλοι
γνωρίζουν πως οι Γάλλοι κατέχουν παράνομα!
Και φυσικά, ούτε η επιστολή του κ. Πλασκοβίτη έχει πρωτόκολλο. Τόσο επίσημη αλληλογραφία!
Συνοψίζω λοιπόν τον χειρισμό μου. Ζητώ από τη Γαλλίδα ομόλογό μου κα.
Λαγκάρντ να μας δώσει τα εν λόγω στοιχεία. Εκείνη αποδέχεται το αίτημά
μου, αλλά μου επισημαίνει τον απόρρητο, τον μυστικό χαρακτήρα τους.
Παραλαμβάνω μία μη πρωτοκολλημένη επιστολή από το Γαλλικό Υπουργείο
Οικονομικών που δεν απευθύνεται σε εμένα ή στο Υπουργείο Οικονομικών,
και στην οποία επαναλαμβάνεται ρητά ότι τα στοιχεία είναι «απόρρητα»,
μυστικά, σε τέτοιο βαθμό που η επιστολή δεν περιγράφει καν τι αφορούν τα
εν λόγω στοιχεία.
Δεν πρωτοκολλώ γιατί δεν θέλω και δεν πρέπει να υπάρχει παραδοχή
επίσημης κτήσης των παράνομων στοιχείων αυτών από την ελληνική διοίκηση.
Αλλά όμως δίνω τα στοιχεία για φορολογική αξιοποίηση στον επικεφαλής
του αρμοδίου οργάνου, του ΣΔΟΕ. Καταρχάς τα 20 ονόματα με τις
μεγαλύτερες καταθέσεις, και στη συνέχεια το σύνολο.
Εξάλλου, με τέτοια μεροληπτική στάση ενοχοποίησής μου, φανταστείτε τι
θα γινόταν αν είχα χειριστεί το θέμα διαφορετικά. Αν πχ είχα διαβιβάσει
επισήμως τα στοιχεία στο ΣΔΟΕ, φαντάζομαι το χορό που θα στηνόταν από
τους καλοθελητές: «γκάφα Παπακωνσταντίνου, έδωσε στο ΣΔΟΕ για έλεγχο
παράνομα στοιχεία/προϊόν υποκλοπής που ήξερε ότι δεν μπορούσαν να
χρησιμοποιηθούν επισήμως και τα έκαψε, αντί αυτά να χρησιμοποιηθούν ως
εμπιστευτικές πληροφορίες».
Εγώ λοιπόν έδωσα τα στοιχεία για «φορολογική χρήση» – και με τον
σωστό τρόπο δεδομένης της φύσης τους. Και μιας και συζητάμε το
ενδεχόμενο αδίκημα της απιστίας λόγω μη χρήσης των στοιχείων, το ερώτημα
είναι: άλλοι μετά από εμένα γιατί δεν τα αξιοποίησαν; Γιατί αποφάνθηκαν
ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν «για φορολογική χρήση» τα στοιχεία;
Γιατί έβαλαν τη λίστα στο συρτάρι τους;
Από τη στιγμή που δημοσιοποιήθηκε η επιστολή των Γάλλων παρακολούθησα
με κατάπληξη τις αντιδράσεις του κ. Διώτη και του κ. Βενιζέλου. «Αν
ήξερα το πώς ήρθε η επιστολή θα την χειριζόμουν διαφορετικά», λέει ο
ένας. «Ουδέποτε ενημερώθηκε ο κ. Βενιζέλος…» ακούμε από το ΠΑΣΟΚ.
Σοβαρολογούμε; Τους εμπόδισε η έλλειψη του χαρτιού των Γάλλων για να
αξιοποιήσουν τις πληροφορίες αυτές, την ώρα που το ΣΔΟΕ μπορεί και
οφείλει να αξιοποιεί ακόμα και ανώνυμες πληροφορίες;
Γιατί τα στοιχεία αυτά παραδόθηκαν από τον κ. Διώτη στο διάδοχό μου
Υπουργό Οικονομικών και μετά καταχωνιάστηκαν σε ένα συρτάρι επί 16
ολόκληρους μήνες; Ποιον κοροϊδεύουμε εδώ πέρα;
Και αλήθεια, αυτό ήταν το πρόβλημα; Τότε γιατί δεν με ρωτούσαν να
τους διευκρινίσω πως ακριβώς ήρθαν τα στοιχεία; Τηλέφωνα δεν υπήρχαν;
Γιατί δεν σήκωνε το τηλέφωνο ο κ. Διώτης να μου πει «Υπουργέ
προβληματίζομαι πώς να τα χρησιμοποιήσω τα στοιχεία που μου έδωσες. Μου
ξαναλές πώς τα πήρες; Κανένα χαρτί είχαμε;»
Και γιατί δεν σήκωσε το τηλέφωνο ο κ. Βενιζέλος; Ή γιατί δεν με
ρώτησε στο περιθώριο των αναρίθμητων συσκέψεων που βρεθήκαμε από κοινού
«πού τα βρήκες αυτά τα στοιχεία που έδωσες στο Διώτη και δεν ξέρουμε
τώρα τι να τα κάνουμε»; Ή αν δεν ήθελε να ρωτήσει εμένα γιατί δεν ρώτησε
την κα. Λαγκάρντ με την οποία είχε τακτικές συναντήσεις στα Συμβούλια
Υπουργών Οικονομικών εν πάση περιπτώσει;!
Και καθώς αναφέρομαι στον κ. Βενιζέλο ο οποίος είχε στη διάθεσή του
επί τόσους μήνες το περίφημο USB, πιστεύοντας – όπως ισχυρίζεται – ότι
πρόκειται για αντίγραφο και ότι το ΣΔΟΕ συνεχίζει την έρευνα, υπάρχει
ένα απλό ερώτημα: τι ακριβώς έκανε ο ίδιος για τη λίστα αυτή; Ζήτησε
ποτέ ενημέρωση επί τόσους μήνες από τον κ. Διώτη για την πορεία των
ερευνών;
Αλλά κατά έναν περίεργο και ανεξήγητο τρόπο, εγώ είμαι σήμερα αυτός
που εγκαλείται για τη μη αξιοποίηση της λίστας! Εγώ που την έφερα στην
Ελλάδα και προσπάθησα με κάθε μυστικότητα να αξιοποιηθεί για
φορολογικούς ελέγχους.
Διαβάζω επίσης στην πρόταση που έχει κατατεθεί πως «Εάν αυτό είχε
συμβεί [δηλαδή πρωτοκόλληση και επίσημη διαβίβαση στο ΣΔΟΕ], είναι
δεδομένο ότι ο έλεγχος θα είχε προχωρήσει και εκτιμάται ότι σημαντικά
ποσά, σε κάθε περίπτωση άνω των 120.000 ευρώ, σήμερα θα είχαν εισρεύσει
στα ταμεία του ελληνικού κράτους».
Το ποσό των 120.000 ευρώ δεν είναι τυχαίο, φυσικά. Είναι τόσο όσο
χρειάζεται για να μου φορτωθεί το αδίκημα της απιστίας σε βαθμό
κακουργήματος.
Γιατί βέβαια έχει διαρρεύσει πολλές φορές ο προβληματισμός των μελών
της Επιτροπής ότι «δεν γίνεται βρε αδελφέ ο Παπακωνσταντίνου να γλιτώσει
με πλημμέλημα, θα μας πάρουν με τις πέτρες». Άρα πρέπει πάσει θυσία να
εφευρεθεί κακούργημα. Αυτή είναι η έννοια της απόδοσης δικαιοσύνης που
υπηρετείται εδώ σήμερα!
Αλλά ας εξετάσουμε και αυτό το επιχείρημα με τα 120.000 ευρώ. Μπορεί
να μας πει κάποιος προς υποστήριξη αυτής της εικασίας πόσα ακριβώς
χρήματα έχει εισπράξει το Ελληνικό Δημόσιο από τότε που ξαναήρθε η λίστα
από τη Γαλλία; Πόσα;
Ας δούμε λίγο τις ημερομηνίες. Τα στοιχεία ήταν στην Ελλάδα με εμένα
Υπουργό Οικονομικών από τον Οκτώβριο του 2010 έως τις αρχές Ιουνίου
2011: σύνολο 8 μήνες και κάτι.
Ήταν στο Υπουργείο Οικονομικών με Υπουργό τον κ. Βενιζέλο από τον
Ιούνιο του 2011 έως τον Μάρτιο του 2012: σύνολο 9 μήνες και κάτι. Στη
συνέχεια παρέμειναν στην κατοχή του κ. Βενιζέλου αφότου εγκατέλειψε το
Υπουργείο και άλλους 7 μήνες. Σύνολο 16 μήνες.
Και έχει ξαναέρθει η λίστα από τη Γαλλία τον Δεκέμβριο του 2012: από
τότε μέχρι σήμερα έχουν περάσει 6 μήνες. 6 μήνες στους οποίους το ΣΔΟΕ
μέσα σε συνθήκες τεράστιας πίεσης δεν έχει καν ολοκληρώσει τον έλεγχο σε
3 συγγενείς μου! Τρεις!
Βλέποντας την ταχύτητα των ερευνών, φαντάζομαι ότι όλοι πια
καταλαβαίνετε για ποιο λόγο έδωσα αρχικά μόνο τα 20 ονόματα που άθροιζαν
περίπου τις μισές καταθέσεις της λίστας από ένα σύνολο περίπου 2.000
ονομάτων. Ήξερα τα προβλήματα σε τέτοιες υποθέσεις και ήθελα η
προσπάθεια να επικεντρωθεί σε πρώτη φάση στα μεγαλύτερα ποσά προκειμένου
να έχει αποτέλεσμα αντί να διαχυθεί και να μην γίνει τίποτα στο τέλος
με προφάσεις του είδους «2.000 ονόματα, που να προλάβουμε να τα
ψάξουμε».
Αλήθεια, πόσα χρήματα έχει εισπράξει το Υπουργείο Οικονομικών από τη
λίστα της Τράπεζας της Ελλάδος; Τη λίστα με τα 54.000 ονόματα που
έβγαλαν 22 δις εκτός Ελλάδος από το 2009; Μία λίστα που αφορά απολύτως
επίσημα στοιχεία με εμβάσματα από ελληνικές τράπεζες, που σε αντίθεση με
τα στοιχεία από τη Γαλλία είναι καθόλα αξιοποιήσιμη με απολύτως νόμιμο
τρόπο, και η οποία μπορεί να σταθεί αυτοτελώς σε οποιοδήποτε Ελληνικό
δικαστήριο;
Πόση υποκρισία κρύβει λοιπόν αυτή η φράση της πρότασης για τα
διαφυγόντα ποσά που έχετε σήμερα μπροστά σας. Και πόσο υποτιμά τη
νοημοσύνη όλων. Αν ήταν τόσο απλό να εισπραχθούν χρήματα από τη λίστα
Λαγκάρντ, γιατί δεν έχουν σήμερα εισπραχθεί;
Αν λοιπόν σήμερα ελέγχομαι για το αδίκημα της απιστίας, τι θα έπρεπε
με την ίδια λογική να ισχύσει με τους διαδόχους μου στο Υπουργείο
Οικονομικών; Ή και ακόμη περισσότερο με τους προκατόχους μου, γιατί τόσα
χρόνια δεν έκαναν τίποτα για να ψάξουν τυχόν φοροδιαφυγή σε καταθέσεις
Ελλήνων στο εξωτερικό; Πόσο ζημίωσαν όλοι αυτοί το Ελληνικό Δημόσιο;
Να το ξεκαθαρίσω: προφανώς δεν λέω ότι πρέπει να ξεκινήσουμε κυνήγι
μαγισσών. Το αντίθετο. Αλλά τέτοιο ακριβώς κυνήγι πραγματοποιείται
εναντίον μου.
Τέτοιες μεθοδεύσεις όμως λειτουργούν πάντα ως άλλοθι απραξίας και
εκτροπής από την πραγματική και τιτάνια προσπάθεια που πρέπει να κάνουμε
με τόλμη και ειλικρίνεια για να αντιμετωπίσουμε το χρόνιο πρόβλημα της
φοροδιαφυγής.
Και σε αυτό τον αγώνα έδωσα προσωπικά όλες μου τις δυνάμεις στη
σύντομη θητεία μου ως Υπουργός Οικονομικών, μέσα σε μια μπόρα χωρίς
προηγούμενο και έχοντας να διαχειριστώ παράλληλα πρωτοφανή προβλήματα.
Με πλήθος πρωτοβουλιών, νομοθετήματα, τομές και διαρθρωτικές αλλαγές
που σήμερα αποτελούν εφόδια του κράτους στην προσπάθεια καταπολέμησης
της φοροδιαφυγής. Και εξαιτίας των οποίων αρχίζουν και υπάρχουν
αποτελέσματα. Γιατί η πολιτική αυτή συνεχίζεται και από τη σημερινή
ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών.
Αλλά δεν μπορεί και να κατηγορείται αυτός που ζήτησε τη λίστα και την
έδωσε για έλεγχο! Ο κ. Διώτης ήταν ξεκάθαρος, όταν ρωτήθηκε στην
Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας «γιατί σας την έδωσε ο κ.
Παπακωνσταντίνου»; Απαντά αφοπλιστικά: «Είναι προφανές ότι για να το
δώσει σε εμένα, το έδωσε για να γίνει έλεγχος. Αλλιώς, τι νόημα θα
είχε;» Μάλιστα. Για έλεγχο την έδωσα. Εγώ προσπάθησα! Άλλοι πρέπει να
απολογηθούν γιατί αυτή η προσπάθεια σταμάτησε.
Μπορούσε να γίνει έλεγχος με βάση τη λίστα; Ναι. Μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί ως έναυσμα έρευνας. Όπως ακριβώς και κάθε ανώνυμη
καταγγελία. Το έχω πει πολλές φορές. Αλλά όχι όπως νομίζουν μερικοί. Όχι
ενημερώνοντας όσους είναι στη λίστα ότι «είναι το όνομά σας στη λίστα
και ελάτε να μας εξηγήσετε» όπως έχουν κάνει τώρα οι υπηρεσίες του ΣΔΟΕ
με κίνδυνο να κριθούν οι έρευνες παράνομες στα δικαστήρια.
Θυμηθείτε τι έχει συμβεί στη Γαλλία: το Ανώτατο Γαλλικό Ακυρωτικό
Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα στοιχεία αυτά είναι παράνομα. Και ήρθε να
ακυρώσει όλες τις διοικητικές αποφάσεις που βασίστηκαν σε αυτά τα
στοιχεία, και όλες τις αντίστοιχες δικαστικές αποφάσεις που επέβαλαν
ποινές. Δεν μας προβληματίζει αυτό;
Γνωρίζω πως ο όλος χειρισμός της υπόθεσης αυτής έχει δώσει λαβές για
να αμφιβάλλουν πολλοί καλόπιστα για το τι πραγματικά συνέβη – και για να
ξεχάσουν όλο το μεγάλο αγώνα και τις μεγάλες αλλαγές που κάναμε για την
καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Όλη την αυστηρή νομοθεσία που
δημιουργήσαμε – με τεράστιες αντιδράσεις.
Και για τους κακόπιστους, αυτούς που ποσώς ενδιαφέρονται για την
αλήθεια, και το μόνο που τους νοιάζει είναι να παίξουν πολιτικά
παιχνίδια στην πλάτη μου και να ρίξουν έναν άνθρωπο βορά στην ανάγκη του
κόσμου να δει πολιτικούς να τιμωρούνται, έχει δοθεί η ευκαιρία να
φτιάξουν για μένα μία εικόνα γεμάτη από εικασίες που δεν ευσταθούν, και
ψέματα.
Επαναλαμβάνω ότι κινήθηκα με μόνο γνώμονα την προσπάθεια να πιάσουμε
τους φοροφυγάδες που υπάρχουν στη λίστα. Και από τον χειρισμό της δεν
είχα κανένα προσωπικό όφελος, ούτε επιχείρησα να προσπορίσω όφελος στον
οιονδήποτε. Ούτε έχασε χρήματα το Ελληνικό Δημόσιο από τις ενέργειές
μου.
Όσο προχωράει αυτή η υπόθεση, τόσο αυξάνεται ο παραλογισμός,
προκειμένου να εξυπηρετηθούν προφανείς πολιτικές και κατά βάθος
προσωπικές σκοπιμότητες.
Η προσπάθεια ενοχοποίησής μου ξεκίνησε από το ότι λείπουν 3 ονόματα
συγγενών μου από ένα USB stick το οποίο δεν είναι δικό μου! Πολύ απλά
δεν είναι αυτό που εγώ παρέδωσα στον κ. Διώτη. Γιατί εγώ δεν έκανα
καμμία αλλοίωση!
Ο παραλογισμός πολλαπλασιάζεται σήμερα με την προσπάθεια απόδοσης σε μένα του αδικήματος της απιστίας.
Αλλά από την άλλη, δεν έχω αυταπάτες. Αν δεν αρκέσει και η σημερινή
κατηγορία για την καταδίκη μου, θα εφευρεθεί κάτι άλλο. Και αν δεν
αρκέσει κι αυτό, κάτι άλλο.
Όλο και κάποια νέα κατάθεση θα παρουσιαστεί ότι με «αποτελειώνει».
Όλο και κάποιο νέο – υποτίθεται – στοιχείο θα παρουσιαστεί ως «βόμβα».
Γιατί στόχος δεν είναι η δικαιοσύνη. Στόχος είναι να βρούμε ένα βολικό θύμα.
Η αλήθεια είναι ότι ως Υπουργός Οικονομικών αναγκάστηκα να κόψω για
να μην καταρρεύσει η πατρίδα μου, όταν οι περισσότεροι προκάτοχοί μου
μοίραζαν απλόχερα με τα γνωστά αποτελέσματα, μια πολιτική περιστολής που
συνέχισαν και ο κ. Βενιζέλος και ο κ. Στουρνάρας.
Συγκρούστηκα με πολύ μεγάλα συμφέροντα. Φορολόγησα off shore. Άνοιξα
τραπεζικούς λογαριασμούς. Οδήγησα στη φυλακή μεγαλοφοροφυγάδες.
Όχι μόνος. Αλλά ως μέλος μιας κυβέρνησης που είχε την πολιτική
βούληση να κάνει αυτά τα αυτονόητα πράγματα ενάντια στη φοροδιαφυγή για
πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Είμαι λοιπόν για κάποιους το «κατάλληλο θύμα».
Όλες οι θεωρίες συνωμοσίας κατέρρευσαν. Για το έλλειμμα, για τα cds,
για το τι μπορούσαμε να κάνουμε ως κυβέρνηση με τη βόμβα που
κληρονομήσαμε στα χέρια. Η περίπτωση της Κύπρου ήταν η ταφόπλακα στους
συνωμοσιολόγους.
Τι απέμεινε; Η “λίστα Lagarde”.
Και εδώ, εγκαλείται αυτός που ζήτησε τη λίστα, την έδωσε για έλεγχο και όχι αυτοί που την έθαψαν!
Ε όχι, και ο παραλογισμός έχει όρια.
Εγκαλείται αυτός που κατά τη διάρκεια της σύντομης θητείας του ως
Υπουργός Οικονομικών πέρασε την πιο δρακόντεια νομοθεσία που είχε ποτέ η
χώρα σε θέματα φοροδιαφυγής.
Με συγκρούσεις, με δυσαρέσκειες, με εχθρούς που αναγκαστικά έκανα
γιατί έπρεπε να κάνω το καθήκον μου. Με καταψήφιση πολλών εξ αυτών των
πρωτοβουλιών από αυτούς που σήμερα υποκριτικά με κρίνουν για τη στάση
μου σε θέματα φοροδιαφυγής!
Αφήνοντας στο απυρόβλητο αυτούς που σταμάτησαν την προσπάθεια που εγώ ξεκίνησα με τη λίστα Λαγκαρντ.
Ε ναι, βλέπετε, εγώ δεν έχω προστάτες στη νομενκλατούρα και στα ΜΜΕ.
Είμαι μόνος μου. Κανένα κόμμα και κανένα κέντρο εξουσίας δεν με
στηρίζει. Για αυτό τραβάω τα όσα τραβάω.
Αλλά η εξυπηρέτηση πολιτικών και προσωπικών σκοπιμοτήτων εις βάρος της μοίρας ενός ανθρώπου έχει και αυτή τα όρια της.
Κάποιοι στην κυβέρνηση θεωρούν ότι διασύροντας έναν άνθρωπο που σε
σημαντικό βαθμό συμβόλισε την προηγούμενη κυβέρνηση, θα μπορέσουν να
ξεγελάσουν την κοινωνία. Θα μπορέσουν να την κάνουν να ξεχάσει το
γεγονός ότι εφαρμόζουν σε πιο σκληρή εκδοχή αυτά που μέχρι τις περυσινές
εκλογές κατήγγειλαν. Θα το βρουν μπροστά τους.
Κάποιοι στην αντιπολίτευση προσπαθούν να πείσουν τον κόσμο με
παραμύθια όπως ότι «αν είχε αξιοποιηθεί η λίστα Λαγκάρντ δεν θα είχε
χρειαστεί να κοπούν μισθοί και συντάξεις». Και υφαίνουν απίστευτες
θεωρίες συνομωσίας και συγκάλυψης. Φτάνει πια με αυτήν την υποκρισία. Ο
κόσμος έχει καταλάβει.
Και βέβαια – και αυτό είναι το χειρότερο – κάποιοι άλλοι πιστεύουν
ότι ο μόνος δρόμος για την προσωπική τους διάσωση είναι να συκοφαντήσουν
και να καταστρέψουν τους προκατόχους τους – στην κυβέρνηση και στο
κόμμα. Μεγάλο λάθος. Κανείς δεν δικαιώθηκε απλώς «καίγοντας» τους
άλλους. Αυτό είναι μικρότητα και αμοραλισμός, όχι ηγεσία.
Ο κ. Βενιζέλος είχε το θράσος να με αναφέρει στην ίδια πρόταση,
ταυτίζοντάς με, με τον κ. Τσοχατζόπουλο. Ως «βάρος» που δεν μπορεί να
κουβαλάει. Δεν ήμουν όμως εγώ αυτός που υπερασπίστηκε τον κ.
Τσοχατζόπουλο στη Βουλή. Ο κ. Βενιζέλος ήταν!
Πολιτικό παιχνίδι είναι δυστυχώς αυτό που παίζεται σήμερα εδώ σε αυτή την αίθουσα.
Στις πλάτες ενός ανθρώπου. Και όλοι εδώ μέσα το ξέρετε πολύ καλά ότι αυτό συμβαίνει.
Μόνο που όσο και αν βολεύει η δική μου εξόντωση, δεν είμαι βολική
περίπτωση. Δεν έχω σκιές στη ζωή μου, δεν έδωσα δικαιώματα σε θέματα
διαφάνειας, δεν έχω κάνει ούτε μισό ρουσφέτι, δεν είχα «πάρε-δώσε», δεν
προσπορίστηκα ποτέ τίποτα, δεν έχω δυσθεώρητο πόθεν έσχες, μόνο χρέη
έχω. Από αυτή την άποψη δεν είμαι βολική περίπτωση. Προτίμησα πάντα την
ακεραιότητα και ας έχω χρέη.
Και την τιμή και υπόληψή μου θα την υπερασπιστώ μέχρι τέλους.
Και για έναν πρόσθετο λόγο: γιατί θεωρώ ότι η μάχη αυτή δεν αφορά μόνο εμένα προσωπικά.
Κατά βάθος θίγει ζητήματα δημοκρατίας στη χώρα μας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διαφάνειας και ευνομίας.
Αυτά σας ζητώ να θυμάστε όταν ψηφίσετε.
Σας ευχαριστώ που με ακούσατε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου