Του Ανδρέα Ανδριανόπουλου
Η πολιτική πορεία του λεγόμενου συντηρητικού χώρου
στην Ελλάδα έχει πολλές ιδιαιτερότητες. Που τον κάνουν να ξεχωρίζει από
τις πορείες αντίστοιχων ιδεολογικοπολιτικών κινημάτων στην υπόλοιπη
Ευρώπη. Και να προκαλεί βέβαια σύγχηση σε οπαδούς και στελέχη, που συχνά
αδυνατούν να καταλάβουν τον χαρακτήρα και τον προσανατολισμό της
παράταξης που υποστηρίζουν, ή στην οποία βρίσκονται.
Οι συμπεριφορές της ελληνικής «δεξιάς» συχνά έχουν
εκθέσει τους οπαδούς της σε κατηγορίες περί ανακολουθίας ή και
αντιφατικότητας. Η κληρονομιά της εμφύλιας σύγκρουσης που ακολούθησε τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μαζί με τις συνακόλουθες εσωτερικές
αναστατώσεις που χαρακτήρισαν την κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας
άφησαν μιά περίεργη σφραγίδα στο ευρύτερο πολιτικό γίγνεσθαι.
Οι νικητές του Εμφύλιου βρέθηκαν επι κεφαλής μιάς κοινωνίας γεμάτης
ανασφάλειες, αβεβαιότητες και θεσμικές αδυναμίες. Με την Αριστερά να
διατυμπανίζει πως παραμένει «με το όπλο παρά πόδα», η Δεξιά, πιεζόμενη
από το εκδικητικό μένος μέρους της κοινωνικής πλειοψηφίας των νικητών
αλλά και από τις υποβόσκουσες φοβίες των υπολοίπων αναγκάσθηκε να
υιοθετήσει πολιτικές αρκετά αντίθετες με το προφίλ μιάς
δημοκρατικής συντηρητικής κοινοβουλευτικής παράταξης. Αντί
λοιπόν ο διχασμός που είχε οδηγήσει στην ένοπλη σύγκρουση να ενταφιασθεί
και μιά καινούργια πορεία δημιουργικής ανάτασης να σφυρηλατηθεί
εγκαινιάσθηκε μιά πορεία διώξεων, μίσους και πολιτικο-κοινωνικής
εξαίρεσης. Λόγω «ύποπτων» κοινωνικών φρονημάτων, ο μισός πληθυσμός
εξαιρέθηκε από τον δημόσιο τομέα, ενώ οι υπόλοιποι εξέλαβαν το κράτος
σαν πολιτικό σύμμαχο και οικονομικό προστάτη.
Αναδείχθηκε λοιπόν το απόλυτα δυσεξήγητο, για κάθε ορθολογική μελέτη
της πολιτικής, φαινόμενο η καπιταλιστική δεξιά να αναρριχηθεί στην
αγκαλιά του δημόσιου τομέα και η σοσιαλιστική αριστερά να
δραστηριοποιηθεί στα ελεύθερα επαγγέλματα, στις τέχνες και σε πτυχές της
επιχειρηματικής δράσης. Η δεξιά λοιπόν θεοποίησε τον δημόσιο τομέα κι
εξαρτήθηκε σημαντικά από αυτόν στην οικοδόμηση της καινούργιας
κοινωνικής πραγματικότητας. Η δε αριστερά είδε από ανάγκη την
επιβίωσή της να συνδέεται με τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας
αλλά πάντοτε, και με κάθε ευκαιρία, πάνω σε μιά πορεία στενής σύνδεσης
με το κράτος και με στόχους εξασφάλισης ιδιαίτερων ρυθμίσεων προστασίας
από αυτό.
Σχεδόν κανείς δεν ξεκίναγε στην Ελλάδα μιά πορεία δραστηριοποίησης
στην ιδιωτική οικονομία δίχως από το σχετικό «business plan» να
απουσιάζει η προοπτική της προσέγγισης με το κράτος. Η δεξιά
στελέχωσε τον δημόσιο τομέα ενώ η αριστερά, με διάφορους
τρόπους, απέβλεπε έστω και έμμεσα σε μιά προοπτική κρατικοδίαιτης
επαγγελματικής εξέλιξης.
Αυτά όλα μέχρι την πτώση της δικτατορίας. Η οποία υπήρξε μιά
τελευταία αναλαμπή της δεξιάς μετεμφυλιακής κληρονομιάς. Με την
επικείμενη ένταξη της χώρας στις (τότε) ευρωπαικές κοινότητες η εμπέδωση
ενός απόλυτα ανοιχτού δημοκρατικού συστήματος ήταν απαραίτητη κι
αναπόφευκτη. Το Πασόκ του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν μιά απόλυτα
προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις της εποχής απάντηση, της εκτός μέχρι τότε
πολιτικού νυμφώνος, μισής τουλάχιοστον ελληνικής κοινωνίας. Υιοθετώντας
την ανατρεπτική, αλλά εκτός πολιτικού τόπου και χρόνου, φρασεολογία της
παραδοσιακής αριστεράς ο σοσιαλισμός α – λα – γκρέκ προσαρμόσθηκε
απόλυτα στις πίστεις και δοξασίες της ελληνιικής κοινωνίας. Υποσχόμενος
όχι ανατροπή αλλά άλωση του κράτους από μέσα («Το Πασόκ στην κυβέρνηση, ο
Λαός στην εξουσία») ο Ανδρέας Παπανδρέου συνέδεσε αυτό που έλειπε από
την Αριστερά – άνετη δηλαδή πρόσβαση στο κράτος – με
αυτό που πάντα λάτρευε η δεξιά – το δημόσιο δηλαδή σαν μοχλός
οικονομικής ανέλιξης και γενικότερου προσωπικού βολέματος. Η
συντριπτική του εκλογική επικράτηση ήταν αποτέλεσμα της άλωσης των ψήφων
της αριστεράς (που υποσχόταν συνέχιση της εκτός νυμφώνος πορείας) και
του ερεθισμού της φαντασίωσης για εύκολο πλουτισμό και κοινωνική
αναγνώριση της υπόλοιπης κοινωνίας.
Η παραδοσιακή δεξιά έμεινε με τα στρώματα που ήδη απολάμβαναν την
εύνοια του κράτους και που τρομοκρατημένα περίμεναν διώξεις, κατάρρευση
των κεκτημένων και μιά μελλοντική πορεία εξαίρεσης από τα λάφυρα της
εξουσίας. Γι αυτό και η πολιτική συνθηματολογία της ΝΔ δεν υπήρξε ποτέ
θετική κι οραματική, αλλά σχεδόν πάντοτε αρνητική (λ.χ. «απαλλαγή»). Το
Πασόκ βέβαια κυβέρνησε. Και κυβερνώντας άρχισε να απογοητεύει. Η
αριστερά στάθηκε και πάλι στα πόδια της. Δίχως όμως πιά τον αέρα και την
δυναμική που της είχαν απονείμει οι διώξεις και η περίοδος της
δικτατορίας. Γι’ αυτό και τα εκλογικά της ποσοστά δεν λένε να σηκωθούν
πάνω από τα πενιχρά όρια ενός κόμματος που κινείται μεταξύ περιθωρίου
και περιστασιακών αυξομειώσεων. Το ΠΑΣΟΚαπό τα πράγματα έγινε
μετριοπαθέστερο κατά τη συνθηματολογία και περισσότερο
πραγματιστικό κατά την πολιτική. Ποτέ όμως δεν εγκατέλειψε την ιδιαίτερα
προνομιακή του σχέση με τον δημόσιο τομέα της οικονομίας. Ο κορμός της
πολιτικής του στελέχωσης απαρτίζεται από στελέχη του κράτους κι’ από
ιδιώτες που σιτίζονται η ευελπιστούν να ενταχθούν στους προνομιακούς
πελάτες του δημοσίου.
Ολα αυτά υπήρξαν χρόνια δοκιμασίας για την κεντροδεξιά. Μαθημένη στην
κρατική προστασία βρέθηκε άξαφνα δίχως ερείσματα και μηχανισμούς
στήριξης. Στη διάρκεια της Προεδρίας Μητσοτάκη έγινε κάποια προσπάθεια
σφυρηλάτισης μιάς περισσότερο αυτόνομης πολιτικής φυσιογνωμίας. Η
«φιλελεύθερη» ΝΔ, όπως τότε βαφτίσθηκε, συνάντησε όμως την καχυποψία των
παραδοσιακών της στηριγμάτων (δημοσιουπαλληλία, συνδικαλιστικό ΔΕΚΟ,
κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες, παλιάς κοπής εθνικόφρονες πυρήνες κλπ)
και πολεμήθηκε σκληρά από το εσωτερικό της. Μοναχά ο ναυτιλιακός
κόσμος βρέθηκε ανοιχτά και σταθερά πίσω της διότι είναι και η
μοναδική στην ουσία κοινωνική ομάδα στην Ελλάδα που στηρίζει πολιτικά
αυτό τον χώρο μεγαλουργώντας όμως απόλυτα αυτονομημένη από το κράτος.
Το ΠΑΣΟΚ του εκσυγχρονιστή και διορατικού Κώστα Σημίτη εκμεταλλεύθηκε
την σχιζοφρενική αυτή πορεία παλινδρόμησης της, κατ’ όνομα μόνο,
ελληνικής κεντροδεξιάς και άλωσε τις ψήφους των μετριοπαθών και συνετών
(αλλά κατά βάση συντηρητικών) πολιτών.
Η φυσιολογική συνακόλουθα φθορά της τότε κυβέρνησης Σημίτη/ΠΑΣΟΚ
(γιατί ουσιαστικά περί συνασπισμού επρόκειτο), αλλά και η κραυγαλέα
διαφθορά των μηχανισμών που την στήριζαν, έφεραν στην εξουσία την ΝΔ και
πάλι. Πάνω όμως σε ένα άρμα ελπίδας για κάτι διαφορετικό. Η κυβέρνηση
του Κώστα Καραμανλή παρερμήνευσε τα συνθήματα που η ίδια είχε προβάλει.
Εξέλαβε τον «μεσαίο χώρο» σαν φλέρτ με την άκρα αριστερά (κολακείες προς
Φλωράκη, επισκέψεις σε Μακρόνησο, τιμές σε Μίκη Θεοδωράκη κλπ). Ενώ την
επανίδρυση του κράτους δεν την είδε σαν μιά ριζική επανατοποθέτηση της
παράταξης απέναντι στον ρόλο του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα. Κάτι που
είχε αιχμαλωτίσει στην ουσία την φαντασία αυτών που την έφεραν με τέτοια
πλειοψηφία στην εξουσία. Αντίθετα, την εξέλαβε σαν στόχευση για
μιά πορεία παλινδρόμησης στα παραδοσιακά θέσφατα της πατερναλιστικά
κρατικιστικής δεξιάς. Επιδόθηκε έτσι σε ένα όργιο ίδρυσης
καινούργιων κρατικών φορέων για βόλεμα – κατά κύριο λόγο – οπαδών, σε
παροχές λογής προνομίων (για εξαγορά συναίνεσης και σιωπής) στις
συντεχνίες του δημόσιου τομέα και σε, πέραν κάθε λογικής, πλουσιοπάροχες
επιδοτήσεις μηχανοκίνητων και συχνά αργόσχολων αγροτών.
Το δυστύχημα είναι πως την φορά αυτή οι υπολογισμοί έπεσαν τελείως
έξω. Μαζί με την ΝΔ κατέρρευσε και το κράτος. Φορτώνοντας στους νικητές
των επόμενων εκλογών, το … «σοσιαλιστικό» ΠΑΣΟΚ (κάτω από την εποπτεία
της τρόικας βέβαια), μέσα από οικονομικά και κοινωνικά πλέον ερείπια,
την ευθύνη οικοδόμησης ενός ορθολογικού κι’ αποτελεσματικού κράτους. Και
η κεντροδεξιά; Έμεινε με ανοιχτές και πάλι τις πολιτικές της
πληγές. Αναζητώντας, στην ουσία, ταυτότητα και ρόλο. Οι
παλινδρομήσεις της προς τον κρατισμό αποδείχθηκε για μιά ακόμη φορά πως
την οδηγούν στην καταστροφή. Αλλά δυστυχώς επιμένει να μην μαθαίνει από
τα λάθη της. Και συνήθως ξαναγυρίζει στην πηγή προέλευσής τους. Εχει
μετατραπεί σε μπαλαντέρ ουσιαστικά του πολιτικού συστήματος. Κάνοντας
τον απροσάρμοστο κακό δίπλα σε ένα εύκολα προσαρμόσιμο Πασόκ – που είναι
πλέον και σοσιαλιστικό (κατ’ όνομα), και συντηρητικό (κατά στελεχιακή
νοοτροπία και αντιλήψεις) αλλά και ριζοσπαστικά φιλελεύθερο (με βάση
κάποια από τα μέτρα που αναγκάζεται να πάρει – αλλά που η ΝΔ δεν είχε
τολμήσει ποτέ ούτε και να σκεφθεί)!
Τι είναι λοιπόν η κεντροδεξιά σήμερα στην Ελλάδα; Η
λογική απάντηση είναι πως συνθέτει μιά πραγματική μαγική εικόνα. Η
κυβέρνηση Μητσοτάκη, που για χρόνια υπήρξε ο σάκος του μπόξ για την
ανυποψίαστα πορευόμενη προς το βάραθρο ελληνική κοινωνία, είχε δώσει
πραγματικά σάρκα και οστά στην σχετική πολιτική έννοια. Είχε νομοθετήσει
(ν. 2000/1992) την κατάργηση κρατικών φορέων. Είχε προωθήσει την
απελευθέρωση όλων των επαγγελμάτων. Είχε περιορίσει τους ελέγχους του
δημοσίου στις αγορές. Είχε πραγματοποιήσει τις πρώτες ιδιωτικοποιήσεις.
Είχε θεσπίσει καινούργιους κανόνες ανταγωνισμού. Είχε για πρώτη φορά από
την μεταπολίτευση πετύχει να έχει η χώρα για δύο συνεχόμενα χρόνια
πρωτογενές πλεόνασμα στον προυπολoγισμό της. Και είχε συγκρουσθεί σκληρά
και επί της ουσίας με την αναχρονιστική κρατικοδίαιτη λαική δεξιά μέσα
στους ίδιους της τους κόλπους. Διότι δεν μπορεί να υπάρχει κεντροδεξιά
που να μην πιστεύει και να μην αγωνίζεται για λιγότερο κράτος στην
κονωνική και την οικονομική μας ζωή, για λιγότερους φόρους στις
επιχειρήσεις και στην ατομική περιουσία, για πολίτες υπεύθυνους κι
απεξαρτημένους από την κρατική προστασία αλλά και συνάμα καταπίεση καθώς
και για λιγότερες δημόσιες δαπάνες και για δραστικές περικοπές
γραφειοκρατικών και γενικά κρατικοπαρεμβατικών διαδικασιών.
Όσο δεν προβάλλονται οι αρχές αυτές, στο όνομα παραδοσιακών συνηθειών
η συσχετισμού συντεχνιακών κι’ εργολαβικών συμφερόντων, η πολιτική
έκφραση της κεντροδεξιάς θα είναι πάντα ελλειμματική. Και θα
διευκολύνει έτσι το Πασόκ στις διάφορες πολιτικές του μεταμορφώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου