«Ένας γκρεµισµένος φάρος είναι πιο επικίνδυνος από έναν σκόπελο», λέει µια αρχαία ρήση.
Το Λαογραφικό Μουσείο Κοζάνης, ένα από τα κεντρικότερα σηµεία
αναφοράς για τον πολιτισµό και την ιστορία της περιοχής αλλά και για τον
Μακεδονικό Ελληνισµό, βρίσκεται για έκτο συναπτό µήνα σε κατάσταση
εκτάκτου ανάγκης. Και το µόνο που ακούγεται είναι -πέρα των πολύ γενικών
και ανησυχητικών καθησυχασµών -το µεταδοτικό «Τίς πταίει;». Ξεχνούµε
όλοι πως σε µία κρίσιµη στιγµή αυτή είναι ίσως η πιο άκαιρη ε ρώτηση.
Έστω, α ς την απαντήσουµε εικάζοντας και γενικολογώντας, για να
εκτονωθεί το έµφυτο ελληνοπρεπές αίσθηµα της απόδοσης κάποιου δικαίου.
Ίσως να φταίνε οι παλιµπαιδισµοί προς την κούνια του κρατισµού και
του συγκεντρωτισµού από φορείς οι οποίοι είναι υποχρεωµένοι να στηρίζουν
τις ιδιωτικές πρωτοβουλίες, εξαιρέτως δε όταν αυτές είναι τόσο
κοινωφελείς όσο η δράση του Συνδέσµου Γραµµάτων και Τεχνών. Ίσως από την
άλλη να φταίει η ενδεχόµενη σφετεριστική αδιαλλαξία της όποιας
τεθωρακισµένης ιδιοκτησίας και κυνικής απαλλοτρίωσης της κοινής δωρεάς
ἐν εἴδει «περιουσιακού στοιχείου». Ίσως να φταίει η φιλαρχία και η
παρατρεχάµενή της απληστεία, οι οποίες συχνά κάνουν την παρασιτική τους
παρουσία καταστροφικά αισθητή σε χώρους τόσο εύθραυστους όσο και
πολύτιµους. Ίσως φταίει «το σύστηµα», ίσως ο γιαλός, οι στραβά
αρµενίζοντες,«ο Θεός που µας µισεί» και γενικά ίσως φταίει πάντα κάποιος
άλλος. Ή µάλλον φταίµε όλοι και αντί της αυτοµαστίγωσης ή του
καταγγελτικού λόγου θα πρέπει να βγούµε από το Καθαρτήριο του νοερού µας
πολιτικού καφεποτείου, γιατί αυτό που ενδιαφέρει και συµφέρει όλους
είναι η καλύτερη δυνατή λειτουργία του Μουσείου και όχι η γκρίνια της
απουσίας του.
Και γιατί οι πεσµένοι φάροι φέρνουν ναυάγια τελικά. Με σκληρή,µαθηµατική ακρίβεια.
Εδώ λοιπόν αντί του «τίς πταίει;» θα θέσουµε δύο απλά ερωτήµατα που
αφορούν στο µέλλοντα χρόνο, χρήσιµα κι ελεύθερα ερωτήµατα και ελπίζει
κανείς να πάρει πληρωµένες απαντήσεις και µαζί τους την προοπτική ενός
Μουσείου που αξίζει και στο παρελθόν αλλά και στο µέλλον της περιοχής.
Ερωτήµατα όχι δύσκολα, όχι δυσάρεστα, όχι καυστικά, εκτός και αν οι
απαντήσεις που αντιστοιχούν είναι δύσκολες, δυσάρεστες, καυστικές.
Σε ποιον ανήκει το Μουσείο, τα κτίριά του, τα εκθέµατά του, η λειτουργία και Ιστορία του;
Στον Σύνδεσµο Γραµµάτων και Τεχνών; Στον Δήµο Κοζάνης; Στους δωρητές των εκθεµάτων; Σε όλους µας ανεξαιρέτως στο ανάλογο µέτρο;
Ποιος οφείλει να συνδράµει στις αποφάσεις για το µέλλον του;
Το Διοικητικό Συµβούλιο/η γενική συνέλευση του Συνδέσµου Γραµµάτων
και Τεχνών; Η Νοµική Υπηρεσία/το Δηµοτικό Συµβούλιο του Δήµου Κοζάνης; Η
Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας; Η Θεά Τύχη; Όλοι εκτός της Θεάς Τύχης;
Τί είναι τελικά ένα Μουσείο; Εδώ, στην πιο δύσκολη ερώτηση ας παρατεθεί και µια υποτυπώδης απάντηση πέραν του ορισµού της
ICOM – ακόµη δεν κατακτήθηκαν οι Μακεδονοµάχοι µας από τους
µνηµονεύοντες Σταυροφόρους και τα τυπικά τους. Οι ορισµοί άλλωστε
ποικίλλουν από τον ακαδηµαϊκό και εγκυκλοπαιδικό µέχρι τον λαϊκό ή
αδόκιµο. Ο
καθένας µας προσδιορίζει τί σηµαίνουν οι εκθέσεις ενός τέτοιου χώρου.
Όταν ο ίδιος σε ηλικία εννέα χρόνων επισκέφτηκα τον χώρο µε τον πατέρα
µου, εκείνος µου είπε πως το Μουσείο είναι ένας µεγάλος καθρέφτης της
ιστορίας,µια απολιθωµένη µνήµη. Οι στίχοι του Μιχάλη Γκανά περιγράφουν
µε ακρίβεια την πρώτη εκείνη συνείδηση της συµµετοχής σε µια τέτοια
Ιστορία:
«ν’ ακούµε τους µεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε, να βλαστηµούν το
χιόνι κι εµείς να τους λυπόµαστε που γίνανε µεγάλοι και να βιαζόµαστε
πολύ να µοιάσουµεσ’ εκείνους, να δουν πως µεγαλώσαµε να παρηγορηθούνε.»
Ένα Μουσείο, πράγµατι, δεν είναι τίποτα άλλο, δεν µπορεί να είναι
τίποτα άλλο παρά ένας µεγάλος, βαθύς και µαγικός καθρέφτης. Ο βαρετός
άνθρωπος βαριέται στους διαδρόµους του, ο ενδιαφέρων ενδιαφέρεται. Μ ια
πόλη που απουσιάζει από τον εαυτό της δεν το επισκέπτεται, το κλείνει,
το
ερηµώνει, ενώ µια άλλη πόλη που είναι παρούσα στην ζωή της το
φροντίζει και το ζει. Η πόλη µας αν δεν πράξει όπως διδάσκει το
περιεχόµενο του Λαογραφικού Μουσείου θα είναι µια πόλη που δεν το αξίζει
τελικά. Και αυτό, ειρωνικά, στην επέτειο από τα 100 χρόνια της
απελευθέρωσής της.
Αυτόν τον µαγικό καθρέφτη σήµερα τον κοιτάζουµε όλοι, ο Δήµος
Κοζάνης, η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, ο Σύνδεσµος Γραµµάτων και
Τεχνών, η δική µας νέα κίνηση, οι πολίτες οι ίδιοι και τί µπορούµε να
δούµε παρά το είδωλο ενός απλανούς βλέµµατος,µια γυµνή ανικανότητα να
υπερασπιστούµε το παρελθόν και το µέλλον µας; Τί άλλο παρά µια θλιβερή
έλλειψη βούλησης που δεν αρµόζει ούτε σε εκείνους τους χαρισµατικούς
οραµατιστές που έχτισαν το Μουσείο, πρωτοστατούντος του δασκάλου
Σιαµπανόπουλου,µα ούτε και σε αυτούς που δεν το έχουν περπατήσει ακόµη.
Λείπει η οικονοµική στήριξη, θα πει κανείς. Αυτή έλειπε και όταν το
Μουσείο δεν υπήρχε ακόµη, όµως κάποιοι φρόντισαν και βρέθηκε, πολλοί
φρόντισαν και το Μουσείο χτίστηκε.
Το κλίµα αυτοθυσίας που επικρατεί στους κόλπους του Συνδέσµου
Γραµµάτων και Τεχνών µας έγινε και ιδιαίτερως γνωστό σε µια πρόσφατη
συνάντηση µε τον πρόεδρό του. Μα και η καλή θέληση όλων των αρµόδιων
φορέων είναι δεδοµένη – αν κάτι τέτοιο δεν ίσχυε το παρόν σηµείωµα θα
ήταν νοµιµοποιηµένα πιο δηκτικό. Η υπόθεση όµως που αγγίζει αυτό το
κείµενο είναι πολύ µεγάλη για αυτόν τον τόπο και τους ανθρώπους του και η
σηµερινή κατάσταση πρέπει να είναι απλά µια αφορµή για να γίνει µια
µεγάλη και έντονη συζήτηση από όλους. Η καλή θέληση και η καλή πράξη
απέχουν την απόσταση της αδράνειας, δυστυχώς.
Τα κατάλληλα λόγια, λοιπόν, στην κατακλείδα δεν µπορούν παρά να
ανήκουν σε µια µεγάλη εξ ίσου γραφή. Γράφει ο Πρωταγόρας πως όλα
καθορίζονται από το απτό του ανθρώπου:«πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστὶν
ἄνθρωπος, τῶν µὲν ὄντων ὡς ἔστιν, τῶν δὲ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν».
Προκύπτει από αυτά τα λόγια ένα σαφές τελευταίο ερώτηµα που οφείλουµε
να απαντήσουµε, όχι ανάµεσα στις κοσµικές και δηµοσιογραφικές πιρουέτες
της επαρχιώτικης τηλε-πολιτικής χορογραφίας αλλά επί της ουσίας ενός
πολιτισµού που δεν υπήρξε ποτέ του επαρχιώτης: Τί, γιατί και πώς θα
καθοριστεί το «ανθρώπινο µέτρο» του Μουσείου από αυτούς που άπτονται
θεσµικά του επίσηµου πολιτισµού µας; Ελπίζουµε πως τίποτα δεν θα συµβεί
αυθαίρετα, πως η συζήτηση που αφορά όλους θα ενδιαφέρει και όλους και
αναµένουµε πάντα -ένθεν και ένθεν -ειλικρινείς και αποστοµωτικές
απαντήσεις.
Π. Δηµόπουλος, Κοζάνη, 28.i.2011
για την θεµατική οµάδα πολιτισµού
Ανεξάρτητη Αυτοδιοικητική Κίνηση «Τόπος να ζεις»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου