Ένα σημαντικό στέλεχος της κυβέρνησης παρατηρούσε πριν από λίγες μέρες: «Εφεξής κάθε μέρα θα είναι χειρότερη για εμάς και κάθε μέρα θα είναι καλύτερη για τον Μητσοτάκη».
Λογικό συμπέρασμα. «Να πάμε σε εκλογές πριν χειροτερεύσουν κι άλλο τα πράγματα για εμάς και πριν βελτιωθούν κι άλλο για τον Μητσοτάκη».
Το βέβαιο είναι πως μέσα στο κυβερνητικό στρατόπεδο και σε ηγετικό επίπεδο έχουν διαμορφωθεί δύο απόψεις.
- Από τη μία πλευρά όσοι συμμερίζονται τον παραπάνω συλλογισμό και ελπίζουν πως αν γίνουν σύντομα εκλογές θα μπορέσουν να διατηρήσουν τον πρώτο ρόλο στην αντιπολίτευση με ένα ποσοστό γύρω στο 20% ή κάτι περισσότερο.
Η ανομολόγητη ελπίδα είναι ότι η ΝΔ δεν θα πάρει αυτοδυναμία, δεν
θα μπορέσει να φτιάξει κυβέρνηση και θα ακολουθήσουν νέες εκλογές με
απλή αναλογική.
Είναι η θεωρία της δεξιάς παρένθεσης. Η οποία όμως μπορεί να ισχύσει
μόνο αν ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και ως δεύτερο κόμμα φέρει ένα αξιοπρεπές
εκλογικό αποτέλεσμα. Με τα σημερινά δεδομένα, δεν φαίνεται κάτι τέτοιο
και συνεπώς το ρίσκο της κίνησης είναι υψηλό.
- Από την άλλη πλευρά όσοι θέλουν να παραμείνουν στην κυβέρνηση ελπίζοντας σε κάποια οικονομική αναλαμπή ή σε κάποιο τυχαίο γεγονός, ακόμη και στη συγκρότηση ενός καθεστώτος που θα τους δώσει διάρκεια και θα τους κρατήσει μετεκλογικά στο παιχνίδι.
Με τους δεύτερους συντάσσεται το οικονομικό επιτελείο (το οποίο μιλάει για «οικονομική σταθεροποίηση», την οποία ουδείς πλην των ιδίων αντιλαμβάνεται...) αλλά προς το παρόν και ο Πρωθυπουργός.
Ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται κατ' αρχήν να έχει πειστεί από τις εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου.
Ποντάρει στις εντυπώσεις αν πάρει κάτι από τους δανειστές στο χρέος και στις θετικές συνέπειες της ποσοτικής χαλάρωσης, αν εφαρμοστεί και στην Ελλάδα.
Με άλλα λόγια ελπίζει ότι αυτά θα έχουν πολιτική απόδοση στο εσωτερικό της χώρας ώστε με τη βοήθεια και ενός ανασχηματισμού να σταθεροποιήσει κάπως την κυβέρνησή του.
Μεταξύ μας, δύσκολο. Οταν κόβεις συντάξεις και αυξάνεις εισφορές, τρεις σκασίλες έχει ο άλλος για το «waiver of the step-up interest rate margin» που υπόσχεται (στην καλύτερη περίπτωση) το Γιούρογκρουπ για το χρέος.
Άλλωστε ούτε στην Ευρώπη τα πράγματα είναι πλέον τόσο ευνοϊκά για τον Τσίπρα όσο ήταν πέρυσι τέτοια εποχή. Οι σύμμαχοι λιγόστεψαν ή αποδυναμώθηκαν σημαντικά.
Οι ανασχηματισμοί, από την άλλη πλευρά, καλλιεργούν προσδοκίες που
σπανίως επιβεβαιώνονται και παράγουν συνήθως αμφίβολα αποτελέσματα.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο ανασχηματισμός του Καραμανλή τον Ιανουάριο του 2009, ή του Σαμαρά τον Ιούνιο του 2014. Και στις δύο περιπτώσεις, ένας ανασχηματισμός σηματοδότησε την αρχή του τέλους.
Ο,τι και αν επιλέξει όμως ο Πρωθυπουργός, εκλογές ή κυβέρνηση, το
μεγάλο του πολιτικό πρόβλημα είναι ένα και εξαιρετικά προφανές: πώς θα διαχειριστεί τη ραγδαία αποδυνάμωση της κυβέρνησής του και συνακολούθως την ενίσχυση της ΝΔ.
Με το πρόσθετο ερώτημα αν αντέχει ο ίδιος να διαχειριστεί ψυχολογικά μια ήττα από τον Μητσοτάκη, ακόμη και με την ελπίδα μιας δεξιάς παρένθεσης.
Προς το παρόν, φαίνεται μάλλον δύσκολο. Στην αντιπαράθεσή τους έχει δώσει έναν οξύ προσωπικό τόνο που δεν βοηθάει τις ψύχραιμες συμπεριφορές.
Ο ίδιος μιλώντας στο Συνέδριο του κόμματός του περιόρισε πάντως
αισθητά τις φιλοδοξίες του ΣΥΡΙΖΑ λέγοντας ότι το ζητούμενο είναι να
καταστεί μια από τις δύο μεγάλες παρατάξεις της χώρας, δηλαδή να μη
διαλυθεί στις εκλογές. Πάνε εκείνα τα ηρωικά που θα «τελείωνε» τους άλλους μια για πάντα!..
Συνεπώς το κύριο πρόβλημα του Τσίπρα δεν είναι οι εκλογές. Είναι η διαχείριση της ήττας.
Αυτήν καλείται να διεκπεραιώσει. Και η πραγματική στόφα των πραγματικών ηγετών στη διαχείριση της ήττας φαίνεται.
ΤΟ ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου