Τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση
γνωρίζουν πολύ καλά ότι η κ. Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν μπορεί να παραμένει
πρόεδρος της Βουλής. Είναι ακατάλληλη για να διευθύνει όχι τις εργασίες
του νομοθετικού οργάνου αλλά οποιουδήποτε συλλογικού σώματος, ακόμη και
μιας συνέλευσης ιδιοκτητών πολυκατοικίας. Τα συνεχή εριστικά και
προσβλητικά σχόλιά της προς κάθε ομιλητή είναι ενδεικτικά της βαθιάς
δυσανεξίας της προς τον διάλογο και τη δημοκρατία, της απόλυτης
αδυναμίας της να αντιληφθεί ότι είναι δυνατόν να υφίστανται απόψεις
αντίθετες με τις δικές της. Την ανικανότητά της να αντεπεξέλθει στις
απαιτήσεις του θεσμικού της ρόλου εμμέσως την παραδέχθηκε και η ίδια,
αφού στις δύο τελευταίες σημαντικές συνεδριάσεις της Ολομέλειας της
Βουλής αρνήθηκε (ευτυχώς) να προεδρεύσει.
Εκτός από το γεγονός ότι μετατρέπει κάθε συνεδρίαση της Βουλής σε επεισοδιακή διαδικασία, η κ. Κωνσταντοπούλου παραβιάζει κατάφωρα το Σύνταγμα ασκώντας προσωπική πολιτική, αντίθετη με αυτήν της κυβέρνησης. Η παιδαριώδης ιστορία με το χρέος είναι το πλέον τρανταχτό παράδειγμα. Τη στιγμή που η κυβέρνηση διαπραγματευόταν για νέο δάνειο, αυτή ζητούσε να αναγνωρισθεί το χρέος ως παράνομο με βάση τα προκαταρκτικά πορίσματα μιας γελοίας επιτροπής που συνέστησε. Εχει προβεί σε δηλώσεις βαθύτατα προσβλητικές προς τους εταίρους μας, πρωτοφανείς για πολιτειακό παράγοντα δημοκρατικού κράτους, που ασφαλώς θα ήταν ικανές να δημιουργήσουν διπλωματικές διαμαρτυρίες και να δυσχεράνουν τη διεθνή θέση της χώρας, αν δεν αντιμετωπίζονταν με συγκατάβαση από τους ξένους.
Το τελευταίο επεισόδιο ήταν η άρνησή της να παράσχει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, όπως είχε ζητήσει ο πρωθυπουργός. Στοιχειώδης συνέπεια θα επέβαλλε να συνοδεύσει αυτή την άρνηση με την παραίτησή της. Δεν νοείται πρόεδρος της Βουλής να αντιτίθεται στη βασική πολιτική της κυβέρνησης. Η κ. Κωνσταντοπούλου, όμως, όπως ακριβώς ο κ. Λαφαζάνης και οι ομοϊδεάτες του υπουργοί, δεν φαίνεται διατεθειμένη να εγκαταλείψει με τη θέλησή της τον θώκο της. Η συνταγματική τάξη επιβάλλει να κινηθεί αμέσως η διαδικασία αντικατάστασής της, με την υποβολή πρότασης μομφής εναντίον της.
Η κυβέρνηση, άβουλη και αναβλητική, όπως με όλα τα ζητήματα, διστάζει να πράξει το προφανές. Φαίνεται να κάνει λογαριασμούς και να νομίζει ότι αναβάλλοντας τη ρήξη μπορεί κάτι να κερδίσει. Δεν καταλαβαίνει ότι η προσπάθεια συνύπαρξης δεν οδηγεί μακριά, ακόμη και με αριθμητικούς όρους. Οι δυνατότητες αύξησης της δύναμής της με την ενσωμάτωση έξαλλων και αντιδραστικών στοιχείων είναι περιορισμένες, και το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να την απομονώνουν από τα ευρύτατα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, τη στήριξη των οποίων έχει ανάγκη.
Λάθος λογαριασμούς κάνει και η αντιπολίτευση, η οποία διστάζει να προχωρήσει στη συλλογή των 50 υπογραφών που απαιτούνται για την κατάθεση πρότασης μομφής εναντίον της προέδρου της Βουλής.
Πρυτανεύουν σκέψεις του τύπου: Τι θα γίνει αν η πρόταση δεν υπερψηφιστεί από τον ΣΥΡΙΖΑ και δεν περάσει; Δεν θα ενισχυθεί η θέση της κ. Ζ. Κωνσταντοπούλου σε αυτήν την περίπτωση; Μήπως είναι καλύτερα να επικρέμαται η απειλή της πρότασης μομφής ώστε να αποφύγουμε ακραίες ενέργειες εκ μέρους της; Πρόκειται για σκέψεις μικροπολιτικών υπολογισμών που χάνουν τη γενική εικόνα και τη θέση που πρέπει να κρατήσει η αντιπολίτευση.
Η αντιπολίτευση (Ν.Δ., Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ) στηρίζει την κυβέρνηση στην εθνική προσπάθεια για παραμονή της χώρας στην Ευρώπη και το ευρώ. Το νέο μνημόνιο είναι το προαπαιτούμενο αυτής της προσπάθειας και, επομένως, η ψήφισή του είναι αυτονόητη. Οι όροι του, για τους οποίους την αποκλειστική ευθύνη φέρει η κυβέρνηση, δεν μπορούν σήμερα να αμφισβητηθούν· είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου για τη χώρα. Θα γίνουν αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης στο μέλλον. Η στήριξη, όμως, αυτή προφανώς περνά μέσα από ένα αδυσώπητο μέτωπο προς τις δυνάμεις που επιδιώκουν την εξαθλίωση της χώρας.
Η πρόταση μομφής εναντίον της κ. Ζ. Κωνσταντοπούλου αποτελεί θέμα τιμής για τον κοινοβουλευτισμό στη χώρα μας. Οποια και να είναι η τύχη της πρέπει επίσημα μέσα στη Βουλή να ακουστούν και να καταγραφούν οι καταγγελίες εναντίον της. Συγχρόνως η πρόταση μομφής δείχνει καθαρά τη θέση της αντιπολίτευσης, το μέτωπό της προς τις αντιδραστικές δυνάμεις, και θέτει τον ΣΥΡΙΖΑ προ των ευθυνών του.
Τον βοηθά να αντιληφθεί μια ώρα αρχύτερα με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει.
Σταύρος Τσακυράκης -καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών
Καθημερινή
Εκτός από το γεγονός ότι μετατρέπει κάθε συνεδρίαση της Βουλής σε επεισοδιακή διαδικασία, η κ. Κωνσταντοπούλου παραβιάζει κατάφωρα το Σύνταγμα ασκώντας προσωπική πολιτική, αντίθετη με αυτήν της κυβέρνησης. Η παιδαριώδης ιστορία με το χρέος είναι το πλέον τρανταχτό παράδειγμα. Τη στιγμή που η κυβέρνηση διαπραγματευόταν για νέο δάνειο, αυτή ζητούσε να αναγνωρισθεί το χρέος ως παράνομο με βάση τα προκαταρκτικά πορίσματα μιας γελοίας επιτροπής που συνέστησε. Εχει προβεί σε δηλώσεις βαθύτατα προσβλητικές προς τους εταίρους μας, πρωτοφανείς για πολιτειακό παράγοντα δημοκρατικού κράτους, που ασφαλώς θα ήταν ικανές να δημιουργήσουν διπλωματικές διαμαρτυρίες και να δυσχεράνουν τη διεθνή θέση της χώρας, αν δεν αντιμετωπίζονταν με συγκατάβαση από τους ξένους.
Το τελευταίο επεισόδιο ήταν η άρνησή της να παράσχει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, όπως είχε ζητήσει ο πρωθυπουργός. Στοιχειώδης συνέπεια θα επέβαλλε να συνοδεύσει αυτή την άρνηση με την παραίτησή της. Δεν νοείται πρόεδρος της Βουλής να αντιτίθεται στη βασική πολιτική της κυβέρνησης. Η κ. Κωνσταντοπούλου, όμως, όπως ακριβώς ο κ. Λαφαζάνης και οι ομοϊδεάτες του υπουργοί, δεν φαίνεται διατεθειμένη να εγκαταλείψει με τη θέλησή της τον θώκο της. Η συνταγματική τάξη επιβάλλει να κινηθεί αμέσως η διαδικασία αντικατάστασής της, με την υποβολή πρότασης μομφής εναντίον της.
Η κυβέρνηση, άβουλη και αναβλητική, όπως με όλα τα ζητήματα, διστάζει να πράξει το προφανές. Φαίνεται να κάνει λογαριασμούς και να νομίζει ότι αναβάλλοντας τη ρήξη μπορεί κάτι να κερδίσει. Δεν καταλαβαίνει ότι η προσπάθεια συνύπαρξης δεν οδηγεί μακριά, ακόμη και με αριθμητικούς όρους. Οι δυνατότητες αύξησης της δύναμής της με την ενσωμάτωση έξαλλων και αντιδραστικών στοιχείων είναι περιορισμένες, και το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να την απομονώνουν από τα ευρύτατα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, τη στήριξη των οποίων έχει ανάγκη.
Λάθος λογαριασμούς κάνει και η αντιπολίτευση, η οποία διστάζει να προχωρήσει στη συλλογή των 50 υπογραφών που απαιτούνται για την κατάθεση πρότασης μομφής εναντίον της προέδρου της Βουλής.
Πρυτανεύουν σκέψεις του τύπου: Τι θα γίνει αν η πρόταση δεν υπερψηφιστεί από τον ΣΥΡΙΖΑ και δεν περάσει; Δεν θα ενισχυθεί η θέση της κ. Ζ. Κωνσταντοπούλου σε αυτήν την περίπτωση; Μήπως είναι καλύτερα να επικρέμαται η απειλή της πρότασης μομφής ώστε να αποφύγουμε ακραίες ενέργειες εκ μέρους της; Πρόκειται για σκέψεις μικροπολιτικών υπολογισμών που χάνουν τη γενική εικόνα και τη θέση που πρέπει να κρατήσει η αντιπολίτευση.
Η αντιπολίτευση (Ν.Δ., Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ) στηρίζει την κυβέρνηση στην εθνική προσπάθεια για παραμονή της χώρας στην Ευρώπη και το ευρώ. Το νέο μνημόνιο είναι το προαπαιτούμενο αυτής της προσπάθειας και, επομένως, η ψήφισή του είναι αυτονόητη. Οι όροι του, για τους οποίους την αποκλειστική ευθύνη φέρει η κυβέρνηση, δεν μπορούν σήμερα να αμφισβητηθούν· είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου για τη χώρα. Θα γίνουν αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης στο μέλλον. Η στήριξη, όμως, αυτή προφανώς περνά μέσα από ένα αδυσώπητο μέτωπο προς τις δυνάμεις που επιδιώκουν την εξαθλίωση της χώρας.
Η πρόταση μομφής εναντίον της κ. Ζ. Κωνσταντοπούλου αποτελεί θέμα τιμής για τον κοινοβουλευτισμό στη χώρα μας. Οποια και να είναι η τύχη της πρέπει επίσημα μέσα στη Βουλή να ακουστούν και να καταγραφούν οι καταγγελίες εναντίον της. Συγχρόνως η πρόταση μομφής δείχνει καθαρά τη θέση της αντιπολίτευσης, το μέτωπό της προς τις αντιδραστικές δυνάμεις, και θέτει τον ΣΥΡΙΖΑ προ των ευθυνών του.
Τον βοηθά να αντιληφθεί μια ώρα αρχύτερα με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει.
Σταύρος Τσακυράκης -καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών
Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου