Του Δημήτρη
Μάρτου
Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου θα στοιχειώνει
για πολλά χρόνια το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Και αυτό γιατί δημιούργησε
μια σαρακοφόρα υπόνοια: μήπως ο λαός
υπέδειξε την επιστροφή στη Δραχμή;
Η έννοια του
εθνικού νομίσματος στην Ελλάδα είναι σχεδόν υπό διωγμό. Και όχι μόνον. Όλα τα εθνικά σημαινόμενα δεν μπορούν να
αυτοπροσδιορίζονται, μπορούν να υπάρχουν
μόνο μέσω του ευρωμονόδρομου. Οι τηλεοπτικοί ασφαλίτες μεριμνούν γι’ αυτό, αν
και όχι πάντοτε με επιτυχία, όπως απέδειξε το δημοψήφισμα.
Ανεξάρτητα αν
το δίλημμα του δημοψηφίσματος ήταν ψευδεπίγραφο, επειδή εμπεριείχε
το αυτονόητο και γιατί τίθετο από
πολιτικές σκοπιμότητες, όπως, να
διαμορφωθεί ατμόσφαιρα σύγχυσης, για να απορροφηθεί η εν δυνάμει κωλοτούμπα /
ατιμία του πρωθυπουργού και, ανεξάρτητα αν η αντιπολίτευση προσπάθησε μέσω του
δημοψηφίσματος να συγκαλύψει τις δικές της ευθύνες στο δρόμο προς τη χρεωκοπία,
ενισχύοντας περαιτέρω τη σαθρότητα του με δικά της δόλια διλήμματα, η
εντυπωσιακή συμμετοχή του λαού και η ετυμηγορία του υπέρ του ΟΧΙ επανέφερε στο
δημόσιο διάλογο, σχεδόν καθιέρωσε, τη Δραχμούλα, ως μια πιθανή στρατηγική
εξόδου από την κρίση. Όσοι το παραβλέπουν αυτό εθελοτυφλούν.
Το δημοψήφισμα
εισήγαγε καίρια ζητήματα εθνικής στρατηγικής στον πολιτικό διάλογο.
Για
το χαρακτήρα του ελληνικού ευρωπαϊσμού
Ανέδειξε τις
αντιθέσεις και αντιφάσεις που υπάρχουν στις δυνάμεις
του νόθου ευρωπαϊσμού. Νόθος, γιατί διαμορφώθηκε στη βάση
δύο πολιτικοϊδεολογικών προταγμάτων: του καραμανλικού επαρχιωτισμού και
του παπανδρεϊκού καιροσκοπισμού,
οσμωμένους με τους διαχρονικούς πυλώνες της εθνικής χρεωκοπίας:
το πελατειακό σύστημα και το συγκεντρωτισμό της Αθήνας. Ανάμεσα στα προτάγματα
και τους πυλώνες της χρεωκοπίας διακονεύουν διάφορες εκδοχές τους, όπως, ο
λαμογιακός ευρωπαϊσμός, ο ληστοκρατικός, ζημενσικός, σημιτικός, αυτός των κυνηγών επιδοτήσεων, μέχρι και
ο εκκεντρικός και αφελής της Αριστεράς.
Το ΟΧΙ έδωσε τη δυνατότητα στις
δυνάμεις του ευρωσκεπτικισμού, του αντιιμπεριαλισμού και του εθνικού κεκτημένου,
που λιμνάζανε από το 1981,να διεμβολίσουν σ’ ένα δημόσιο λόγο που κυριαρχείται,
μετά την ένταξη στην ευρωζώνη, από την αυταρχικότητα και την μονομέρεια του νόθου ευρωπαϊσμού.
Επιπλέον, το ΟΧΙ απέτρεψε την
ικανοποίηση ενός καημού των δυνάμεων του νόθου ευρωπαϊσμού αυτό του
ελλείμματος δημοκρατικής νομιμοποίησης
των εντάξεων: στην ΕΟΚ (1981), στην
Ευρωπαϊκή Ένωση (1993), στην Ευρωζώνη (2000) και στα
Μνημόνια (2010). Από τους Μητσοτάκη, Σημίτη, Καραμανλή και Σαμαρά,
θεωρήθηκε το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου μια ευκαιρία
ετεροχρονισμένης νομιμοποίησης της
ευρωπαϊκής στρατηγικής. Γι’ αυτό προσπάθησαν να το αναγάγουν σε ΝΑΙ ή ΟΧΙ στην
ΕΕ και την Ευρωζώνη, καλύπτοντας και την πιο αντιδημοφιλή συνέχειά τους: τα
Μνημόνια. Το ΟΧΙ τους άφησε με τον καημό και τους εκδικήθηκε για το σαθρό
ευρωπαϊσμό τους.
Ταυτόχρονα η σκληρότητα και η αδιαλλαξία
των Εταίρων ενεργοποίησε πατριωτικές και αντιιμπεριαλιστικές μνήμες.
Προκάλεσαν το εθνικό αίσθημα, με το να
αποποιηθούν τις δικές τους ευθύνες στη χρεωκοπία της ελληνικής οικονομίας,
παρουσιάζοντας τις ντόπιες πολιτικές ηγεσίες ως τις μόνες υπεύθυνες, επειδή δεν
διέθεταν ευρωπαϊκή κουλτούρα, ήθος και υψηλά ιδανικά και ότι μόνον οι ίδιοι
μπορούσαν να αποκαταστήσουν αυτό το έλλειμμα. Ο λαός είπε ΟΧΙ στην αναίδεια τους να τεθεί ο ίδιος σε
θέση αξιολόγησης στην κλίμακα κατανόησης ή μη αυτής της ευγενικής προσφοράς.
Το δημοψήφισμα ενεργοποίησε ενοχές και συγνώμες για την
περίοδο της ύβρεως, του νόθου ευρωπαϊσμού. Ο ελληνικός λαός διαισθάνθηκε
ότι εκποιούνταν η εθνική του κυριαρχία / αξιοπρέπεια, ότι συνθλιβόταν ανάμεσα
στον ηγεμονισμό των Εταίρων και την ανημποριά του εγχώριου
πολιτικού προσωπικού. Διέκρινε ότι την απεριόριστη εξουσία να «αποφασίζει κατ’
εξαίρεση», σύμφωνα με τον ορισμό για την κυριαρχία του Καρλ Σμίτ,
δηλαδή, ν’ αποφασίζει σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, την έχουν ακόμη τα
δυτικά διευθυντήρια.
Από τη βαυαροκρατία μέχρι την αμερικανοκρατία και σήμερα την
ευρωκρατία, το επιχείρημα μεταβίβασης εθνικής κυριαρχίας έχει γίνει το δημόσιο
χρέος. Η φετιχοποίηση της εξυπηρέτησής του
διαμορφώνει ανορθολογικά την
παραγωγική και οικιστική οργάνωση της χώρας και, επόμενα, τη νόθα ιδεολογία
της: τον εκδυτικισμό - εξευρωπαϊσμό.
Μας
συμφέρει να είμαστε στην Ευρωζώνη;
Το
δημοψήφισμα νομιμοποίησε την ασάφεια στο γεωστρατηγικό ερώτημα που το ίδιο υπονόησε: μας
συμφέρει να είμαστε στην Νομισματική ΄Ενωση; Αν και μακροπρόθεσμα αυτή η
ασάφεια ενισχύει την ευελιξία της εθνικής μας στρατηγικής, εντούτοις, το
πολιτικό προσωπικό, επειδή είναι εκπαιδευμένο στον ευρωμονόδρομο, οδηγείται
στην παράβλεψη ή στη δαιμονοποίησή της.
Να θυμηθούμε
ότι η ένταξη στην ΕΟΚ, το Μάιο του 1981 από τον Κ. Καραμανλή, πραγματοποιήθηκε
σε αντίθεση με τη λαϊκή θέληση. Ο λαός εκφραζόταν από το σύνθημα «ΟΧΙ στην
ΕΟΚ των μονοπωλίων- ειδική συμφωνία τύπου Νορβηγίας». Το ποσοστό στις
εκλογές του 1981, που περιλάμβανε και το ερώτημα ΝΑΙ ή ΟΧΙ στην ΕΟΚ, ήταν πάλι
40-60. Αν και ο Α. Παπανδρέου υποσχέθηκε
ότι θα επανεξέταζε τη Συμφωνία ένταξης, παίρνοντας την κυβέρνηση, επειδή απέσπασε
ευρωπαϊκούς πόρους, είπε: «τώρα δεν μας συμφέρει να φύγουμε»,
καθιερώνοντας έτσι τον καιροσκοπισμό ως
σχέση με τους Εταίρους.
Στη συζήτηση
στη Βουλή, το 1993, για την επικύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ (Συνθήκη
ίδρυσης Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΟΝΕ), που υπέγραψε το 1992 η κυβέρνηση Μητσοτάκη δια των
Σαμαρά-Χριστοδούλου, ο Α. Παπανδρέου απείλησε να μην την επικυρώσει, γιατί διέκρινε ότι οικοδομούσε την Ευρώπη των δύο
ταχυτήτων και ότι η Ελλάδα δεν είχε μέλλον σε μια τοκογλυφική συμμαχία
πλούσιου Βορρά και του φτωχού Νότου. Άφησε όμως ένα παραθυράκι: αν γινόταν
μεταφορά πόρων από το βορρά προς νότο, θα την υπέγραφε. Από αυτούς τους
“πόρους” μπήκαν και “οι οχτροί”. Ακόμη μια φορά ο καιροσκοπισμός εκφύλιζε την
“πολυδιάστατη εθνική στρατηγική”, ενώ τα “πακέτα στήριξης” συγκάλυπταν την
καταστροφή που συντελούνταν στην πραγματική οικονομία.
Η ένταξη στην
ΟΝΕ, το 2000, μετέτρεψε τις ευρωπαϊκές σχέσεις καθαρά σε τραπεζικές /
τοκογλυφικές. Επιδείνωσε τη σαθρότητα του ελληνικού ευρωπαϊσμού, με τις
σκοτεινές διασυνδέσεις του με διεθνή
κερδοσκοπικά λόμπυ, με εταιρείες
σκανδάλων, πχ, Ζήμενς, με αλλοιώσεις στατιστικών δεδομένων και άλλες δράσεις
μαφιόζικου τύπου. Επρόκειτο για την μετεξέλιξη του καιροσκοπικού ευρωπαϊσμού σε λαμογιακό. Το υψηλό κόστος εξαγοράς
της ένταξης στο Ευρώ καθώς και της συντήρησης σ’ αυτό κατέστρεψαν την
πραγματική οικονομία και οδήγησαν στην αθλιότητα των Μνημονίων. Αντίθετα, χώρες
που ακολούθησαν δημοψηφισματικές διαδικασίες με
εθνοκεντρικό και συγκρατημένο ευρωπαϊσμό, όπως η Σουηδία και η Δανία,
διέσωσαν την εθνική τους οικονομία και αξιοπρέπεια.
Ανήκομεν
εις την Δύσιν;
Το δημοψήφισμα επανέφερε στο δημόσιο
διάλογο μια γεωπολιτισμική ασάφεια: Ανήκομεν εις την Δύσιν ή πρόκειται
για εθελοτυφλία; Η
αθηναϊκή πολιτικομιντιακή διανόηση, είτε από σκοπιμότητα είτε από άγνοια,
συγχέει τις έννοιες “Ευρωπαίοι” και “Δυτικοί”. Αν και οι δύο είναι σύγχρονες
και αναθεωρούν την κατηγορία “Χριστιανοί”, που υπήρχε ιστορικά στη θέση τους, η
έννοια “Ευρωπαίοι” είναι πιο σύνθετη και
περιλαμβάνει διάφορες πολιτιστικές δομές, όπως την Καθολική Λατινική Δυτική
Ευρώπη, την Ορθόδοξη Ελληνική Ανατολική Ευρώπη κλπ. Πολλοί ταυτίζουν την Ευρώπη
και το ευρωπαϊκό όραμα με το δυτικισμό, επειδή, συγκυριακά η Δύση είναι
κυρίαρχη στην ευρωπαϊκή Ήπειρο και επιβάλλει τους δικούς της τρόπους και
θεσμούς.
Για τους Δυτικούς, ο κόσμος τους, δεν συμπεριλαμβάνει την
Ελλάδα, συμπεριλαμβάνει μόνο την ελληνική αρχαιότητα. Έτσι, Δύση
συνιστούν οι δεκαπέντε χώρες της ΕΟΚ, χωρίς την Ελλάδα, με Ελβετία, Νορβηγία
και Ισλανδία, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς,
καθώς και οι αποικιακές χώρες: Αντίλλες, Γουιάνα, Ρεϋνιόν, Κανάριοι Νήσοι,
Αζόρες, Γροιλανδία, Χαβάη, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία, δηλαδή, οι καθολικές και
προτεσταντικές χώρες. Αυτό που τις δένει είναι «τα κοινά πολιτισμικά
χαρακτηριστικά», τα οποία «υπερισχύουν σε σπουδαιότητα των τοπικών
διαφοροποιήσεων» (Φιλίπ Νεμό, Τι είναι Δύση, Εστία, 2008, σ.139). Η
Ελλάδα δεν συμπεριλαμβάνεται λόγω διαφορών πολιτισμικού τύπου και σ’ αυτό
μάλλον υπάρχει δίκαιο. Γιατί ο ελληνισμός έχει 1000 χρόνια Βυζάντιο και 400-500
τουρκική σκλαβιά, που τον «μόλυναν ιδεολογικά». Στη δυτική εκδοχή του
ευρωπαϊκού πολιτισμού ο ελληνικός λαός, η πολιτική και εθνική του συγκρότηση
γίνεται ανεκτή μόνον ως δομή εκδυτικισμού. Οι Δυτικές ελίτ επιμένουν να μην
κατανοούν τον ελληνικό λαό ως υποκείμενο της ιστορίας, να μη τον δέχονται ως
έκφραση μιας πολιτισμικής ταυτότητας. τον δέχονται μόνον ως
αντικείμενο επιδιόρθωσης. Ούτε όμως και το αθηνοκεντρικό κράτος, ως οργανωτής
της εκδυτικοποίησης, κατάφερε να εντάξει την Ελλάδα στη Δύση, αφού δεν μπόρεσε να εξαλείψει την αυτόχθονη παραγωγή
πολιτισμού.
Η
στενοχωρία της ευρωζώνης
Μετά το ΟΧΙ της 5ης Ιουλίου μια αντικειμενική προσέγγιση θα προσπαθούσε
ν’ απαντήσει στα εξής ερωτήματα:
Μήπως η οικονομική χρεωκοπία δεν
οφείλεται μόνον στις ανεπάρκειας του πολιτικού προσωπικού αλλά και στην
ίδια την ένταξή μας στη ευρωζώνη; Μήπως μια οικονομία με διαφορετικό
πολιτισμικό υπόβαθρο, με διαφορετικές τις γεωοικονομικές και γεωπολιτισμικές
πιέσεις και με έντονες τις τάσεις παγκοσμιοποίησης και ανατολικοποίησης,
εμποδίζεται από τον μονοδιάστατο ευρωζωνικό προσανατολισμό της και,
μήπως το ευρώ, οσμωμένο με το πελατειακό σύστημα και τον αθηναϊκό συγκεντρωτισμό, είναι αυτό που οδηγεί σταθερά προς τη χρεωκοπία;
Μήπως η δυτικοκρατούμενη Νομισματική
Ένωση είναι πλέον στενός χώρος για την ελληνική οικονομία και τις
αντικειμενικές τάσεις της; Μήπως το μέλλον της Ελλάδας δεν είναι στους 19;
Μήπως το βλέμμα της πρέπει να είναι οικουμενικό, δικέφαλο και όχι
μονοδιάστατο δυτικοευρωπαϊκό; Γιατί, τί δυτικοευρωπαϊκό προοπτικά έχει η Ελλάδα
εκτός από το χρέος της; Έχει μήπως τη ναυτιλία, τον τουρισμό, τα αγροτικά
προϊόντα; Μήπως οι Έλληνες πρέπει να κάνουν τις επιλογές τους με βάση τα
γεωπολιτισμικά σημαινόμενα του τόπου τους: της πολυηπειροτικότητας, της
πολυκεντρικότητας, της πολυμορφίας και της πολυμηχανίας; Μήπως η εναπόθεση του
μέλλοντος της χώρας στα χέρια του γερμανικού
και βρυξελικού διευθυντηρίου είναι πλέον επικίνδυνη; Μήπως ο λαός από ένστικτο άνοιξε το δρόμο για
την υπέρβαση του ευρωμονόδρομου, και
αναζητεί μια νέα πολιτική ηγεσία και προσωπικό που θα δουλέψει πάνω
στην οικουμενικότητα;
Υπό το πρίσμα αυτών των ερωτημάτων ίσως
ερμηνεύονται και οι αγωνιώδεις προσπάθειες των θυλάκων του νόθου ευρωπαϊσμού να
χειραγωγήσουν το μήνυμα του δημοψηφίσματος.
Αντί να ψάξουν να βρουν τα ιστορικά, πολιτισμικά και οικονομικά αίτια του «αντιδυτικισμού» του ελληνικού λαού του προσάπτουν ανωριμότητα. Φαίνεται
ότι αντιμετωπίζουν και αυτοί τον ελληνικό λαό ως αντικείμενο επιδιόρθωσης και
όχι ως υποκείμενο της ιστορίας.
και το
φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ
Το Δημοψήφισμα τελικά αποκάλυψε και το
ποιόν του πολιτικού φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ. Γιγαντώθηκε ως πολιτικό πρόγραμμα που θα
“έσκιζε τα μνημόνια”. Οι σημερινές οβιδιακές μεταμόρφωσεις των ηγετικών παρεών
του, απέδειξαν ότι δεν ξεπέρασαν τα εθνομηδενιστικά σύνδρομα ότι δεν έχουν λαϊκή όσμωση, ότι νιώθουν καλύτερα περιφερόμενες στους διαδρόμους
και τους θύλακες του νόθου ευρωπαϊσμού.
Η κυβέρνηση της “πρώτη φορά” Αριστεράς απλώς δεν “τόχει”, δεν κυοφορεί την
υπέρβαση, είναι μέρος του επαρχιώτικου-καιροσκοπικού ευρωπαϊσμού.
Πως ερμηνεύεται η επινόηση του
δημοψηφίσματος και η αμέσως μετά επιχείρηση εκφυλισμού της ετυμηγορίας του
λαού; Το ένστικτο της πολιτικής επιβίωσης της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, μετά την αποτυχία της
διαπραγμάτευσης, την οδήγησε στην αξιοποίηση των αντιιμπεριαλιστικών - εθνικών αντανακλαστικών
του ελληνικού λαού, που, βέβαια, πολλές παρέες της απεχθάνονται. Έτσι, αφού
απέσπασε την συναίνεση του λαού με σύνθημα
“εθνική αξιοπρέπεια”, αμέσως μετά την ξέσκισε με δόλιες παρερμηνείες και
συναντήσεις με τους μεγάλους αρχηγούς του “πάση θυσία ευρώ” .
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συγκίνησε το λαό ούτε και
φόβισε τους Εταίρους για το αριστερό του πρόγραμμα αλλά για τις
πατριωτικές μεταμορφώσεις του. Εξάλλου, τα αριστερά προγράμματα είναι πακέτα
ιδεών δυτικής προέλευσης που έχουν τη δυνατότητα να τα εξουδετερώνουν ή να τα
απορροφούν οι Εταίροι. Αυτό που φοβούνται είναι τα αντιιμπεριαλιστικά
προγράμματα, δηλαδή, τα εθνικά, τα αυτόνομα, τα έξω από αυτούς. Εξάλλου,
ιστορικά, αυτό που κυνηγήθηκε στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο η Αριστερά όσο ο
πατριωτισμός. Αλλά πάλι ο πατριωτισμός, από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής
και της αμερικανοκρατίας, μέχρι αυτά της ευρωκρατίας, αναδείχτηκε κυρίως από
παρέες Αριστερών. Όχι βέβαια από Αριστερούς της… Πλάκας, των λεονταρισμών και
της ανημποριάς, απ’ αυτούς που επιλέγονται από την τηλεοπτική Ασφάλεια για να
μαγαρίζουν τους προβληματισμούς του λαού, τάχα ως ειδικοί, με πορίσματα τύπου: «δεν είμαστε έτοιμοι για επιστροφή
σε εθνικό νόμισμα», πλειοδοτώντας κουτοπόνηρα υπέρ της υπογραφής του 3ου
Μνημονίου.
Ούτε βέβαια από επαγγελματίες Αριστερούς
που ισοπεδώνουν συστηματικά τις διαφορές
με αφορισμούς τύπου: τι ευρώ-τι
δραχμή, με το επιχείρημα ότι και τα δύο
είναι καπιταλιστικά νομίσματα. Φαίνεται
να μην κατανοούν ότι η Δραχμούλα σ’ αυτή τη φάση είναι σύμβολο εθνικού
αυτοπροσδιορισμού και, επόμενα, αντιμπεριαλισμού και ότι η ελληνική οικονομία
είναι πρωτίστως θύμα του ιμπεριαλισμού και μετά του καπιταλισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου