Στα πρωτοσέλιδα των βρετανικών εφημερίδων
μιλούσαν για την πιο ψυχρή αυγουστιάτικη αργία στα χρονικά. Ο καιρός
περιγραφόταν «κρύος, γκρίζος και υγρός». Στη Σκωτία, αναφέρθηκαν
θερμοκρασίες παγετού σε ορισμένες περιοχές.
Η βρετανική κακοκαιρία, ωστόσο, δεν μπορούσε να αμβλύνει τον ενθουσιασμό μου καθώς περίμενα στον ανακαινισμένο σταθμό του King’s Cross στο βόρειο Λονδίνο για να πάρω το τρένο για το Κέμπριτζ. Ο λόγος ήταν ότι πήγαινα να συναντήσω τον Αμάρτια Σεν, νομπελίστα οικονομολόγο και σημαίνοντα φιλόσοφο – έναν από τους σπουδαιότερους διανοούμενους εν ζωή.
Παρά τα 80 του χρόνια, ο Σεν είχε προθυμοποιηθεί να με παραλάβει από τον σταθμό. Εξεπλάγην μάλιστα όταν συνειδητοποίησα ότι οδηγούσε ο ίδιος (όχι χωρίς μικρά παρατράγουδα). Μικροκαμωμένος, ευγενής, προσιτός, με ένα γκρίζο σακάκι tweed, με καλωσόρισε και ξεκινήσαμε για το θρυλικό κολέγιο Trinity του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, του οποίου ήταν master μεταξύ του 1998-2004 και όπου σήμερα εξακολουθεί να διδάσκει (όπως και στο Χάρβαρντ).
Η συζήτησή μας κάλυψε πολλά. Ξεκίνησε στο αυτοκίνητο και συνεχίστηκε στους κήπους του Trinity, τους στοιχειωμένους από τα φαντάσματα του Νεύτωνα και του Φράνσις Μπέικον, του Ράσελ και του Βιτγκενστάιν, έξι Βρετανών πρωθυπουργών και των τριών διαβόητων Σοβιετικών κατασκόπων του Κέμπριτζ, κατά το μεσημεριανό, που φάγαμε στην ψηλοτάβανη επίσημη αίθουσα με τα βλοσυρά πορτρέτα, στο senior common room, μεταξύ των dons που διάβαζαν τις εφημερίδες τους, και στο γραφείο του.
Μου μίλησε για τη σχέση του με ορισμένες από τις ιδρυτικές φιγούρες της ευρωπαϊκής ιδέας. Ο πατέρας της δεύτερης γυναίκας του, της οικονομολόγου Εβα Κολόρνι, ήταν ο Εουτζένιο Κολόρνι, αντιστασιακός που δολοφονήθηκε από τους φασίστες στη Ρώμη δύο μέρες πριν φτάσουν τα αμερικανικά στρατεύματα. Πριν από αυτό, ήταν κρατούμενος στο νησί Βεντοτένε μαζί με τον Αλτιέρο Σπινέλι και τον Ερνέστο Ρόσι, που συνέγραψαν εκεί το μανιφέστο του Βεντοτένε «για μια ελεύθερη και ενωμένη Ευρώπη». Μετά τον θάνατο του Κολόρνι, η σύζυγός του και πεθερά του Σεν, Ούρσουλα Χίρσμαν, αδελφή του σπουδαίου οικονομολόγου Αλμπερτ Χίρσμαν, που είχε μεταφέρει λαθραία το μανιφέστο στην ηπειρωτική Ιταλία, παντρεύτηκε τον Σπινέλι.
Ο Σεν δεν μου τα αφηγήθηκε τυχαία όλα αυτά. Ηθελε να υπερτονίσει την αφοσίωση στο ιδεώδες της ενωμένης Ευρώπης – το οποίο ανέκαθεν θεωρούσε ότι θα υπονομευθεί από το κοινό νόμισμα. «Το ευρώ μαχαίρωσε την ενότητα της Ευρώπης στην πλάτη», λέει χαρακτηριστικά. «Ηταν ιδιαίτερα ακατάλληλο για τις χώρες του Νότου, καθώς –σε αντίθεση με τη Γερμανία– οδήγησε σε ανατίμηση των νομισμάτων τους. Και έχει δημιουργήσει σήμερα σημαντικές εντάσεις μεταξύ των κρατών-μελών. Ξεκαθαρίζει ότι δεν επικρίνει την απόφαση της Ελλάδας να παραμείνει στο ευρώ – «όταν είσαι μέσα, δεν φεύγεις εύκολα, θα προκαλούσε τεράστια κρίση. Πρέπει να αλλάξεις το σύστημα εκ των έσω». Ωστόσο, δηλώνει απερίφραστα ότι η χώρα μας δεν έπρεπε να υιοθετήσει το κοινό νόμισμα και ότι η δημιουργία του στερούνταν οικονομικής λογικής. «Η ευελιξία στις συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι απαραίτητη. Μετά την κρίση του 1998, οι οικονομίες της ανατολικής Ασίας ανέκαμψαν κυρίως χάρη στην υποτίμηση των νομισμάτων τους. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο φίλος μου ο Τζορτζ Σόρος έγινε πολύ πλούσιος ποντάροντας κατά της βρετανικής λίρας. Γιατί στοιχημάτισε ότι, σε συνθήκες κρίσης, η Βρετανία θα αναγκαζόταν να προχωρήσει σε υποτίμηση».
Ο Σεν μιλάει με σκληρά λόγια και για τη διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης. Χαρακτηρίζει ως «μεγαλύτερο λάθος» τον «συγκερασμό των ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων, που ήταν όντως απαραίτητες, με τη λιτότητα, που ήταν μια λάθος επιλογή». Το αποτέλεσμα, κατά τον σπουδαίο Ινδό διανοητή, ήταν ότι «όσοι ήταν υπέρ των μεταρρυθμίσεων τελικά στράφηκαν εναντίον τους, γιατί ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με καταστροφικές περικοπές σε κρίσιμους τομείς του κράτους πρόνοιας». Είναι δε απαισιόδοξος για το ενδεχόμενο να διασφαλιστεί η μακροβιότητα του ευρώ μέσω βαθύτερης πολιτικής και δημοσιονομικής ενοποίησης. «Η κορύφωση του ρεύματος για κάτι τέτοιο ήταν αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την εποχή ανθρώπων σαν τον Σπινέλι. Σήμερα η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Μιλούσα πρόσφατα σε μια μικρή πόλη στην Ιταλία και έκανα κάποια επικριτικά σχόλια για τη γερμανική διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης. Ολοι σηκώθηκαν όρθιοι και χειροκροτούσαν, κάποιοι φωνάζοντας αρνητικά πράγματα για τους Γερμανούς. Δεν μπορεί να υπάρξει περαιτέρω ενοποίηση υπό αυτές τις συνθήκες».
Η Ευρώπη έχει υπάρξει πρότυπο στο κράτος πρόνοιας
Στην πορεία του από τη δυτική Βεγγάλη στις αίθουσες διαλέξεων των πιο λαμπρών αγγλοσαξονικών πανεπιστημίων, ο Σεν πέρασε ένα φεγγάρι και από την Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 1963, ήταν για ένα δεκαπενθήμερο καλεσμένος στο ΚΕΠΕ του Ανδρέα Παπανδρέου, για του οποίου τις ικανότητες ως οικονομολόγου και επικεφαλής του τμήματος Οικονομικών του Μπέρκλεϊ μού μίλησε με εξαιρετικά θερμά λόγια. Η επίσκεψη στο ΚΕΠΕ ήταν το ξεκίνημα μιας σχέσης διαρκείας με την οικογένεια, που συνεχίστηκε και μετά τον θάνατο του Ανδρέα. Το 1998, ο Σεν έδωσε την πρώτη επίσημη διάλεξη στη μνήμη του Παπανδρέου. Την ερχόμενη εβδομάδα, θα βρεθεί στην Αθήνα σε συνέδριο για την ανθρώπινη ανάπτυξη σε εποχές κρίσης, εκ των βασικών διοργανωτών του οποίου είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου ο νεότερος.
Τον ρωτάω την άποψή του για τα αίτια της δημοσιονομικής κατάρρευσης της χώρας. «Τα προβλήματα της Ελλάδας δεν προήλθαν από τον ιδιωτικό τομέα, όμως προήλθαν προεξαρχόντως από τις σπατάλες του κράτους. Ηταν πάνω από όλα σύμπτωμα της διεθνούς κατάστασης», απαντά ο Σεν. «Η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν ταχέως για πολλά χρόνια πριν από τη διεθνή κρίση και το κράτος δεν είχε προβλήματα χρηματοδότησης». Δίνει έμφαση στην κρίσιμη ανάγκη μεταρρυθμίσεων, η απουσία των οποίων στα χρόνια πριν από την κρίση είχε αποτέλεσμα ένα δημόσιο τομέα που κόστιζε περισσότερο από όσο θα έπρεπε και που είχε λιγότερα έσοδα, κυρίως εξαιτίας της μη καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Ωστόσο, όπως σημειώνει, «η λιτότητα δεν βοήθησε στην προώθηση των αλλαγών που χρειάζονταν στη δημόσια διοίκηση. Η συρρίκνωση της οικονομίας που επέφερε, δε, επιδείνωσε δραματικά τα δημόσια οικονομικά».
«Χώρες όπως η Ελλάδα, αλλά και η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ισπανία, χρειάζονται μεταρρυθμίσεις», τονίζει ο Σεν. «Τις χρειάζονται με έναν τρόπο που δεν τις χρειάζεται η Γερμανία. Αντιστοίχως δεν τις χρειάζεται ούτε η Βρετανία, γιατί σε μεγάλο βαθμό τις έκανε η Μάργκαρετ Θάτσερ – η οποία, φυσικά, σε κάποιες περιπτώσεις το παράκανε».
Οπως παρατηρεί όμως, το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο «εξαρτάται ζωτικά από το κράτος πρόνοιας», πεδίο όπου «η Ευρώπη έχει υπάρξει το πρότυπο το οποίο έχουν επιχειρήσει να αντιγράψουν όλοι οι υπόλοιποι – η Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ, η Ταϊβάν, η Ν. Κορέα, ακόμα και η Κίνα τελευταίως». Και η Ινδία; «Κι εκεί χρειάζεται, αλλά υπάρχουν δύο προβλήματα: ανεπαρκείς δημόσιες δαπάνες και η κουλτούρα της διαφθοράς, που διογκώνει το κόστος των δημοσίων υπηρεσιών και μειώνει την αποδοτικότητά τους». Οπως και στην Ελλάδα, παρατηρώ. «Ναι, ακριβώς».
Πολλά οικονομικά μοντέλα δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα
Μεγάλο μέρος του έργου του Αμάρτια Σεν ως πολιτικού φιλοσόφου εστιάζεται στο ζήτημα της ανισότητας και ειδικότερα στο «τι είδους ισότητα» πρέπει να επιδιώκει μια δίκαιη κοινωνία. Οπως εξηγεί, η άμβλυνση της εισοδηματικής ανισότητας είναι μία μόνο πτυχή του πολυδιάστατου ζητήματος της ανισότητας. «Υπάρχει ανισότητα στην πρόσβαση στην παιδεία, στην υγεία, στην κοινωνική ασφάλιση. Η προσέγγιση της ανισότητας από τη δημόσια πολιτική δεν πρέπει να γίνεται αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα του εισοδήματος».
Ο Ινδός νομπελίστας έχει πρωτοστατήσει στη μελέτη των θεσμικών αιτιών των λιμών και στην κατάρτιση των οικονομικών και κοινωνικών κριτηρίων που έχει υιοθετήσει ο ΟΗΕ για το Human Development Report, το οποίο συντάσσει ετησίως, και που αξιολογεί την ευημερία των χωρών με όρους πολύ ευρύτερους και ουσιώδεις από την αύξηση του ΑΕΠ. Η θεωρητική βάση των κριτηρίων αυτών είναι μία σύλληψη της έννοιας της ελευθερίας που έχει αναπτύξει ο Σεν η οποία, σε αντίθεση με τη λογική του κλασικού φιλελευθερισμού (και των νεοφιλελεύθερων απογόνων του), δεν βλέπει την ισότητα ως αξία ανταγωνιστική προς την ελευθερία, αλλά ως απαραίτητη προϋπόθεση.
«Η ιδέα ότι η ελευθερία και η ισότητα είναι ανταγωνιστικές αξίες είναι προϊόν διανοητικής σύγχυσης, που έχει αποδειχθεί αρκετά επιζήμια», σημειώνει και εξηγεί: «Η έννοια της ελευθερίας, όπως την ερμηνεύω, είναι η έννοια που της έδωσε ο Αριστοτέλης –της ελευθερίας της πλήρους ανάπτυξης της προσωπικότητας– και αργότερα ο Ανταμ Σμιθ, που μίλησε για την ελευθερία στην επιδίωξη της καλής ζωής. Από αυτήν την ερμηνεία προκύπτει πως αν κάποιος ενδιαφέρεται για την ελευθερία, πρέπει να ενδιαφέρεται και για την καταπολέμηση της ανισότητας».
Πιστεύει ότι οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού τις τελευταίες δεκαετίες έχουν σφετεριστεί την έννοια της ελευθερίας; «Οχι, πιστεύω ότι η ελευθερία έχει πολλαπλά νοήματα. Η πτυχή στην οποία εστιάζουν οι υποστηρικτές της ελευθεριακής φιλοσοφίας –την απουσία περιορισμών και επεμβάσεων στην ιδιωτική ζωή του καθενός– είναι αναμφίβολα σημαντική. Μάλιστα, ήμουν από εκείνους που ανέδειξαν τη σημασία της ατομικής ελευθερίας στη θεωρία της κοινωνικής επιλογής. Ωστόσο, η σύλληψη αυτή δεν εξαντλεί την έννοια της ελευθερίας, και όσοι νομίζουν ότι την εξαντλεί, περιορίζουν αδικαιολόγητως την έννοια».
Τα επιχειρήματα αυτά –για τις διαφορετικές πτυχές της ανισότητας, για τη σχέση ισότητας και ελευθερίας– δεν έχουν απλώς θεωρητικό ενδιαφέρον. Ο προβληματισμός στο επίκεντρο του περυσινού βιβλίου του Σεν (μαζί με τον Ζαν Ντρεζ) για τη σύγχρονη Ινδία αφορά την αδυναμία της χώρας να βελτιώσει την ποιότητα ζωής εκατοντάδων εκατομμυρίων Ινδών, παρά τα αναπτυξιακά (με όρους ΑΕΠ) άλματα των τελευταίων 20 ετών και το δημοκρατικό καθεστώς που διασφαλίζει τις ατομικές τους ελευθερίες. «Εισοδηματικά, η Ινδία δεν είναι πιο άνιση από την Κίνα. Αλλά όσον αφορά την ισότητα πρόσβασης –και την ελευθερία την οποία αυτή συνεπάγεται– σε επαρκή σχολεία, σε λειτουργικά νοσοκομεία, σε προγράμματα εμβολιασμού, σε κοινωνική ασφάλιση, αυτή σε μεγάλο βαθμό δεν υφίσταται για τους φτωχούς στην Ινδία, ενώ υφίσταται για τους περισσότερους φτωχούς στην Κίνα».
Τα σωστά μαθηματικά
Παράλληλα με τη συρρίκνωση της έννοιας της ελευθερίας, ο Σεν έχει αναδείξει και εναντιωθεί εδώ και δεκαετίες στην «τεχνοκρατικοποίηση» της οικονομικής επιστήμης. «Για πολλά οικονομικά προβλήματα, τα μαθηματικά βοηθούν πολύ. Το ζήτημα είναι η χρήση των σωστών μαθηματικών εργαλείων», εξηγεί ο φημισμένος οικονομολόγος, του οποίου το αρχικό πτυχίο συνδύαζε Οικονομικά και Μαθηματικά. «Τα μαθηματικά που χρησιμοποιούνται στα Οικονομικά προέρχονταν για ένα διάστημα κυρίως από τη Φυσική. Αλλά οι μεταβλητές της Φυσικής είναι πολύ διαφορετικές –και πολύ πιο εύκολα μετρήσιμες– από αυτές των Οικονομικών».
Για τον Σεν, ο μιμητισμός των φυσικών επιστημών είναι «η εύκολη λύση», αλλά έχει στρεβλωτική επίδραση στον κλάδο, καθώς πολλά οικονομικά προβλήματα δεν μπορούν να αναλυθούν έτσι. Ωστόσο, όπως παρατηρεί, όσοι υιοθετούν αυτή τη μεθοδολογία τείνουν να ανταμείβονται δυσανάλογα (με καλύτερες θέσεις, υψηλότερους μισθούς κ.ο.κ.). «Το αποτέλεσμα είναι ότι αρκετοί ικανοί νέοι οικονομολόγοι παρεκτρέπονται από το μονοπάτι που θα παρήγε ρηξικέλευθο επιστημονικό έργο που δεν είναι ιδιαίτερα τεχνικό, προς την κατεύθυνση πιο τεχνικής δουλειάς πιο χαμηλής ποιότητας».
Πολλά οικονομικά μοντέλα, κατά τον Σεν, πάσχουν από την τυφλή τους προσήλωση σε ορισμένα βασικά αξιώματα –π.χ. τα μονοδιάστατα εγωιστικά κίνητρα του οικονομικού ανθρώπου, ή τη φυσική τάση των αγορών προς την αυτο-ρύθμιση– που «δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα». Η τροποποίησή τους ώστε να γίνουν πιο ρεαλιστικά, καταλήγει, προϋποθέτει διαφοροποιήσεις που δεν χωρούν στα όρια της ορθόδοξης προσέγγισης.
Η συνάντηση
Από τις τέσσερις ώρες που περάσαμε μαζί, σχεδόν η μία αφιερώθηκε στο μεσημεριανό γεύμα, στη μεγαλοπρεπή επίσημη αίθουσα του κολεγίου, υπό τα βλέμματα της Μέρι, κόρης του Ερρίκου του Ογδοου, ιδρυτή του κολεγίου, και βραχύβιας βασίλισσας της Αγγλίας, διάσημων απoφοίτων, μεταξύ των οποίων ο Νεύτωνας και ο Λόρδος Βύρωνας, αλλά και του ίδιου του Σεν. Επιλέξαμε αμφότεροι κανελόνια με σαλάτα. Εκείνος απέφυγε την ντοματόσουπα, την οποία τίμησα, ενώ εγώ δεν τον συνόδευσα στο φρούτο. Με κατέγραψε ως καλεσμένο του, οπότε δεν τέθηκε θέμα πληρωμής.
Oι σταθμοί του
1933
Γεννιέται στο Σαντινίκεταν της Βεγγάλης.
1953
Πτυχίο στα Οικονομικά με άριστα από το Presidency College της Καλκούτας.
1959
Ολοκληρώνει το διδακτορικό του στο Trinity.
1970
Εκδίδει το Collective Choice and Social Welfare, που θεωρείται ευρέως το σημαντικότερο βιβλίο του.
1971
Μετά μία δεκαετία στο Delhi School of Economics, κατά την οποία δίδαξε ως επισκέπτης και σε κορυφαία αμερικανικά πανεπιστήμια, διορίζεται καθηγητής στο London School of Economics.
1977
Παίρνει μεταγραφή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
1986
Αναλαμβάνει στην έδρα Thomas W. Lamont στο Χάρβαρντ.
1998
Τον Ιανουάριο τοποθετείται στη θέση του master στο Trinity College του Κέιμπριτζ. Λίγους μήνες αργότερα, τιμάται με το Νομπέλ Οικονομικών Επιστημών για τη συνεισφορά του στα οικονομικά της πρόνοιας.
2004
Επιστρέφει στο Χάρβαρντ.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Η βρετανική κακοκαιρία, ωστόσο, δεν μπορούσε να αμβλύνει τον ενθουσιασμό μου καθώς περίμενα στον ανακαινισμένο σταθμό του King’s Cross στο βόρειο Λονδίνο για να πάρω το τρένο για το Κέμπριτζ. Ο λόγος ήταν ότι πήγαινα να συναντήσω τον Αμάρτια Σεν, νομπελίστα οικονομολόγο και σημαίνοντα φιλόσοφο – έναν από τους σπουδαιότερους διανοούμενους εν ζωή.
Παρά τα 80 του χρόνια, ο Σεν είχε προθυμοποιηθεί να με παραλάβει από τον σταθμό. Εξεπλάγην μάλιστα όταν συνειδητοποίησα ότι οδηγούσε ο ίδιος (όχι χωρίς μικρά παρατράγουδα). Μικροκαμωμένος, ευγενής, προσιτός, με ένα γκρίζο σακάκι tweed, με καλωσόρισε και ξεκινήσαμε για το θρυλικό κολέγιο Trinity του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, του οποίου ήταν master μεταξύ του 1998-2004 και όπου σήμερα εξακολουθεί να διδάσκει (όπως και στο Χάρβαρντ).
Η συζήτησή μας κάλυψε πολλά. Ξεκίνησε στο αυτοκίνητο και συνεχίστηκε στους κήπους του Trinity, τους στοιχειωμένους από τα φαντάσματα του Νεύτωνα και του Φράνσις Μπέικον, του Ράσελ και του Βιτγκενστάιν, έξι Βρετανών πρωθυπουργών και των τριών διαβόητων Σοβιετικών κατασκόπων του Κέμπριτζ, κατά το μεσημεριανό, που φάγαμε στην ψηλοτάβανη επίσημη αίθουσα με τα βλοσυρά πορτρέτα, στο senior common room, μεταξύ των dons που διάβαζαν τις εφημερίδες τους, και στο γραφείο του.
Μου μίλησε για τη σχέση του με ορισμένες από τις ιδρυτικές φιγούρες της ευρωπαϊκής ιδέας. Ο πατέρας της δεύτερης γυναίκας του, της οικονομολόγου Εβα Κολόρνι, ήταν ο Εουτζένιο Κολόρνι, αντιστασιακός που δολοφονήθηκε από τους φασίστες στη Ρώμη δύο μέρες πριν φτάσουν τα αμερικανικά στρατεύματα. Πριν από αυτό, ήταν κρατούμενος στο νησί Βεντοτένε μαζί με τον Αλτιέρο Σπινέλι και τον Ερνέστο Ρόσι, που συνέγραψαν εκεί το μανιφέστο του Βεντοτένε «για μια ελεύθερη και ενωμένη Ευρώπη». Μετά τον θάνατο του Κολόρνι, η σύζυγός του και πεθερά του Σεν, Ούρσουλα Χίρσμαν, αδελφή του σπουδαίου οικονομολόγου Αλμπερτ Χίρσμαν, που είχε μεταφέρει λαθραία το μανιφέστο στην ηπειρωτική Ιταλία, παντρεύτηκε τον Σπινέλι.
Ο Σεν δεν μου τα αφηγήθηκε τυχαία όλα αυτά. Ηθελε να υπερτονίσει την αφοσίωση στο ιδεώδες της ενωμένης Ευρώπης – το οποίο ανέκαθεν θεωρούσε ότι θα υπονομευθεί από το κοινό νόμισμα. «Το ευρώ μαχαίρωσε την ενότητα της Ευρώπης στην πλάτη», λέει χαρακτηριστικά. «Ηταν ιδιαίτερα ακατάλληλο για τις χώρες του Νότου, καθώς –σε αντίθεση με τη Γερμανία– οδήγησε σε ανατίμηση των νομισμάτων τους. Και έχει δημιουργήσει σήμερα σημαντικές εντάσεις μεταξύ των κρατών-μελών. Ξεκαθαρίζει ότι δεν επικρίνει την απόφαση της Ελλάδας να παραμείνει στο ευρώ – «όταν είσαι μέσα, δεν φεύγεις εύκολα, θα προκαλούσε τεράστια κρίση. Πρέπει να αλλάξεις το σύστημα εκ των έσω». Ωστόσο, δηλώνει απερίφραστα ότι η χώρα μας δεν έπρεπε να υιοθετήσει το κοινό νόμισμα και ότι η δημιουργία του στερούνταν οικονομικής λογικής. «Η ευελιξία στις συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι απαραίτητη. Μετά την κρίση του 1998, οι οικονομίες της ανατολικής Ασίας ανέκαμψαν κυρίως χάρη στην υποτίμηση των νομισμάτων τους. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο φίλος μου ο Τζορτζ Σόρος έγινε πολύ πλούσιος ποντάροντας κατά της βρετανικής λίρας. Γιατί στοιχημάτισε ότι, σε συνθήκες κρίσης, η Βρετανία θα αναγκαζόταν να προχωρήσει σε υποτίμηση».
Ο Σεν μιλάει με σκληρά λόγια και για τη διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης. Χαρακτηρίζει ως «μεγαλύτερο λάθος» τον «συγκερασμό των ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων, που ήταν όντως απαραίτητες, με τη λιτότητα, που ήταν μια λάθος επιλογή». Το αποτέλεσμα, κατά τον σπουδαίο Ινδό διανοητή, ήταν ότι «όσοι ήταν υπέρ των μεταρρυθμίσεων τελικά στράφηκαν εναντίον τους, γιατί ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με καταστροφικές περικοπές σε κρίσιμους τομείς του κράτους πρόνοιας». Είναι δε απαισιόδοξος για το ενδεχόμενο να διασφαλιστεί η μακροβιότητα του ευρώ μέσω βαθύτερης πολιτικής και δημοσιονομικής ενοποίησης. «Η κορύφωση του ρεύματος για κάτι τέτοιο ήταν αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την εποχή ανθρώπων σαν τον Σπινέλι. Σήμερα η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Μιλούσα πρόσφατα σε μια μικρή πόλη στην Ιταλία και έκανα κάποια επικριτικά σχόλια για τη γερμανική διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης. Ολοι σηκώθηκαν όρθιοι και χειροκροτούσαν, κάποιοι φωνάζοντας αρνητικά πράγματα για τους Γερμανούς. Δεν μπορεί να υπάρξει περαιτέρω ενοποίηση υπό αυτές τις συνθήκες».
Η Ευρώπη έχει υπάρξει πρότυπο στο κράτος πρόνοιας
Στην πορεία του από τη δυτική Βεγγάλη στις αίθουσες διαλέξεων των πιο λαμπρών αγγλοσαξονικών πανεπιστημίων, ο Σεν πέρασε ένα φεγγάρι και από την Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 1963, ήταν για ένα δεκαπενθήμερο καλεσμένος στο ΚΕΠΕ του Ανδρέα Παπανδρέου, για του οποίου τις ικανότητες ως οικονομολόγου και επικεφαλής του τμήματος Οικονομικών του Μπέρκλεϊ μού μίλησε με εξαιρετικά θερμά λόγια. Η επίσκεψη στο ΚΕΠΕ ήταν το ξεκίνημα μιας σχέσης διαρκείας με την οικογένεια, που συνεχίστηκε και μετά τον θάνατο του Ανδρέα. Το 1998, ο Σεν έδωσε την πρώτη επίσημη διάλεξη στη μνήμη του Παπανδρέου. Την ερχόμενη εβδομάδα, θα βρεθεί στην Αθήνα σε συνέδριο για την ανθρώπινη ανάπτυξη σε εποχές κρίσης, εκ των βασικών διοργανωτών του οποίου είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου ο νεότερος.
Τον ρωτάω την άποψή του για τα αίτια της δημοσιονομικής κατάρρευσης της χώρας. «Τα προβλήματα της Ελλάδας δεν προήλθαν από τον ιδιωτικό τομέα, όμως προήλθαν προεξαρχόντως από τις σπατάλες του κράτους. Ηταν πάνω από όλα σύμπτωμα της διεθνούς κατάστασης», απαντά ο Σεν. «Η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν ταχέως για πολλά χρόνια πριν από τη διεθνή κρίση και το κράτος δεν είχε προβλήματα χρηματοδότησης». Δίνει έμφαση στην κρίσιμη ανάγκη μεταρρυθμίσεων, η απουσία των οποίων στα χρόνια πριν από την κρίση είχε αποτέλεσμα ένα δημόσιο τομέα που κόστιζε περισσότερο από όσο θα έπρεπε και που είχε λιγότερα έσοδα, κυρίως εξαιτίας της μη καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Ωστόσο, όπως σημειώνει, «η λιτότητα δεν βοήθησε στην προώθηση των αλλαγών που χρειάζονταν στη δημόσια διοίκηση. Η συρρίκνωση της οικονομίας που επέφερε, δε, επιδείνωσε δραματικά τα δημόσια οικονομικά».
«Χώρες όπως η Ελλάδα, αλλά και η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ισπανία, χρειάζονται μεταρρυθμίσεις», τονίζει ο Σεν. «Τις χρειάζονται με έναν τρόπο που δεν τις χρειάζεται η Γερμανία. Αντιστοίχως δεν τις χρειάζεται ούτε η Βρετανία, γιατί σε μεγάλο βαθμό τις έκανε η Μάργκαρετ Θάτσερ – η οποία, φυσικά, σε κάποιες περιπτώσεις το παράκανε».
Οπως παρατηρεί όμως, το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο «εξαρτάται ζωτικά από το κράτος πρόνοιας», πεδίο όπου «η Ευρώπη έχει υπάρξει το πρότυπο το οποίο έχουν επιχειρήσει να αντιγράψουν όλοι οι υπόλοιποι – η Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ, η Ταϊβάν, η Ν. Κορέα, ακόμα και η Κίνα τελευταίως». Και η Ινδία; «Κι εκεί χρειάζεται, αλλά υπάρχουν δύο προβλήματα: ανεπαρκείς δημόσιες δαπάνες και η κουλτούρα της διαφθοράς, που διογκώνει το κόστος των δημοσίων υπηρεσιών και μειώνει την αποδοτικότητά τους». Οπως και στην Ελλάδα, παρατηρώ. «Ναι, ακριβώς».
Πολλά οικονομικά μοντέλα δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα
Μεγάλο μέρος του έργου του Αμάρτια Σεν ως πολιτικού φιλοσόφου εστιάζεται στο ζήτημα της ανισότητας και ειδικότερα στο «τι είδους ισότητα» πρέπει να επιδιώκει μια δίκαιη κοινωνία. Οπως εξηγεί, η άμβλυνση της εισοδηματικής ανισότητας είναι μία μόνο πτυχή του πολυδιάστατου ζητήματος της ανισότητας. «Υπάρχει ανισότητα στην πρόσβαση στην παιδεία, στην υγεία, στην κοινωνική ασφάλιση. Η προσέγγιση της ανισότητας από τη δημόσια πολιτική δεν πρέπει να γίνεται αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα του εισοδήματος».
Ο Ινδός νομπελίστας έχει πρωτοστατήσει στη μελέτη των θεσμικών αιτιών των λιμών και στην κατάρτιση των οικονομικών και κοινωνικών κριτηρίων που έχει υιοθετήσει ο ΟΗΕ για το Human Development Report, το οποίο συντάσσει ετησίως, και που αξιολογεί την ευημερία των χωρών με όρους πολύ ευρύτερους και ουσιώδεις από την αύξηση του ΑΕΠ. Η θεωρητική βάση των κριτηρίων αυτών είναι μία σύλληψη της έννοιας της ελευθερίας που έχει αναπτύξει ο Σεν η οποία, σε αντίθεση με τη λογική του κλασικού φιλελευθερισμού (και των νεοφιλελεύθερων απογόνων του), δεν βλέπει την ισότητα ως αξία ανταγωνιστική προς την ελευθερία, αλλά ως απαραίτητη προϋπόθεση.
«Η ιδέα ότι η ελευθερία και η ισότητα είναι ανταγωνιστικές αξίες είναι προϊόν διανοητικής σύγχυσης, που έχει αποδειχθεί αρκετά επιζήμια», σημειώνει και εξηγεί: «Η έννοια της ελευθερίας, όπως την ερμηνεύω, είναι η έννοια που της έδωσε ο Αριστοτέλης –της ελευθερίας της πλήρους ανάπτυξης της προσωπικότητας– και αργότερα ο Ανταμ Σμιθ, που μίλησε για την ελευθερία στην επιδίωξη της καλής ζωής. Από αυτήν την ερμηνεία προκύπτει πως αν κάποιος ενδιαφέρεται για την ελευθερία, πρέπει να ενδιαφέρεται και για την καταπολέμηση της ανισότητας».
Πιστεύει ότι οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού τις τελευταίες δεκαετίες έχουν σφετεριστεί την έννοια της ελευθερίας; «Οχι, πιστεύω ότι η ελευθερία έχει πολλαπλά νοήματα. Η πτυχή στην οποία εστιάζουν οι υποστηρικτές της ελευθεριακής φιλοσοφίας –την απουσία περιορισμών και επεμβάσεων στην ιδιωτική ζωή του καθενός– είναι αναμφίβολα σημαντική. Μάλιστα, ήμουν από εκείνους που ανέδειξαν τη σημασία της ατομικής ελευθερίας στη θεωρία της κοινωνικής επιλογής. Ωστόσο, η σύλληψη αυτή δεν εξαντλεί την έννοια της ελευθερίας, και όσοι νομίζουν ότι την εξαντλεί, περιορίζουν αδικαιολόγητως την έννοια».
Τα επιχειρήματα αυτά –για τις διαφορετικές πτυχές της ανισότητας, για τη σχέση ισότητας και ελευθερίας– δεν έχουν απλώς θεωρητικό ενδιαφέρον. Ο προβληματισμός στο επίκεντρο του περυσινού βιβλίου του Σεν (μαζί με τον Ζαν Ντρεζ) για τη σύγχρονη Ινδία αφορά την αδυναμία της χώρας να βελτιώσει την ποιότητα ζωής εκατοντάδων εκατομμυρίων Ινδών, παρά τα αναπτυξιακά (με όρους ΑΕΠ) άλματα των τελευταίων 20 ετών και το δημοκρατικό καθεστώς που διασφαλίζει τις ατομικές τους ελευθερίες. «Εισοδηματικά, η Ινδία δεν είναι πιο άνιση από την Κίνα. Αλλά όσον αφορά την ισότητα πρόσβασης –και την ελευθερία την οποία αυτή συνεπάγεται– σε επαρκή σχολεία, σε λειτουργικά νοσοκομεία, σε προγράμματα εμβολιασμού, σε κοινωνική ασφάλιση, αυτή σε μεγάλο βαθμό δεν υφίσταται για τους φτωχούς στην Ινδία, ενώ υφίσταται για τους περισσότερους φτωχούς στην Κίνα».
Τα σωστά μαθηματικά
Παράλληλα με τη συρρίκνωση της έννοιας της ελευθερίας, ο Σεν έχει αναδείξει και εναντιωθεί εδώ και δεκαετίες στην «τεχνοκρατικοποίηση» της οικονομικής επιστήμης. «Για πολλά οικονομικά προβλήματα, τα μαθηματικά βοηθούν πολύ. Το ζήτημα είναι η χρήση των σωστών μαθηματικών εργαλείων», εξηγεί ο φημισμένος οικονομολόγος, του οποίου το αρχικό πτυχίο συνδύαζε Οικονομικά και Μαθηματικά. «Τα μαθηματικά που χρησιμοποιούνται στα Οικονομικά προέρχονταν για ένα διάστημα κυρίως από τη Φυσική. Αλλά οι μεταβλητές της Φυσικής είναι πολύ διαφορετικές –και πολύ πιο εύκολα μετρήσιμες– από αυτές των Οικονομικών».
Για τον Σεν, ο μιμητισμός των φυσικών επιστημών είναι «η εύκολη λύση», αλλά έχει στρεβλωτική επίδραση στον κλάδο, καθώς πολλά οικονομικά προβλήματα δεν μπορούν να αναλυθούν έτσι. Ωστόσο, όπως παρατηρεί, όσοι υιοθετούν αυτή τη μεθοδολογία τείνουν να ανταμείβονται δυσανάλογα (με καλύτερες θέσεις, υψηλότερους μισθούς κ.ο.κ.). «Το αποτέλεσμα είναι ότι αρκετοί ικανοί νέοι οικονομολόγοι παρεκτρέπονται από το μονοπάτι που θα παρήγε ρηξικέλευθο επιστημονικό έργο που δεν είναι ιδιαίτερα τεχνικό, προς την κατεύθυνση πιο τεχνικής δουλειάς πιο χαμηλής ποιότητας».
Πολλά οικονομικά μοντέλα, κατά τον Σεν, πάσχουν από την τυφλή τους προσήλωση σε ορισμένα βασικά αξιώματα –π.χ. τα μονοδιάστατα εγωιστικά κίνητρα του οικονομικού ανθρώπου, ή τη φυσική τάση των αγορών προς την αυτο-ρύθμιση– που «δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα». Η τροποποίησή τους ώστε να γίνουν πιο ρεαλιστικά, καταλήγει, προϋποθέτει διαφοροποιήσεις που δεν χωρούν στα όρια της ορθόδοξης προσέγγισης.
Η συνάντηση
Από τις τέσσερις ώρες που περάσαμε μαζί, σχεδόν η μία αφιερώθηκε στο μεσημεριανό γεύμα, στη μεγαλοπρεπή επίσημη αίθουσα του κολεγίου, υπό τα βλέμματα της Μέρι, κόρης του Ερρίκου του Ογδοου, ιδρυτή του κολεγίου, και βραχύβιας βασίλισσας της Αγγλίας, διάσημων απoφοίτων, μεταξύ των οποίων ο Νεύτωνας και ο Λόρδος Βύρωνας, αλλά και του ίδιου του Σεν. Επιλέξαμε αμφότεροι κανελόνια με σαλάτα. Εκείνος απέφυγε την ντοματόσουπα, την οποία τίμησα, ενώ εγώ δεν τον συνόδευσα στο φρούτο. Με κατέγραψε ως καλεσμένο του, οπότε δεν τέθηκε θέμα πληρωμής.
Oι σταθμοί του
1933
Γεννιέται στο Σαντινίκεταν της Βεγγάλης.
1953
Πτυχίο στα Οικονομικά με άριστα από το Presidency College της Καλκούτας.
1959
Ολοκληρώνει το διδακτορικό του στο Trinity.
1970
Εκδίδει το Collective Choice and Social Welfare, που θεωρείται ευρέως το σημαντικότερο βιβλίο του.
1971
Μετά μία δεκαετία στο Delhi School of Economics, κατά την οποία δίδαξε ως επισκέπτης και σε κορυφαία αμερικανικά πανεπιστήμια, διορίζεται καθηγητής στο London School of Economics.
1977
Παίρνει μεταγραφή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
1986
Αναλαμβάνει στην έδρα Thomas W. Lamont στο Χάρβαρντ.
1998
Τον Ιανουάριο τοποθετείται στη θέση του master στο Trinity College του Κέιμπριτζ. Λίγους μήνες αργότερα, τιμάται με το Νομπέλ Οικονομικών Επιστημών για τη συνεισφορά του στα οικονομικά της πρόνοιας.
2004
Επιστρέφει στο Χάρβαρντ.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου