του Προκόπη Δούκα από το yourpaintedsmile
Η περιγραφή της γυναίκας του δημοσιογράφου, στο σπίτι των οποίων έγινε επίθεση,
είναι εφιαλτική: “Πήρα το 6χρονο παιδί μας στην αγκαλιά και προσπάθησα
να κατέβω τη σκάλα στα τυφλά. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω και δεν έβλεπα
από τους καπνούς. Αφού σωθήκαμε, μας έλεγαν οτι δεν το πίστευαν, πώς
καταφεραμε και γλυτώσαμε”... Είναι προφανές οτι δεν μιλάμε πια για
“συμβολικά γκαζάκια”. Κι οτι δεν υπάρχουν όρια ασφαλείας, όταν αρχίζεις
να παίζεις με όπλα και εκρηκτικά. Καμία όμως κοινωνική ανισότητα ή αδικία στις σύγχρονες δημοκρατίες, όσο
ελλειμματικές κι αν είναι, δεν διορθώθηκε ποτέ από κανένα καλάσνικοφ,
καμία βόμβα, καμμία πέτρα, κανένα βανδαλισμό, κανέναν εμπρησμό, κανένα
φόνο. Το αντίθετο.
Και είναι αυτονόητο για οποιονδήποτε δημοκράτη και
σκεπτόμενο άνθρωπο οτι πρέπει να καταδικάσει κάθε προσφυγή στη βία, όταν
αυτή δεν αφορά αυτοάμυνα, απειλή κατά της εθνικής κυριαρχίας ή
αντίσταση σε ολοκληρωτικό καθεστώς. Το εφιαλτικό “παιχνίδι” της
τρομοκρατίας ή του ένοπλου αγώνα, είτε υπηρετείται από τα συγκοινωνούντα
δοχεία με το κοινό ποινικό δίκαιο, είτε πρόκειται για θερμοκέφαλους
γόνους αστικών οικογενειών, συνιστά την πιο απαράδεκτη εγκληματική
οπισθοχώρηση και αυτοκαταστροφή μιας κοινωνίας, στην προσπάθεια της να
ορθοποδήσει.Από την εξασφάλιση της δόσης του Δεκεμβρίου όμως, παρακολουθούμε τους θεσμικούς μας φορείς, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αντί να βάζουν τα δυνατά τους για την αντιμετώπιση του πιθανού εκτροχιασμού, να ακολουθούν τον εύκολο δρόμο της στείρας μικροκομματικής αντιπαράθεσης, μεταθέτοντας την ατζέντα στα “χαμηλά ένστικτα” των φανατικών εκατέρωθεν. Οξύνοντας το πεδίο, επιδιώκοντας να αποστομώσουν αντί να συναινέσουν, προκαλώντας τις ευκαιρίες για να “κερδίσουν πόντους”.
Αντί να συζητείται με σοβαρότητα η προσπάθεια να απαλειφθούν οι αγκυλώσεις της μεταπολίτευσης, επιχειρείται να βαθύνει το χάσμα. Αντί να συζητηθεί σοβαρά η διαχείριση των καταλήψεων με επιβολή του δημόσιου συμφέροντος και του νόμου, αλλά με σωφροσύνη, διαλλακτικότητα και αποτελεσματική αξιοποίηση της εγκατελελειμμένης περιουσίας, κερδίζονται “επικοινωνιακοί πόντοι” με αστυνομικές επιχειρήσεις, που στοχεύουν στο μαλακό υπαγάστριο του μικροαστού. Αντί να καταδικάζεται κάθε κουτοπονηριά που συντείνει στην κάλυψη μιας απαράδεκτης “χύμα” ανομίας, αποκαλούνται τα ευρήματα του “πολέμου των διαδηλώσεων”, ως “καθημερινά αντικείμενα”. Αντί να αναδειχθεί η ρηχότητα των δηλώσεων ενός επαρχιακού οπισθοδρομικού βουλευτή, επειχειρείται η αλλοίωση των λεγομένων του με συρραφή, προκαλώντας το αντίθετο αποτέλεσμα, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις.
Αντί να εξαπολύεται μεθοδικά πόλεμος κατά της διαφθοράς και του μαύρου πολιτικού χρήματος, επιχειρείται να φορτωθεί άρον-άρον η ευθύνη στον αδύναμο κρίκο, χωρίς να δίνεται καμία εξήγηση για το συνολικό πλαίσιο ευθυνών, όχι μόνο για την αλλοίωση μιας λίστας, αλλά πρωτίστως για την μη αξιοποίηση της. Αντί να ακολουθείται μια διαδικασία που τιμά το κοινοβούλιο και τη δημοκρατία, μαγειρεύεται μια ευτελής μικροπολιτική λύση με πολλαπλές κάλπες, με στόχο την προστασία της κυβερνητικής σταθερότητας.
Αντί οι οικονομικοί εισαγγελείς να καλούν τους κατά τεκμήριο πιο σοβαρούς μάρτυρες για να ξεκαθαρίσουν το τοπίο γύρω από τις καταγγελίες για το έλλειμμα, καταφεύγουν σε ανθρώπους που θα μπορούσαν συμμετάσχουν στο πάνελ του Αυτιά, προκαλώντας την έκπληξη και τη θυμηδία όλων των “κουτόφραγκων”, που τόσα χρόνια, μέχρι το 2009, παρακολουθούσαν καχύποπτοι τις τριτοκοσμικές μεθοδεύσεις μας. Αντί να συζητάμε πώς θα προστατευθούν όσο δυνατόν περισσότεροι οικονομικά αδύναμοι, άνεργοι ή μη, εξαντλούμαστε σε σκληρές ανακοινώσεις (συνήθως της νεολαίας) εναντίον οποιασδήποτε προσπάθειας βελτίωσης των αγκυλώσεων και μεταρρυθμίσεων, στο πνεύμα του “τεχνοφασισμού”, λες και οι ακρότητες της μιάς πλευράς δικαιολογούν αυτές της άλλης.
Αντί η αντιπολίτευση να βλέπει με κριτικό μάτι κάθε διεκδίκηση εργαζομένων, σπεύδει να καλύψει κάθε απεργιακή κινητοποίηση, ακόμα και αν αυτή προκαλεί τον κοινό νου, που αναρωτιέται γιατί πρέπει να πληρώνει τις συνδικαλιστικές αγκυλώσεις, ακόμα κι όταν έχει προηγηθεί η “σιωπή των αμνών” για το ρουσφετολογικό όργιο του παρελθόντος. Κι αντί να συζητάμε με νηφαλιότητα γιατί πρέπει ένας εργαζόμενος σε ΔΕΚΟ, ακόμα και υπό δύσκολες εργασιακές συνθήκες, χωρίς ιδιαίτερα προσόντα και αξιολόγηση, να ανταγωνίζεται ή να ξεπερνάει σε αμοιβές τον κορυφαίο γιατρό ή τον καθηγητή με τα διδακτορικά, σκεφτόμαστε ακόμα χωρίς αξιοκρατία, την ώρα που χιλιάδες έχουν υποστεί μείωση των αμοιβών τους κατά 100% και είναι άνεργοι.
Αντί να συζητάμε το σχέδιο που θα μας βγάλει από την κρίση, παρακολουθούμε μια μάχη χαρακωμάτων, γύρω από προβλήματα που έχουν επιλύσει εδώ και δεκατίες οι δυτικές δημοκρατίες. Αντί να καταδιώκονται οι ένοπλοι νοσταλγοί της χούντας και του ναζισμού, που ρίχνουν μπαλωθιές, συλλαμβάνεται με νωθρότητα ένας μόνο, λόγω φασιστικής όσμωσης με τις διωκτικές αρχές, ενώ με την ίδια άτυπη “ασυλία” αντιμετωπίζεται οποιοσδήποτε ακροδεξιός μαχαιροβγάλτης, εκτός αν βέβαια είναι αδύνατο να αποφύγουμε τη σύλληψη του. Αντί να διώκεται και να καθαιρείται ο δημόσιος υπάλληλος-μητροπολίτης που εγκωμιάζει χουντικούς εγκληματίες, τον παρακολουθούμε να συνεχίζει ανενόχλητος το κήρυγμα της μισαλλοδοξίας.
Αντί να συζητάμε σοβαρά πώς θα λύσουμε το ζήτημα των χιλιάδων παιδιών μεταναστών που έχουν γεννηθεί εδώ και δεν έχουν χαρτιά, προαπσθούμε με κάθε τρόπο να “κλαδέψουμε” το νόμο Ραγκούση, που επιτέλους τακτοποιούσε το ζήτημα, με ανοικτό πνεύμα. Και αντί να αδράξουμε την ευκαιρία να συμβαδίσουμε με τις άλλες πολιτισμένες χώρες, κλείνουμε το μάτι στα ακροδεξιά ένστικτα που συνδέουν κουτοπόνηρα το ζήτημα της ιθαγένειας με τους παράνομους μετανάστες.
Αντί να πέσουμε με τα μούτρα να βελτιώσουμε τις συνθήκες κράτησης σε αυτή τη χώρα, δεδομένου και του προβλήματος της παράνομης μετανάστευσης, παραμένουμε απαθείς μπροστά στην αθώωση(!) μεταναστών που απέδρασαν από το κρατητήριο, καθώς το δικαστήριο αναγνώρισε οτι η ανάγκη τιμωρίας της παρανομίας τους “υποχωρεί” μπροστά στις άθλιες συνθήκες, που έθεταν σε κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή. Και ουδείς έχει παραιτηθεί, μέχρι τώρα, όπως θα συνέβαινε σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα.
Αντί να αδράξουμε την ευκαιρία να αρχίσουμε επιτέλους ένα σοβαρό διάλογο για το φλέγον ζήτημα της επιβάρυνσης που προκαλεί η “επικρατούσα θρησκεία” στο δημόσιο συμφέρον, έστω και με μια άτεχνα διατυπωμένη πρόταση ενδεχομένως από όχι τόσο σοβαρά χείλη, εξαντλούμαστε σε κουτοπονηριές περί δήθεν δικαιωμάτων (δυστυχώς και από το ΠΑΣΟΚ), που καμία σχέση δεν έχουν με το ζητούμενο. Κι από την άλλη, καταπνίγουμε τη συζήτηση, με το φόβο του μικροπολιτικού κόστους, γιατί δεν έχουμε το θάρρος να είμαστε ένα πραγματικά αριστερό κόμμα που απευθύνεται στον προοδευτικό πολίτη - και όχι στα μικροαστικά ένστικτα του λαϊκισμού (και μετά ισχυριζόμαστε οτι για τα δεινά της χώρας δεν ευθύνεται η ίδια η κοινωνία της).
Όμως, πρέπει πια να σταματήσει το επικοινωνιακό παιχνίδι και η υποστήριξη σε αυτούς που παίζουν (και κυρίως αυτούς που προκαλούν) το παιχνίδι του διχασμού και της πόλωσης. Και αυτή η χώρα δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνεχίσει σε αυτό το γαϊτανάκι της αποφυγής των προβλημάτων και του συμψηφισμού του στο δημόσιο διάλογο, προς χάριν της βαλκάνιας ιδιοσυγκρασίας μας. Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες προοδευτικοί πολίτες που αρνούνται να εγκλωβιστούν στην επιλογή ενός φανατικού διπόλου ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, που όταν κλείνουν το μάτι στα άκρα δίπλα τους, προς άγραν ψηφοφόρων, στην ουσία αποτελούν τις δυό πλευρές του ίδιου νομίσματος. Και η προσπάθεια να συρθούμε όλοι στην ατζέντα της όξυνσης, πρέπει να πέσει στο κενό.
Τελευταίο αποκαρδιωτικό παράδειγμα, για να επιστρέψουμε στην αρχή της συζήτησης μας και να τραβήξουμε μερικές διαχωριστικές γραμμές, πέρα από τις οποίες δεν υπάρχει ανοχή: Δεν χρειάζεται να υποχωρήσει ούτε σπιθαμή κανείς από τον αποτροπιασμό του για την τρομοκρατία, για να καταδικάσει με τον χειρότερο τρόπο την τριτοκοσμική εικόνα άγριου ξυλοδαρμού κρατουμένων, οι φωτογραφίες των οποίων παραποιήθηκαν άτεχνα με photoshop - και δόθηκαν στη δημοσιότητα, συνοδευόμενες από μια ανακοίνωση που παραπέμπει σε μια νέα “ζαρντινιέρα”, δηλαδή το απαύγασμα της κουτοπόνηρης δικαιολόγησης και προπαγάνδας σε περίοδο δημοκρατίας. Τα εγκλήματα στο πολίτευμα μας τιμωρούνται μετά από δίκη - και όχι με συμψηφισμούς επαρχιακού ή “αντιτρομοκρατικού” συμπλεγματικού ξυλοδαρμού. Κι όποιοι δεν μπορούν να ανακρίνουν χωρίς να βασανίζουν και να παραβιάζουν στοιχειώδεις αρχές και δικαιώματα, να πάνε σπίτι τους, δίνοντας τη θέση τους σε κάποιους πραγματικούς επαγγελματίες.
Όπως ούτε ο αφελέστερος πιστεύει οτι η ζαρντινιέρα σηκώθηκε και χτύπησε μόνη της τον Κύπριο φοιτητή (οι “καταστροφείς” του οποίου έπεσαν “στα μαλακά”, αντί να υποστούν τις αυστηρότερες προβλεπόμενες ποινές), έτσι και ουδείς σκεπτόμενος αποδέχεται οτι αυτά είναι αποτελέσματα της συμπλοκής, κατά την καταδίωξη. Οι εικόνες αυτές, ανεξήγητο (ή θρασύτατο) “αυτογκόλ” της αστυνομίας αποτελούν άλλο ένα ντροπιαστικό επεισόδιο για ένα κράτος που θέλει να λέγεται ευρωπαϊκό και δείχνει οτι δεν έχουμε διδαχθεί τίποτα από τη διαπόμπευση των ιερόδουλων. Εκτός αν ο εισαγγελέας παρήγγειλε τη δημοσίευση τους επίτηδες, για να εκθέσει την αστυνομία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου