του Γιώργου Χατζίδη από το pheme.gr
Στη Ζάκυνθο πρωτοπήγα το καλοκαίρι του 1990, όπου άνοιξα ένα μικρό
μαγαζάκι με χειροποίητα κοσμήματα στην πλατεία του Αγίου Διονυσίου,
δίπλα από τον ΟΤΕ και απέναντι από το καφέ Piccolo, του οποίου
ιδιοκτήτες ήταν οι ευτραφείς αδελφοί Χρήστος και Γιώργος.
Είναι ένα καταπράσινο νησί, που όμως δεν προστατεύεται -χρόνια τώρα-
από τους κατοίκους του, αφού κάθε χρόνο ξεσπούν πυρκαγιές.
Ο πειρασμός
της εκμετάλλευσης κάθε πιθανού μέρους προς τουριστική ανάπτυξη οδηγεί
κάποια νοσηρά μυαλά στην «εύκολη λύση» της πρόκλησης πυρκαγιάς.
Την εποχή εκείνη, ξεκινούσε η τουριστική ανάπτυξη του νησιού, δίχως,
ωστόσο, προσανατολισμό και μέθοδο. Όλα γινόταν βιαστικά και άναρχα.
Έτσι, καθένας έχτιζε όπου ήθελε, χωρίς, στην ουσία, να υπάρχει υψηλή
εποπτεία και επίβλεψη από τους κρατικούς φορείς.
Προτιμούσα να μένω προς την πλευρά του Τσιλιβή, επειδή ήταν μακριά
από την πολυκοσμία του Λαγανά, αλλά και διότι εκεί η ενοικίαση κατοικίας
κόστιζε λιγότερο.
Θυμάμαι, είχαμε νοικιάσει ένα παλιό σπιτάκι, μέσα στις ελιές, εκατό
μέτρα από το κύμα, όπου σχεδόν καθημερινά στη θάλασσα συναντούσαμε
ελάχιστους λουόμενους. Η ελιά είναι το κυρίαρχο δέντρο του νησιού, εκ
του οποίου, φυσικά, παράγεται και ντόπιο λάδι.
Λουζόμασταν έξω στην αυλή του σπιτιού, όπου ο ιδιοκτήτης είχε φτιάξει
ένα αυτοσχέδιο ντους. Το βράδυ άκουγες την αύρα της θάλασσας και
ένιωθες ότι θα ήθελες να κρατήσει το καλοκαίρι 5-6 μήνες.
Το νησί είναι ξακουστό χάρη στον εθνικό ποιητή Διονύσιο Σολωμό. Λένε
ότι καθόταν στο λόφο του Στράνη, πάνω από την πόλη, απ’ όπου άκουγε τις
κανονιές από το Μεσολόγγι και εμπνέονταν. Έτσι έγραψε τον Εθνικό Ύμνο.
Τα βράδια πηγαίναμε για παγωτό ή φαγητό στο λόφο του Μπόχαλη, από τον
οποίο βλέπαμε όλη την πόλη και το λιμάνι. Και σήμερα γεμίζει από
τουρίστες.
Εκείνο που μου είχε κάνει τότε εντύπωση, ήταν ότι, σε ολόκληρο νησί,
ποτέ δεν έβρισκα ψάρι στα εστιατόρια, παρά μόνο κρέας με κρέας. Με τον
καιρό συνήθισα, αλλά συγχρόνως κατάφερα να ανακαλύψω δυο-τρία μαγαζάκια
που είχαν στο μενού τους ελάχιστα ψαράκια.
Η Ζάκυνθος, εκτός από τον Διονύσιο Σολωμό, είναι πασίγνωστη και για
τον κόλπο του Λαγανά, με τους Άγγλους τουρίστες, και φυσικά τις χελώνες
καρέτα-καρέτα.
Ο τεράστιος κόλπος του Λαγανά είναι ο αρχαίος τόπος όπου οι χελώνες
γεννούν τα αυγά τους και εκκολάπτονται οι νεοσσοί. Παρ’ όλα αυτά, δεν
προστατεύεται όπως πρέπει η παραλία, αφού εκεί “πέφτει” το μεγαλύτερο
μέρος του αγγλικού τουριστικού χρήματος.
Θα ήθελα να κάνω μια αναφορά, που για μένα έχει μεγάλη σημασία. Εκεί,
λοιπόν, στον Λαγανά πρωτοαντίκρισα με μεγάλη έκπληξη την έννοια του
Άγγλου τουρίστα. Σοκαρίστηκα με αυτά που έβλεπα ώστε δεν άντεχα να μένω
και να βλέπω αυτή την κατάντια.
Αυτή η μεγάλη χώρα, αυτή η μεγάλη αυτοκρατορία, πώς είναι δυνατόν να
δημιουργεί πολίτες με τέτοια συμπεριφορά, που θα έπρεπε να εφευρεθεί
καινούρια λέξη για να τη χαρακτηρίσει. Ελάχιστοι Άγγλοι κατάφερναν να
μένουν νηφάλιοι. Όλοι και όλες κυκλοφορούσαν μεθυσμένοι σε εγκληματικό
βαθμό.
Ένα περιστατικό που επιβεβαιώνει τα παραπάνω: κάποιο βράδυ, λοιπόν,
εκεί δίπλα στο Rescue Club, εμφανίστηκε μια μικρή “φαγάνα” για να
μαζέψει σε μια σκουπιδιάρα απορρίμματα τόσα πολλά, που έμοιαζαν σαν
μικρό βουνό. Όταν, λοιπόν, πήγε να σηκώσει μια μεγάλη φτυαριά σκουπίδια,
ο χειριστής κατάλαβε ότι ένας άνθρωπος βρισκόταν ανάμεσα στα χαρτιά,
τις βρωμιές και τα απορρίμματα, που λίγο έλειψε να πεταχτεί στον κάδο. Ο
νεαρός αυτός Άγγλος είχε πέσει αναίσθητος μέσα στα σκουπίδια, είχε
ξεχαστεί από όλους και είχε καλυφθεί μέσα στα απορρίμματα.
Στον Λαγανά, όμως, μου κέντρισε το ενδιαφέρον και μια έξυπνα στημένη
επιχείρηση. Δίπλα στον κεντρικό δρόμο, υπήρχε ένα μικρό οικόπεδο, όπου
εκεί είχε στηθεί ένα μικρό γηπεδάκι με ένα τέρμα και διάφοροι Άγγλοι,
Ιταλοί, Έλληνες και άλλοι προσπαθούσαν να βάλουν γκολ από τη θέση του
πέναλτι. Πλήρωνες ένα πεντακοσάρικο και αν χτυπούσες και έβαζες και τα
τρία πέναλτι, κέρδιζες μια σαμπάνια.
Ήταν η εποχή που είχαν πρωτοέλθει οι Αλβανοί στην Ελλάδα.
Τερματοφύλακας ήταν ένας Αλβανός, που για να του βάλεις πέναλτι, έπρεπε
να είσαι ο Μέσι. Άσε που ο δαιμόνιος Έλληνας επιχειρηματίας έβαζε για
τόπι μια σχεδόν τζούφια μπάλα για να μην μπορεί κανείς να κερδίσει.
Κοσμοπλημμύρα κάθε βράδυ, για να μπορέσουν κάποιοι να βάλουν και τα τρία
πέναλτι.
Αυτή λοιπόν ήταν μια επιχείρηση που έβγαζε πολύ καλά χρήματα και που νομίζω ότι υπάρχει ακόμα και σήμερα.
Φυσικά, δεν γίνεται λόγος για τη Ζάκυνθο δίχως να αναφερθούν οι
υπέροχες παραλίες δυτικά, όπως το Αργάσι, ο Γέρακας με τις χελώνες
καρέτα-καρέτα, το Πόρτο Ζόρο, το Πόρτο Ρόμα, το Πόρτο Κούκλα, η Μπούκα
κοντά στο Τραγάκι και άλλες πολλές. Η δυτική πλευρά είναι άγρια αλλά
υπέροχη να την επισκεφτεί κανείς.
Κοντά στην πόλη της Ζακύνθου υπάρχει το Barrage Club, κατά μήκος του
παραλιακού δρόμου που οδηγεί στο Αργάσι και στον Βασιλικό. Στο κτίριο
που φιλοξενεί το κλαμπ, λέγεται ότι κρύβονταν και συνεδρίαζαν τα μέλη
της Φιλικής Εταιρίας.
Ωστόσο, αν ρωτήσεις έναν ξένο τι γνωρίζει για το νησί, θα σου
απαντήσει ότι εκεί βρίσκεται το παγκοσμίως γνωστό Ναυάγιο, ένα
δημιούργημα μιας ιδιοτροπίας της φύσης και ενός μυθιστορηματικού
ναυτικού ατυχήματος.
Το ναυτικό ατύχημα είναι το ναυάγιο του εμπορικού πλοίου
“Παναγιώτης”, που το 1982 με παράνομο φορτίο κούτες με αφορολόγητα
τσιγάρα, προσάραξε στη συγκεκριμένη παραλία. Ο μοναδικός αυτός
συνδυασμός της ανέγγιχτης από το ανθρώπινο χέρι παραλίας με το
σκουριασμένο σκαρί στο μέσον της δημιούργησε το πιο πολυφωτογραφημένο
θέμα στη Ζάκυνθο. Η παραλία είναι προσβάσιμη μόνο με το καραβάκι, μια
μικρή λεπτομέρεια που κάνει το μικρό ταξίδι εκεί ακόμα πιο μαγευτικό.
Αν θέλει κάποιος να θαυμάσει το Ναυάγιο από ψηλά, πρέπει να φτάσει ως
το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου των Γκρεμνών. Λίγο πιο κάτω από το
μοναστήρι υπάρχει μια σιδερένια εξέδρα που κρέμεται στο κενό. Από εκεί
θα αντικρίσει με δέος την πανέμορφη παραλία με το ναυάγιο και τις γύρω
απόκρημνες ακτές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου