Κύριε Πρόεδρε, αγαπητέ φίλε κ.
Γραμματίδη, σας συγχαίρω για τις πρωτοβουλίες του Ελληνοαμερικανικού
Επιμελητηρίου που του έχουν προσδώσει πολύ μεγάλο κύρος και σας ευχαριστώ για
την πρόσκλησή σας που επαναλαμβάνεται επίμονα σε κάθε Συνέδριο.
Κυρίες και κύριοι πρέσβεις,
κυρίες και κύριοι μου έχει δοθεί πολλές φορές η ευκαιρία τις τελευταίες ημέρες
μετά την απόφαση του Eurogroup να αναφερθώ στη νέα αφετηρία που τόσο πολύ έχει
ανάγκη η χώρα και την οποία τώρα μπορούμε πράγματι να διαμορφώσουμε μετά από 5
μήνες μετεκλογικής αβεβαιότητας και σκληρής διαπραγμάτευσης, μετά από 9
συνολικά μήνες απροσδιοριστίας που ζήσαμε από τα τέλη Μαρτίου πριν από την
πρώτη προεκλογική εκστρατεία για τις εκλογές του Μαΐου μέχρι σήμερα.
Στόχος μας όλο αυτό το διάστημα
ήταν στην πραγματικότητα να επανέλθουμε στο κεκτημένο της απόφασης του
Eurogroup της 21ης Φεβρουαρίου του 2012 όταν συμφωνήθηκε το νέο πρόγραμμα, το
νέο γιγαντιαίο δάνειο των 130 δισ. ευρώ συνολικά 240 δισ. ευρώ, όταν
συμφωνήθηκαν εξαιρετικά ευνοϊκοί όροι σε σχέση με τη μέση διάρκεια, την περίοδο
χάριτος, σε σχέση με τα επιτόκια και βεβαίως σε σχέση με τη δραστική μείωση του
ονομαστικού βάρους του χρέους, που είναι μια διαδικασία πρωτοφανής στα
παγκόσμια οικονομικά χρονικά, γιατί με το PSI μειώθηκε το ελληνικό δημόσιο
χρέος κατά 50 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, κατά 107 δισ. ευρώ συνολικά.
Η διαπραγμάτευση ήταν δύσκολη και
δεν θέλω να θυμίσω σε εσάς, ένα κοινό πεπειραμένο που γνωρίζει τα δεδομένα,
ποιες ήταν οι προτάσεις που είχαμε παρουσιάσει για τη στρατηγική και για τους
χειρισμούς.
Χωρίς καμιά αμφιβολία, η
εθνική στρατηγική που ακολουθούμε είναι αυτή που έχει διαμορφώσει το ΠΑΣΟΚ. Και
όλες μας οι προεκλογικές εξαγγελίες σε σχέση με την ανάγκη για μια αναθεώρηση
της δανειακής σύμβασης, σε σχέση με την επιμήκυνση της περιόδου δημοσιονομικής
προσαρμογής, σε σχέση με την επιβεβαίωση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους
με πολύ συγκεκριμένους τρόπους έγιναν δεκτές.
Δεν έγινε δεκτή η δική μας άποψη
πως έπρεπε να προτάξουμε ή έστω να θέσουμε παράλληλα, όχι μόνο το ζήτημα
των δημοσιονομικών μέτρων, αλλά και το μείζον ζήτημα της πολιτικής συμφωνίας με
τους εταίρους μας για τη βιωσιμότητα και την επιμήκυνση.
Απεδείχθη ότι χρειαζόταν πολιτική
διαπραγμάτευση και πολιτική συμφωνία προκειμένου να έχουμε ένα στέρεο πλαίσιο
αναφοράς. Προκειμένου να έχουμε και πολιτικό πλαίσιο και μακροοικονομικό
πλαίσιο που εκπέμπει ένα αισιόδοξο μήνυμα, πείθει τις αγορές και πείθει και
τους Έλληνες πολίτες, την ελληνική κοινωνία, την εγχώρια αγορά να αντιδράσει
διαφορετικά.
Εν πάση περιπτώσει, όπως έχω πει
κατ' επανάληψη, στην τελική φάση οφείλαμε να κάνουμε μια συνολική πολιτική
εκτίμηση για τα μέτρα, για τη στήριξη της κυβέρνησης, για τη σχέση μας με τους
Ευρωπαίους εταίρους και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και αναλάβαμε για μια
ακόμη φορά τις ευθύνες μας, λειτουργήσαμε εμείς στο ΠΑΣΟΚ, ως εγγυητής της
κυβερνητικής σταθερότητας και της εθνικής στρατηγικής, προσφέροντας στην
κυβέρνηση τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής. Γιατί χωρίς τη
θετική ψήφο του ΠΑΣΟΚ στα μέτρα η κυβέρνηση δεν θα είχε συγκεντρώσει τις
απαραίτητες 151 ψήφους.
Τώρα, βρισκόμαστε στην επόμενη
φάση. Έχουμε στα χέρια μας τη δυνατότητα να διαμορφώσουμε αυτή τη νέα αφετηρία
αλλά πρέπει -αυτό είναι αναπόφευκτο δυστυχώς- να ολοκληρώσουμε τις εξωτερικές
χρηματοοικονομικές προϋποθέσεις. Δηλαδή, να διοργανώσουμε με επιτυχία την
επιχείρηση επαναγοράς των ομολόγων μας νέας έκδοσης που διέπονται από το
αγγλικό δίκαιο, γιατί αυτό καλώς ή κακώς έχει ταχθεί ως προϋπόθεση και για τη
χρηματοδότησή μας από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. αλλά και προκειμένου να
πειστούν Κοινοβούλια χωρών πέραν της Γερμανίας. Γιατί είναι πάρα πολύ σημαντική
η ψήφος της γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής, αλλά δυστυχώς δεν αρκεί μέσα στο
πολύπλοκο θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι πολύ σημαντικό να
ολοκληρωθεί με επιτυχία η διαδικασία αυτή με ισορροπημένο τρόπο, όχι εις
βάρος των ελληνικών τραπεζών και άλλων ελληνικών φορέων που κατέχουν ομόλογα,
με ισορροπημένη σχέση μεταξύ Ελλήνων και ξένων ομολογιούχων. Άρα, έχει πάρα
πολύ μεγάλη σημασία να θυμηθούμε εδώ ότι η συμμετοχή των ασφαλιστικών
ταμείων, για παράδειγμα, δεν είναι στη φάση αυτή απαραίτητη. Απαραίτητη ήταν
τον Μάρτιο του 2012, όταν χωρίς τη ψήφο των ασφαλιστικών Ταμείων δεν μπορούσαν
να διαμορφωθούν οι αναγκαίες αυξημένες πλειοψηφίες για την ενεργοποίηση των
ρητρών συλλογικής δράσης των CACs που είχαν εισαχθεί αναδρομικά στην ελληνική
έννομη τάξη.
Είναι επίσης προφανές ότι το
σχήμα πρέπει να συγκρατήσει την τιμή στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα, να μην
ενθαρρύνει κερδοσκοπικές δραστηριότητες και περίεργους χειρισμούς, να επιτρέψει
στις ελληνικές τράπεζες να ακολουθήσουν χωρίς προβλήματα το ήδη προβλεπόμενο
και χρηματοδοτούμενο σχήμα της ανακεφαλαιοποίησής τους.
Είναι προφανές, για να το πω
συνθηματικά, ότι δεν πρέπει να υπάρξουν φαινόμενα «κανιβαλισμού» των
επιμέρους κονδυλίων, προβλέψεων και πυλώνων του προγράμματος στήριξης και προσαρμογής
της ελληνικής οικονομίας.
Παρακολουθούμε το θέμα από πολύ
κοντά με γνώμονα το γενικό συμφέρον, με κριτήρια χρηματοοικονομικά αλλά βεβαίως
εντέλει οικονομικά και αναπτυξιακά, ξέρουμε ποιο είναι το τελικά ζητούμενο και
θέλουμε να διαφυλαχθεί.
Έχει βεβαίως τεράστια σημασία να
κερδίσουμε χρόνο. Δεν είναι τυφλή αυτή η στρατηγική. Είπα και προχτές μιλώντας
σε κομματικό ακροατήριο, ότι θα ακολουθήσει και νέα φάση σε σχέση με το
ονομαστικό βάρος του ελληνικού δημοσίου χρέους.
Είναι σημαντικό ότι το Eurogroup
τώρα στην τελευταία απόφασή του επανέλαβε αυτολεξεί την πιο κρίσιμη παράγραφο
των συμπερασμάτων του της 21ης Φεβρουαρίου: Ότι η Ευρωζώνη καλύπτει πλήρως την
Ελλάδα, όχι μόνο κατά τη διάρκεια του προγράμματος προσαρμογής αλλά και μετά
από το τέλος του προγράμματος έως την επάνοδό της στις αγορές.
Αυτό έχει τεράστια σημασία όχι
μόνο διαθεσμικά, δηλαδή ως προς τη σχέση Ευρωζώνης και Διεθνούς Νομισματικού
Ταμείου αλλά και για τη σχέση Ευρωζώνης - Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου -
Ελλάδας και αγορών.
Θέλω απλώς να θυμίσω εδώ σε σχέση
με το σχέδιο επαναγοράς των ομολόγων ότι στην μεγάλη άσκηση του PSI, την
πρωτοφανή σε όγκο αλλά και σε επίπεδο επαγγελματισμού ως προς την προετοιμασία
της η ελληνική κυβέρνηση ενεργούσε τυπικά ως υπεύθυνη της διαδικασίας, πάντα
όμως στο όνομα των θεσμικών της εταίρων και με την έγκριση άρα τη συνευθύνη των
θεσμικών της εταίρων και αυτό προφανώς ισχύει και στην προκειμένη περίπτωση.
Έχει πολύ μεγάλη σημασία να
ολοκληρωθεί αυτό και να επανέλθουμε στην μακροοικονομική εξίσωση πως θα έχουμε
πολύ σοβαρά πρωτογενή πλεονάσματα χάρη στις θυσίες του ελληνικού λαού.
Ελπίζουμε από το 2013 πρωτογενή πλεονάσματα. Χρειαζόμαστε όμως και θετικούς
ρυθμούς ανάπτυξης, θετικούς με σαφήνεια προκειμένου να έχουμε βιώσιμο χρέος,
βιώσιμη χώρα.
Η αποκλιμάκωση είναι εύκολη,
εξελίσσεται με γεωμετρική πρόοδο, αρκεί να διαμορφώσουμε τις προϋποθέσεις
αυτές. Επίσης έχει σημασία να σταματήσουν οριστικά οι θανατηφόρες και αμφίσημες
δηλώσεις σε σχέση με τη θέση της Ελλάδας στο ευρώ. Νομίζω είναι πια αντιληπτό
από όλους ότι το ουσιαστικό πολιτικό κεκτημένο αυτών των τελευταίων διαδικασιών
είναι πως για μια ακόμη φορά πολιτικά επιβεβαιώνεται η μόνιμη και διαρκής
παρουσία της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.
Αυτό θα μπορούσαμε να το
τεκμηριώσουμε με πολλούς τρόπους, αρκούμαι στο να πω πως μεταξύ Μαρτίου και
Μαΐου η Ελλάδα έλαβε μια γιγαντιαία δόση 72 δισ. ευρώ και ελπίζουμε μέχρι το Α
τρίμηνο του 2013 να έχουμε λάβει 44 δισ. ευρώ, άρα θα υπολείπονται στην
πραγματικότητα μόλις άλλα 43 δισ. ευρώ να εκταμιευτούν μέχρι το τέλος του
προγράμματος. Από τα 240 δισ. ευρώ συνολικά, χωρίς να υπολογίζουμε την όποια
έκθεση έχει το Ευρωσύστημα, στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα που ελπίζουμε να
μεγαλώσει γιατί ελπίζουμε ταχύτατα οι ελληνικές τράπεζες να απαλλαγούν από το
ακριβό ELA και να επανέλθουν στους φυσιολογικούς κανόνες της χρηματοδότησής
τους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Άλλωστε, χωρίς ρευστότητα, χωρίς
καταβολή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του κράτους, χωρίς να ολοκληρωθεί η
ανακεφαλαιοποίηση, χωρίς να αποδειχτούν γενναιόδωρα και διορατικά τα
διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα στο πλαίσιο του πολυετούς
δημοσιονομικού σχεδιασμού, δεν θα πετύχουμε τους στόχους μας.
Οι προϋποθέσεις της εθνικής
ανάκαμψης, στις οποίες έχω αναφερθεί, είναι βεβαίως πρωτίστως εξωτερικές αλλά
είναι και εσωτερικές. Δεν είναι μόνο δημοσιονομικές και χρηματοοικονομικές,
υπάρχουν και πολιτικές και κοινωνικές προϋποθέσεις και αυτές μπορώ να σας
διαβεβαιώσω, η πρώτη πολιτική προϋπόθεση της εθνικής ανάκαμψης είναι να υπάρχει
μια σταθερή Κυβέρνηση, να υπάρχει κυβερνητική και πολιτική σταθερότητα.
Το ΠΑΣΟΚ την εγγυάται με κόπο και
φθορά αυτή τη σταθερότητα. Χρειαζόμαστε όμως κοινωνική συνοχή, κοινωνική αντοχή
και συναίνεση, αίσθημα ασφάλειας στο εσωτερικό της κοινωνίας και μια αίσθηση προοπτικής,
που νομίζω ότι μπορούμε να τη δημιουργήσουμε.
Πρέπει όμως να πείσουμε τους
Έλληνες και τις Ελληνίδες ότι φεύγουμε από τον ασφυκτικό κλοιό του Μνημονίου
και εφαρμόζουμε ένα δικό μας αυτόχθον εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης, για το
οποίο μιλάμε ήδη πριν από τις εκλογές και τώρα θέλουμε να το παρουσιάσουμε
ολοκληρωμένο και εξειδικευμένο.
Δεν αρκεί να εκπληρώσουμε τους
δημοσιονομικούς στόχους, δεν αρκεί να εκτελέσουμε τον προϋπολογισμό. Πρέπει να
εκτελέσουμε τον προϋπολογισμό σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης, να εκτελέσουμε τον
κοινωνικό προϋπολογισμό, να διασφαλίσουμε τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων,
πρέπει να ελέγξουμε όχι επειδή αυτό μας επιβάλλεται, αλλά επειδή αυτό είναι
ζωτική εθνική ανάγκη τον έλεγχο των δαπανών.
Αλλά για να πείσουμε τον κόσμο
πως ξέρουμε τι πρέπει να γίνει, πρέπει να είμαστε τώρα ιδιαίτερα προσεκτικοί
στα ζητήματα φορολογικής νομοθεσίας και φορολογικής πολιτικής. Το επικείμενο
φορολογικό νομοσχέδιο που ανήκει στο πακέτο των δημοσιονομικών μέτρων, είναι
μια δοκιμασία και για την Κυβέρνηση και για τη Βουλή και για την κοινωνία και
για τη φορολογική Διοίκηση και για τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου.
Οι προτάσεις μας είναι
τεκμηριωμένες, συγκεκριμένες, πιστεύαμε πάντα στην ανάγκη και πιστεύουμε ενός
εθνικού φορολογικού συστήματος, που θα είναι προϊόν διαλόγου με την αγορά, που
θα είναι προϊόν διαλόγου με τις κοινωνικές δυνάμεις, ακόμη και υπό πίεση χρόνου
αυτό μπορούμε να το πετύχουμε. Δεν πρέπει να κάνουμε λάθη, τα οποία θα μας
φέρουν αντιμέτωπους με το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Δεν είναι μόνο το ζήτημα των
παιδιών και της φορολογικής μεταχείρισης των οικογενειών με παιδιά. Δεν είναι
μόνο το ζήτημα των ελευθέρων επαγγελματιών τα πρώτα χρόνια της δραστηριότητάς
τους. Το μείζον ζήτημα είναι να συνδέσουμε ζητήματα φορολογικής πολιτικής
με ζητήματα φορολογικής Διοίκησης. Να μην αρκεστούμε στην υπερφορολόγηση ή εν
πάση περιπτώσει στην εσωτερική κατανομή των φορολογικών βαρών μεταξύ των
δηλωμένων εισοδημάτων, αλλά να εντάξουμε στο φορολογικό σύστημα μη δηλωμένα
εισοδήματα.
Αυτό είναι δύσκολο, αλλά είναι
εφικτό γιατί έχουμε διαμορφώσει τα προηγούμενα χρόνια, ιδίως τους προηγούμενους
μήνες μέχρι το Μάρτιο πολύ σοβαρά προγεφυρώματα προς ένα νέο εθνικό φορολογικό
σύστημα, προγεφυρώματα που καθιστούν πάρα πολύ εύκολη την αποτύπωση της
πραγματικής φορολογητέας ύλης στην Ελλάδα, υπό συνθήκες ύφεσης.
Το δράμα είναι ότι πρέπει
παραλλήλως να επιδιώκουμε τη δημοσιονομική προσαρμογή και ριζοσπαστικές,
μεγαλεπήβολες διαρθρωτικές αλλαγές υπό συνθήκες ύφεσης, μείωσης εισοδημάτων και
δυσπραγίας της αγοράς.
Μόνο έτσι μπορούμε να πείσουμε
τον κόσμο ότι ξέρουμε που πηγαίνουμε -και ξέρουμε, σας διαβεβαιώ- αξιοποιώντας
και το κοινοτικό και το διμερές αναπτυξιακό πακέτο που πρέπει να διαμορφωθεί.
Όχι με λόγια και διακηρύξεις, αλλά με πρακτικά μέτρα.
Έτσι θα φτάσουμε και στη θετική
λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Δεν μπορούμε να συζητάμε μόνο για
επαναγορά ομολόγων και ανακεφαλαιοποίηση, ή για το ρόλο των μετόχων, πρέπει να
δούμε ποια είναι πλέον η σχέση του τραπεζικού συστήματος με το νέο εθνικό
παραγωγικό μοντέλο, με πιο συγκεκριμένο τρόπο το ελληνικό τραπεζικό σύστημα υπό
το στρατηγικό έλεγχο του κράτους, υποστηρίζει την ανάσχεση της ύφεσης, την
επάνοδο σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.
Έχουμε προτείνει πολύ
συγκεκριμένα μέτρα για όλα αυτά. Αλλά φυσικά χωρίς Τράπεζες δεν μπορούμε ούτε
τις ιδιωτικοποιήσεις να ολοκληρώσουμε, ούτε από τη Διοίκηση και τη δικαιοσύνη
να ζητήσουμε να είναι φιλοεπενδυτικές που πρέπει να είναι, ούτε από την Τοπική
Αυτοδιοίκηση και τις τοπικές κοινωνίες να στηρίξουν επενδύσεις, γιατί χωρίς αυτές
δεν υπάρχει απασχόληση.
Έτσι θα μπορέσουμε να
παρακολουθήσουμε αυτά που συμβαίνουν στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, γιατί είμαστε
παρίες και πολλές φορές έχουμε αδυναμία να παρακολουθήσουμε πολύ σημαντικές
εξελίξεις όντας εγκλωβισμένοι στα άμεσα εθνικά μας προβλήματα και μόνο έτσι
μπορούμε να δώσουμε έναν αέρα στην ελληνική κοινωνία να οραματιστεί πράγματα
πέρα της συγκυρίας και σε θεσμούς, και στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος
και στην αναθεώρηση του Συντάγματος και στην εξωτερική πολιτική και στην ανάπτυξη
του ρόλου της Ελλάδα στην ευρύτερη περιοχή.
Όλα όμως αυτά -για να έρθω στο
ζήτημα που σας αφορά και μας αφορά σε αυτή την επικοινωνία- τα θέματα στα οποία
αναφέρθηκα ακροθιγώς μέχρι τώρα, αφορούν την Κυβέρνηση, την Βουλή, τα Κόμματα,
τη Δημόσια Διοίκηση, την Αυτοδιοίκηση, τη δικαιοσύνη. Αφορούν το κράτος εν
ευρεία εννοία, το δημόσιο τομέα.
Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία
ότι το κράτος απέναντι στην κρίση λειτουργεί αντιφατικά με εντυπωσιακές
αντιφάσεις. Γιατί μειώνεται παρεμβατικά και παραγωγικά μέσω των
ιδιωτικοποιήσεων, διογκώνεται χρηματοοικονομικά και ρυθμιστικά μέσω της έντονης
παρουσίας του στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και βέβαια μέσω των νέων ρυθμιστικών
Αρχών, που είναι υποχρεωμένο να ιδρύσει.
Και αναμφίβολα, το πολιτικό
σύστημα που διαχειρίζεται το κράτος έχει τις μεγάλες ευθύνες, το Δημόσιο και ο
δημόσιος τομέας. Αλλά μόνο ο δημόσιος τομέας; Μόνο το πολιτικό σύστημα; Δεν
υπάρχει καμία ευθύνη ούτε για το παρελθόν ούτε για το μέλλον του
ιδιωτικού τομέα; Δεν υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνει το τραπεζικό σύστημα
καθαυτό; Ο επιχειρηματικός κόσμος;
Θα μπορούσα να επικαλεστώ πολλά
παραδείγματα. Σας λέω μόνο ότι στο πιο ευαίσθητο πεδίο που είναι οι δαπάνες για
έρευνα και ανάπτυξη, στην αναζήτηση της καινοτομίας με βάση τους σύνθετους
ευρωπαϊκούς δείκτες για την καινοτομία, ούτως ή άλλως η εθνική δαπάνη είναι
πάρα πολύ μικρή, αλλά η δημόσια δαπάνη είναι πάντα σταθερά μεγαλύτερη από την
ιδιωτική δαπάνη.
Άρα, υπάρχει ένα ζήτημα τι θα
κάνει τώρα ο επιχειρηματικός κόσμος από μόνος του, ο ιδιωτικός τομέας. Αυτό
είναι φαντάζομαι κάτι, που θα το συζητήσετε στο συνέδριο. Θέλω να πω ότι πρέπει
να ξεκινήσουμε από το πιο απλό που συνδέει την χρηματοοικονομική σφαίρα με τη
σφαίρα της πραγματικής οικονομίας και δεν αφορά απλά και μόνο την
επιχειρηματικότητα, άρα τον ιδιωτικό τομέα ως τομέα της ιδιωτικής
επιχειρηματικής δράσης, αλλά τον ιδιωτικό τομέα με την ευρύτερη έννοια της
κοινωνίας των πολιτών. Και αυτό στο οποίο αναφέρομαι είναι η επιστροφή των
καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Τώρα λοιπόν που θα ολοκληρώσουμε
την επαναγορά των ομολόγων, τώρα που έχουμε την κάλυψη της Ευρωζώνης μέχρι την
επάνοδό μας στις αγορές, τώρα που αίρεται η νομισματική αβεβαιότητα, τώρα που
διαμορφώνουμε τη νέα αφετηρία, τώρα που χρειαζόμαστε ρευστότητα, τώρα που οι
Τράπεζες ανακεφαλαιοποιούνται και ανασυγκροτούνται, τώρα δεν υπάρχει επιφύλαξη
δεν υπάρχει φραγμός.
Τώρα πρέπει να γυρίσουν οι
καταθέσεις στις ελληνικές Τράπεζες. Και επειδή τα πρόσωπα που λειτουργούν σε
μια κοινωνία σε μια αγορά σε ένα έθνος είναι πολύπλευρα και πολυδύναμα και
πολυσθενή και είναι ταυτόχρονα και καταθέτες αλλά και δανειολήπτες, είναι
ταυτόχρονα και επιχειρηματίες αλλά και πολίτες, είναι και διοικούντες αλλά και
διοικούμενοι, τώρα πρέπει να επιδείξουμε την εθνική μας αλληλεγγύη με ένα πολύ
πρακτικό, παραγωγικό και φιλοεπενδυτικό τρόπο, οργανώνοντας ένα μεγάλο εθνικό
Κίνημα επιστροφής των καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Έτσι θα αποκτήσει νόημα και η
συζήτηση για την τραπεζική Ένωση, για τον πανευρωπαϊκό μηχανισμό εγγύησης των
καταθέσεων που είναι μια πρόταση εξαιρετικά ευφυής του Μάριο Μόντι.
Αυτή είναι μια πρωτοβουλία που
μπορούμε να την πάρουμε μαζί: πολιτικό σύστημα και ιδιωτικός τομέας. Και
πιστεύω ότι φορείς όπως το Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο μπορούν να παίξουν
πάρα πολύ σημαντικό ρόλο από την άποψη αυτή. Δεν μας πιστεύουν εμάς τους
πολιτικούς, είναι δύσπιστοι, μας απορρίπτουν, μας κατακρίνουν, μας συκοφαντούν,
μας επιπλήττουν. Κάποιος πρέπει να μιλήσει με ένα πειστικό λόγο.
Και αυτό, είναι ένα καθήκον που
βαραίνει τώρα πιστεύω τον επιχειρηματικό κόσμο, τον ιδιωτικό τομέα, τους
ακαδημαϊκούς κύκλους που κινούνται στο χώρο της οικονομίας εν ευρεία εννοία και
αυτό νομίζω ότι πρέπει ως αίτημα να μας συνεγείρει όλους γιατί είναι η πρώτη
προϋπόθεση για την ανάπτυξη, η πρώτη προϋπόθεση για τη νέα αφετηρία που τόσο
έχουμε ανάγκη.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου