Επίκαιρα Θέματα:

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Σα να μην πέρασε μια μέρα

γράφει ο Βασίλης Ταχτσίδης
Η οχλαγωγία ξέμενε πίσω του και μαλάκωνε σιγά-σιγά στ' αυτιά του, καθώς απομακρυνόταν απ' την πλατεία. Τα φώτα της στα μάτια του χαμήλωναν, ώσπου σβήσανε τελείως. Ερημιά !!!!. Ένοιωσε το σκοτάδι, σαν πίσσα, να τον τυλίγει και τη ζεστασιά της αγκάλης των φίλων του να κρυώνει. Τόσο μεγάλη υποκρισία και τόσο καλά κρυμμένη μες τα μάτια τους!!! Πόσο λάθος πίστευε!!! Κοντοστάθηκε για μια στιγμή και έστριψε στη γωνία. Το ποδάρι του, διστακτικό, σαν κάτι στέρεο να έψαχνε να βρει για να πατήσει. Ύστερα το τόλμησε και έκανε το επόμενο βήμα. Ένοιωσε ένα αχνογάλανο φως να παραμερίζει το σκοτάδι και να τον τυλίγει. Άθελα έσυρε τη ματιά του πάνω και πιο πάνω. Ολοένα το φως δυνάμωνε και τον τραβούσε. Κοίταξε κατάματα το φεγγάρι, ολόγιομο σκέφτηκε, πανσέληνος, μια ομορφιά που θέλεις δεν θέλεις σε κυριεύει. Τέτοιο συναίσθημα δεν είχε ματαζήσει. Και ναι, ούτε που πρόλαβε τα μάτια του να κλείσει. Ύστερα οι φωνές χάθηκαν. Κοίταξε πίσω του, η όραση του θαμπή, κανέναν δεν μπόρεσε να διακρίνει. Φευγαλέα η σκέψη που πέρασε απ' το μυαλό του. Τι άλλο πρέπει να κάνει ο άνθρωπος, παρά, που όταν στερέψει το γάλα της μάνας του, τη ζωή του να φέρει σε ισοσκελή και όμορφα ισοζύγια και με κάθε του δύναμη να προσπαθεί για έναν κόσμο γύρω του, που να τον διέπει η αλληλεγγύη, ο αλληλοσεβασμός και μόνο η αγάπη που θα ανθίζει και ο σπόρος της θα φυτρώνει στο αύριο. Το πρόσωπό του συσπάστηκε, μάταιος ο κόπος;;;
Ένοιωσε κρύο τον ιδρώτα που έτρεχε στο μέτωπό του, τα μάτια του να καίνε και η ψυχή του φτερούγιζε. Κάποιοι διάσπαρτοι ψίθυροι, απόηχος της ζωής του, τα λόγια που έφταναν από κάπου μακριά και αντηχούσαν στ' αυτιά του ..σαν βγεις στον πηγαιμό.. Ναι, η Ιθάκη, σκέφτηκε, αυτός ήταν ο προορισμός του.
Μια κραυγή, σαν λάβα από κρατήρα ηφαιστείου, ξεχύθηκε από μέσα του, μα δεν την άκουγε. Εισέπνευσε βαθιά, προσπαθώντας να ρουφήξει αυτό που βγήκε από τα χείλη του, δεν είχε όμως τη δύναμη να το ξαναμαζέψει. Το φως γύρω του έγινε εκθαμβωτικό. Ούτε που το κατάλαβε σαν χάθηκε μέσα σ' αυτό. Μακρινό-κοντινό το ταξίδι, δεν ήξερε, τίποτα δεν πήρε μαζί του και ούτε που γύρισε ξοπίσω του να δει.
Κοίταξα γύρω μου, πίσσα - σκοτάδι, το φεγγάρι δεν βγήκε και τούτη τη νύχτα.
Πέρασαν κιόλας τέσσερα χρόνια και ρε γαμώτο φίλε, τίποτα δεν άλλαξε. Τα κορόιδα στον ύπνο τους και τα λαμόγια να προσπαθούν με νύχια και με δόντια να κρατηθούν στην εξουσία και στην επικαιρότητα. Γιατί το ξέρουνε πολύ καλά πως άμα σβήσουνε τα φώτα της ράμπας ..
Υ.Γ. Και να μην το ξεχάσω, φίλε, δεν είναι όλα ίδια όπως παλιά. Ο ήλιος πλέον βγαίνει ολοένα και για πιο λίγους, όχι μονάχα εδώ μα και σε όλο τον κόσμο.
Σε θυμόμαστε φίλε


Βασίλης Ταχτσίδης

3 σχόλια:

Βασίλης Ταχτσίδης είπε...

Άμα ήταν να πληρωνουμε πρόστιμο για κάθε μ...κία που λέμε Πίστεψε με Δεν θε έιχαμε ανάγκη από πολιτικούς.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΧΤΣΙΔΗΣ είπε...

Και μπλα και θα, ο μη υποσχόμενος.
Αλλα για να σοβαρευτούμε ειπε και κάτι καλό.
Όταν οι Έλληνες ειναι ενωμένοι μεγαλουργούν.
Τι πιο ΩΡΑΙΟ τι πιο ΣΩΣΤ!!!!!
Δείξε όμως πρώτα εσύ τον δρόμο,
και όχι να θες να ενωθούμε μόνο κάτω από την δικιά σου ομπρέλα.
Νομίζω!!!!!

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΑΧΤΣΙΔΗΣ είπε...

ΗΡΕΜΗΣΕ, ΟΠΟΥ ΝΑ ’ΝΑΙ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ

Πρώτα μας φύσαγαν τη στάχτη μες τα μάτια,
κάτασπρο το μαύρο κατάφερναν να δω,
τον κόσμο μας, τον ψυχισμό, τον έσπαγαν κομμάτια
και έκαναν τους φίλους μας να βλέπω σαν εχθρό.

Το άσπρο - άσπρο αν δε μπορείς,
το βήμα παραπέρα,
άσχημο το ξημέρωμα που θα ’χει η άλλη μέρα.

Τώρα μωρό μου μας σκεπάζουνε με χιόνι,
της νύχτας το ξημέρωμα, μας λένε, δεν θα δω,
μα έλα που κι αυτό μέρα τη μέρα λειώνει,
ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΠΟΥΝ ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΜΟΥ
ΠΟΥ ΝΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΒΡΩ;

Το άσπρο μαύρο γίνεται,
μας τρώνε οι διαόλοι.
Το άσπρο άσπρο αν δεν μπορείς,
ΕΜΕΙΣ ΦΤΑΙΜΕ ΚΑΙ ΟΛΟΙ


Το Προφίλ μας