συνέντευξη του Αλέξη Παπαχελά από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος είναι πάντοτε ένας εξαιρετικός συνομιλητής. Κουβαλάει τη συμπυκνωμένη σοφία του θεσμού που εκπροσωπεί, πιάνει τον σφυγμό της κοινωνίας, ενώ εντυπωσιάζει με το πόσο ανοικτό είναι το μυαλό του για έναν άνθρωπο που διανύει την όγδοη δεκαετία της ζωής του.
Συναντηθήκαμε το πρωί της Παρασκευής στο γραφείο του. Περίμενα πως θα ήταν
ενδεχομένως «πεσμένος» μετά την εμπειρία του κορωνοϊού και τις δύσκολες αποφάσεις που πήρε και τις εύθραυστες ισορροπίες που χρειάστηκε να κρατήσει. Ο Αρχιεπίσκοπος βρέθηκε στο επίκεντρο ενός κυκλώνα.
Από τη μία η πίεση της Πολιτείας και των ειδικών και από την άλλη η πίεση των «ταλιμπάν» που τον κατηγόρησαν ότι ενέδωσε σε πιέσεις προδίδοντας την πίστη του. Και όλα αυτά σε μια στιγμή που οι γιατροί του τον έπεισαν να βάλει βηματοδότη.
Πεσμένος δεν ήταν σίγουρα. Είδα απέναντί μου έναν άνθρωπο σε μαχητική διάθεση, ενοχλημένο από τις επιθέσεις που δέχθηκε, αλλά όχι έτοιμο να τα παρατήσει. Κάθε άλλο. Βρήκα επίσης απέναντί μου έναν Αρχιεπίσκοπο που δεν δίστασε να απαντήσει σε καμία ερώτηση, για το αν η αντιπολίτευση στην Ιεραρχία συνδέεται ευθέως με τη μάχη διαδοχής του, για τις σχέσεις του με τον νυν πρωθυπουργό αλλά και τον κ. Τσίπρα, για τον αφορισμό του Αμβροσίου, τη συνήθη σύγκριση του δικού του στυλ με εκείνο του μακαριστού Χριστόδουλου και άλλα πολλά. Είναι μία από εκείνες τις συνεντεύξεις όπου το κλισέ ότι κάποιος «άνοιξε τα χαρτιά του» μπορεί και να ισχύει…
– Σας είδα τη Μεγάλη Εβδομάδα στη Μητρόπολη μόνο σας σε μια άδεια εκκλησία και αναρωτιόμουν τι να περνούσε από το μυαλό σας εκείνη την ώρα.
– Hταν πάρα πολύ δύσκολο αλλά όμως είμαστε υποχρεωμένοι όχι να φύγουμε, να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια, αλλά να συνεργαστούμε. Λοιπόν έρχεται η Πολιτεία και μας λέει ότι οι ειδικοί, τους οποίους δεν μπορούμε να απορρίψουμε, μας λένε ότι πρέπει να γίνει αυτό. Συγκαλούμε Σύνοδο και η Σύνοδος ασπάζεται τις αποφάσεις της Πολιτείας και γίνεται ας πούμε μια ομολογία, μια συνομολογία, μια συνεργασία. Με το τραγικό αποτέλεσμα για εμάς ότι θα κλείσουν οι εκκλησίες, ότι θα λειτουργήσουμε με κλειστές πόρτες. Ξέρουμε τι είναι αυτό, αλλά όμως, πάνω απ’ όλα βρίσκεται ο άνθρωπος και θα πρέπει να σκεφτούμε εμείς οι κληρικοί ακόμη περισσότερο, υπάρχει Εκκλησία χωρίς τον άνθρωπο; Και ποια είναι η αποστολή της Εκκλησίας εάν δεν είναι ο άνθρωπος; Υπάρχει κανόνας που λέει «νόμος υπέρτατος είναι η σωτηρία του ανθρώπου». Επομένως είναι καθήκον ιερόν να το παλέψουμε αυτό το πράγμα, άλλωστε δεν είναι κάτι που θα μείνει για πάντα. Για τους ανθρώπους τους οποίους έχουν νου αλλά και για τους πιστούς, τους καθαρά πιστούς, νομίζω υιοθετήθηκε αυτή η άποψη και πρέπει να πούμε ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όσους μόχθησαν σε αυτή την περιπέτεια ώστε το αποτέλεσμα να είναι ένα αποτέλεσμα για την Ελλάδα μας επαινετό. Παραδέχθηκαν όλοι ότι τα προγράμματα που υλοποιήθηκαν και ό,τι είχε προγραμματιστεί –όλα αυτά– έφεραν ένα αποτέλεσμα το οποίο ήταν, δεδομένων των συνθηκών, καλό.
– Να επιμείνω λίγο. Θέλω πραγματικά να μου πείτε τι σκεφτόσασταν όταν καθόσασταν στον θρόνο και μπροστά σας ήταν μια άδεια εκκλησία, μια άδεια Μητρόπολη.
– Θα πω μια λέξη που τη βάζω σε εισαγωγικά, ήταν μια «ευκαιρία». Τις χάρες μας έχει δώσει ο Θεός, όλες τις δυνατότητες, αλλά τις ξεχνάμε πολλές φορές με τις μικρότητές μας, με τις γκρίνιες μας. Πόσες φορές δεν είπαμε σε κηρύγματα πού είναι οι Χριστιανοί που δεν έρχονται, που δεν εκκλησιάζονται;
Και έρχεται αυτό το γεγονός, και βλέπεις μια άδεια Εκκλησία, δεν έχεις τίποτα, ποιο είναι το αντικείμενό σου αυτή τη στιγμή, πού είναι οι άνθρωποι; Επειτα έρχεται αυτόματα μια άλλη σκέψη, υπάρχουν πολλά με τα οποία συνδεόμαστε και ο κοινός σύνδεσμος αυτής της αγάπης είναι η Θεία Λειτουργία, είναι το Μυστήριο της Εκκλησίας.
Αλλη σκέψη: Ποια είναι τα αποτελέσματα και τα αγαθά της παγκοσμιοποιήσεως, άραγε οδεύουμε σε κλειστά σύνορα; Μήπως αρχίζουμε και ζούμε μιαν άλλη κατάσταση, όπου κλείνουν τα σύνορα των ανθρώπων; Οταν βρεθήκαμε λόγω των μέτρων συνεχώς με όλα τα μέλη της οικογένειας, δεν ξέραμε ποια θα είναι και τα αποτελέσματα, διότι υπάρχουν επιπτώσεις πολλές. Ψυχολογικές επιπτώσεις, ανακαλύψαμε νέα δεδομένα που δεν τα είχαμε φανταστεί, ζητήματα αγωγής των παιδιών μας που δεν τα είχαμε αντιληφθεί, τις αντιδράσεις τους, τις σκέψεις τους. Επομένως, ένας καινούργιος κόσμος γεννήθηκε και πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε. Και είναι και για την Εκκλησία μια ευκαιρία. Ηδη φαίνονται τα ζητήματα της ανεργίας, το θέμα της πείνας, της φτώχειας, όλα αυτά που θα μας απασχολήσουν. Πολλοί μας ρωτούν: Θα κάνουμε συσσίτια; Προς το παρόν λέμε να περιμένουμε. Ολα αυτά είναι θέματα τα οποία γέννησε η επιδημία η τραγική, και είμαστε σε αναμονή και περιμένουμε.
Ο άνθρωπος ενώπιον του θανάτου
– Eνα συναίσθημα που ένιωσε πολύς κόσμος, συμπολίτες μας, είναι ο φόβος. Εσείς μέσα στην επιδημία κάνατε μια επέμβαση, προγραμματισμένη υποθέτω. Νιώσατε φόβο;
– Κοιτάξτε, επειδή έγινε σε αυτές τις ημέρες, υπό αυτές τις συνθήκες και μάλιστα ετοιμαζόμουν να δώσω μια συνέντευξη για τα θέματα αυτά, έρχεται ο γιατρός και μου λέει: σταμάτα τα όλα, αυτό που είχαμε προγραμματίσει πρέπει να γίνει αύριο. Δεν θέλω να γελάσετε, αλλά το μόνο που του είπα είναι ότι δεν είμαι έτοιμος, έχω εκκρεμότητες. Eλεγα για εκκρεμότητες, τις προσωπικές μου εκκρεμότητες, τις υπηρεσιακές μου εκκρεμότητες. Και χρειάζεται τότε μια ηρωική απόφαση. Ε, μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα έζησα και εγώ. Κοιτάζεις τον θάνατο σαν θάνατο. Οι άνθρωποι οι υπερήλικες τον περιμένουν, αλλά ό,τι πλέκεται γύρω από τον θάνατο, ο συναισθηματικός κόσμος, οι άνθρωποι που αγαπάμε και μας αγαπούν, τα πράγματα που έχουμε ή οι σκέψεις μας ότι αυτό πρέπει να το τελειώσω ή αυτό πρέπει να το κάνω ήταν αυτά που με απασχόλησαν στο κρεβάτι εκεί. Και λέω, μήπως δεν έπρεπε να είχα κάνει αυτό και να είχα κάνει κάτι άλλο; Τι γίνεται τώρα και πού πηγαίνουμε;
Χωρίς τη Θεία Κοινωνία δεν υπάρχει Εκκλησία, δεν χρειάζεται
– Υπήρξαν δύο φαινόμενα αυτή την περίοδο. Το ένα είναι οι επιθέσεις στην Εκκλησία, γενικότερα ως θεσμό, το είδαμε αυτό και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αλλού. Κάποιοι μάλιστα έλεγαν ότι δεν μπορεί η Εκκλησία να επιμένει ότι η Θεία Κοινωνία είναι κάτι το οποίο δεν επιδέχεται επιστημονική ερμηνεία ή ότι πρέπει να επιβληθούν και εκεί υγειονομικοί κανόνες. Πώς απαντάτε εσείς σε αυτή την κριτική;
– Το είπα και το επαναλαμβάνω, είναι το πιστεύω μου, ότι το θέμα της Θείας Κοινωνίας δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο συζητήσεως. Δεν είναι θέμα ούτε προσωπικό του καθενός, είναι θέμα γενικότερο. Και όλα αυτά που ακούγονται να γίνει αυτό, να γίνει εκείνο, είναι αυθαίρετα. Δεν μπορεί κανείς να κάνει ό,τι θέλει στην Eκκλησία μας. Αν είναι μέλος της Iεραρχίας δεν μπορεί. Υπάρχει όργανο, είναι η Σύνοδος, είναι η Ιεραρχία που αποφασίζουν. Ή είσαι μέλος αυτού του Σώματος και υπακούς ή αποχωρίζεσαι. Επομένως αν στα πρακτικά, στα μικρά θέματα χρειάζεται συνεννόηση, συνεργασία, στα μεγάλα θέματα της Θείας Κοινωνίας δεν είναι καν θέμα της Εκκλησίας της Ελλάδος, ούτε καν του Πατριάρχη, είναι πανορθόδοξο θέμα, διότι εδώ είναι η ουσία της Εκκλησίας μας. Χωρίς τη Θεία Κοινωνία δεν υπάρχει Εκκλησία, δεν χρειάζεται.
– Απλώς να το καταλάβω, υπάρχει το Μυστήριο το ίδιο και υπάρχει και ένα τεχνικό ζήτημα, αν θα γίνεται με κουταλάκια μιας χρήσης ή όχι, γιατί περί αυτού πρόκειται στην ουσία. Αυτό υπονομεύει το ίδιο το Μυστήριο;
– Δεν το υπονομεύει διότι έχουμε άλλη λειτουργία στην Εκκλησία μας, μιας άλλης εποχής, που δεν είχαμε κουταλάκι, που ο άρτος, το σώμα εμβαπτίζεται. Πρώτη φορά αντιμετωπίζουμε αυτό το πράγμα, γι’ αυτό νομίζω ότι δεν είναι αντικείμενο συζητήσεως ούτε ενός κληρικού με έναν γιατρό λοιμωξιολόγο ή με έναν πιστό. Είναι θέμα που θα πρέπει η Εκκλησία στο σύνολο να το δει και επειδή δεν υπάρχει Εκκλησία ή Λειτουργία χωρίς τη Θεία Ευχαριστία, είναι ένα θέμα που πρέπει πανορθόδοξα να αντιμετωπιστεί.
– Εσείς βρήκατε κάποιους ανθρώπους επιστήμονες που
εμπιστευθήκατε ο ίδιος, αυτή την περίοδο, σε σχέση με την πανδημία, τον
κ. Τσιόδρα ή κάποιους άλλους;
– Μιλήσαμε με πολλούς ανθρώπους, εξαρτάται από την αγωγή τους την οικογενειακή, από τον τρόπο με τον οποίο έμαθαν να εργάζονται. Πάρα πολλοί άνθρωποι μου είπαν ότι εμείς θα κοινωνήσουμε, και κοινώνησαν. Και είναι μεγάλοι επιστήμονες, καθηγητές πανεπιστημίου κ.λπ. Είναι ένα θέμα τεράστιο αυτό.
– Υπήρξαν κάποιοι οι οποίοι παρέβησαν τους κανόνες που εσείς και η Πολιτεία θέσατε – αυτοί βεβαίως έχουν υποστεί κριτική στη δημόσια σφαίρα. Εσείς θα κάνετε κάτι γι’ αυτό;
– Νομίζω ότι δεν είναι το μόνο θέμα που πρέπει να μας απασχολήσει και θα έλεγα δεν πρέπει ούτε την Εκκλησία ούτε την Πολιτεία να απασχολήσει αυτό το θέμα, γιατί δεν ξέρουμε τι μας έρχεται. Είδα ότι το πλήρωμα της Εκκλησίας, οι πιστοί μας προσαρμόστηκαν, δεν ξέρω πόσο το εκτίμησαν αυτό άλλοι χώροι. Ομως είχαμε περιπτώσεις που παραλίες ήταν γεμάτες, τα δάση ήταν γεμάτα, περπατούσαμε και έτρεχαν άνθρωποι, ήταν φυσικό να δημιουργείται ένας πειρασμός, μια σκέψη μέσα στους ανθρώπους. Γιατί εγώ που θέλω να πάω στην εκκλησία έχω εμπόδιο και ο άλλος που θέλει να πάει, ξέρω και γω εκεί όπου θέλει να πάει, είναι ελεύθερος; Υπήρξε αυτή η πικρία, αλλά αυτά είναι οι λεπτομέρειες οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψη για το αύριο, και αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει δεν είναι απλώς τώρα να επιτιμήσουμε ή να τιμωρήσουμε, αλλά να προτρέψουμε.
Τα κοινά σημεία με Τσίπρα, η σχέση με Μητσοτάκη
– Να σας ρωτήσω ευθέως αν έχει μείνει σε εσάς προσωπικά κάποια πικρία από τους χειρισμούς είτε των κυβερνητικών είτε των επιστημόνων οι οποίοι ανέλαβαν τη διαχείριση της κρίσης.
– Κοιτάξτε, ότι υπάρχουν υπερβολές πολλές φορές, υπάρχουν. Αλλά γενικότερα θα έπρεπε να πούμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ» σήμερα, έστω και μέσα από τις υπερβολές τους, ή της μιας πλευράς ή της άλλης, στην αποφασιστικότητα που είχε, ας το πούμε, η κεντρική διεύθυνση του κράτους μας, η πολιτεία μας, ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί, οι οποίοι κινήθηκαν και δραστήρια και γρήγορα. Τώρα λεπτομέρειες, μέσα στις υπογραφές των εγγράφων, πήγαινε κι έλα κ.λπ., πάντοτε υπάρχουν σε αυτά τα θέματα...
– Εσείς νιώσατε κάποια υπεροψία από την πλευρά τους απέναντι στην Εκκλησία;
– Οχι, υπήρξε συνεργασία. Με τον πρωθυπουργό μίλησα πάρα πολλές φορές, σεβάστηκα αυτά που είπε, όπως τον παρακάλεσα να σεβαστεί και αυτά που είπε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος δεν μπορούσε να πει ποτέ «κλείνω τους ναούς», η Πολιτεία έχει το δικαίωμα να το κάνει αυτό. Γιατί δεν υπάρχει τώρα αντίδραση των χριστιανών της Γερμανίας που αποφασίζει η γερμανική κυβέρνηση να κλείσουν οι ναοί κ.λπ.; Είναι πράγματα ανάγκης αυτά. Και έρχεται και το ερώτημα: Εχω άραγε το δικαίωμα να το κάνω, μπορώ να το κάνω; Αλλά πρέπει να πάρεις μια απόφαση, κι εδώ είναι η τραγική ώρα του ανθρώπου που λέει το «ναι» ή το «όχι». Αλλά θα ήθελα με την ευκαιρία αυτή να τονίσω ότι είναι έργο της Εκκλησίας και προσπάθειά της να επιδιώκει τη συνεργασία με την πολιτεία, την οποιαδήποτε πολιτεία. Εγώ δεν έχω μετανοήσει, γιατί συνεργάστηκα με όλους τους πρωθυπουργούς, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο, πάντοτε με την έννοια ότι έχω τις πολιτικές μου απόψεις, αλλά η συνεργασία είναι το άλφα και το ωμέγα, διότι έχουμε υποχρέωση να δουλέψουμε γι’ αυτόν τον λαό. Κι αυτό νομίζω ότι, κατά έναν μεγάλο βαθμό, το επιτύχαμε σε αυτή την περίπτωση.
– Μπαίνω στον πειρασμό να σας ρωτήσω: Υπάρχει η αίσθηση ότι είχατε μια στενή σχέση με τον κ. Τσίπρα. Ισχύει το ίδιο με τον νυν πρωθυπουργό;
– Κοιτάξτε, δεν έχουν δοθεί πάρα πολλές ευκαιρίες με τον σημερινό πρωθυπουργό, αλλά από αυτές τις επαφές που είχαμε, εγώ είμαι ευχαριστημένος πέρα για πέρα. Με τον κ. Τσίπρα δόθηκαν ευκαιρίες άλλες, οι οποίες μας παρείχαν τη δυνατότητα μέσα από συγκρούσεις και διαφορετικές απόψεις να καταλήξουμε σε κοινά σημεία. Να σας πω ένα παράδειγμα μόνο: Οταν με επισκέφθηκε ως πρωθυπουργός ο κ. Τσίπρας, μου είπε «ξέρετε, πρέπει να κάνουμε κι έναν εξορθολογισμό των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας». Μου το είχε πει πολλές φορές και του είπα ότι εγώ δεν μπορώ να καταλάβω αυτό τον εξορθολογισμό, και άρχισε να μου τον εξηγεί. Αλλά είδα, όμως, στη συζήτησή μας ότι ήταν επηρεασμένος, κατά τη δική μου άποψη, δεν μου το είπε ο ίδιος, από τα βιβλία και τις μελέτες του κ. Νίκου Αλιβιζάτου, του μεγάλου συνταγματολόγου, του επίτιμου καθηγητού. Και του είπα ότι η ζωή του ελληνικού κράτους δεν αρχίζει από το 1945 που πιστεύει ο κ. Αλιβιζάτος. Η ζωή του ελληνικού κράτους αρχίζει από τη μονή των Καλτεζών, από την Επανάσταση. Αυτό, όμως, μας έδωσε την αφορμή να μιλήσουμε πάρα πολλές φορές με τον κ. Τσίπρα. Και να του εξηγήσω ότι δεν μας κάνετε χάρη, π.χ., να μας δίνετε ένα μισθό, μας χρωστάτε τα λεφτά που μας έχετε πάρει, μας χρωστάτε την περιουσία μας, δεν μας κάνετε χάρη, και πάνω σ’ αυτό συζητήσαμε πολλές φορές.
Ηταν φυσικό, λοιπόν, και μέσα στις δικές μου αγωνίες αλλά και στις δικές του, μέσα στη συζήτηση να δημιουργηθεί μια πιο στενή επαφή. Αλλά δεν είναι αυτά τα πράγματα παρεξηγήσιμα. Οπως, π.χ., πολύ άνετα ένιωθα και νιώθω όταν συναντώ τον κ. Σαμαρά, που συνεργαστήκαμε καλά. Ο κ. Παπαδήμος, π.χ., αγαπητότατος, αλλά δεν είχα το θάρρος να έχω τέτοια σχέση, δεν μου έδωσε το θάρρος. Λοιπόν, έτσι γίνεται με όλους τους ανθρώπους. Τον πρωθυπουργό τον κ. Μητσοτάκη τον εκτιμώ, τον σέβομαι ως πρωθυπουργό, επιθυμώ τη συνεργασία, αλλά τα θέματα της Εκκλησίας αυτή την ώρα είναι τεράστια. Τεράστια, και μέσα στα τεράστια προβλήματα θα υπάρχουν και δυσκολίες.
Δεν αισθάνομαι δεμένος με την καρέκλα
– Eνα δεύτερο φαινόμενο το οποίο σημειώθηκε στη διάρκεια της πανδημίας είναι ένας διχασμός μέσα στην ίδια την Εκκλησία. Κι εσείς γίνατε στόχος πολύ σκληρών επιθέσεων, ότι έχετε προδώσει την πίστη σας, ότι είστε οπαδός μιας νέας τάξης πραγμάτων. Γιατί συνέβη αυτό;
– Κοιτάξτε, η ιεραρχία μας, αυτή την ώρα, είναι ενωμένη όσο δεν ήταν ποτέ. Αλλά είναι φυσιολογικό όταν είμαστε 82 άνθρωποι να υπάρχουν και 5-6 οι οποίοι έχουν διαφορετικές απόψεις, οι οποίες είναι σεβαστές, που μπορείτε να τις ερμηνεύσετε με οποιονδήποτε τρόπο. Εκείνο όμως που ψέγεται, εκείνο που δεν επιτρέπεται, είναι να μην υπακούσεις την πλειοψηφία. Η ψήφος των πλειόνων κρατείται. Εχω την άποψή μου αλλά υπακούω σε αυτά που αποφασίζει η Εκκλησία. Δεν μπορεί κανείς να κάνει ό,τι θέλει, και αυτό παρουσιάστηκε, και αυτό είναι ένα έλλειμμα πίστεως και συνέπειας. Οταν πήγα εγώ να χειροτονηθώ επίσκοπος, και ανέβηκα στα βήματα της Εκκλησίας, είπα ποιος είμαι; Τι πάω να κάνω; Και έδωσα ομολογία της πίστεως. Και είπα ότι, ναι, θα είμαι πειθαρχημένος, ναι, αυτά από πλευράς εκκλησιαστικής. Αλλά δεν φτάνει αυτό μόνο, οι σχέσεις μας τώρα, Εκκλησίας και Πολιτείας, που είναι ιδιότυπες σχέσεις, δεν ξέρω μέχρι πότε θα είναι, τι θέλουν; Θέλουν να πάμε και στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας να δώσουμε τη διαβεβαίωση, εκεί ο επίσκοπος τι λέει; Ναι, έχω τους ιερούς κανόνες, θα τους τηρήσω, αλλά θα τηρήσω απαρεγκλίτως το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους. Αυτά τι είναι, λόγια; Είναι απλώς έτσι για να κάνουμε γιορτή; Εχουν συνέπεια. Επομένως, δεν έχει θέση ένας ο οποίος δεν το ζει αυτό να λέει την Κυριακή στην εκκλησία «Εν πρώτοις, Κύριε...» που δεν το τηρεί. Επομένως, λέμε για ασυνέπεια και αυτή η ασυνέπεια δεν μένει έτσι στην Εκκλησία. Εχει στόχο. Πρέπει να αντιμετωπιστεί, αλλά επειδή οι ώρες είναι δύσκολες, ας το αφήσουμε να απαντήσει ο Θεός.
– Οταν λέτε ότι έχει στόχο, εννοείτε ότι κρύβεται κάτι πίσω από αυτό;
– Οπωσδήποτε. Ή ο εγωισμός ή ο παλικαρισμός, το ζούμε κάθε μέρα. Και ξεχνάμε, να το σημειώσουμε αυτό: ότι η Εκκλησία δεν έχει ανάγκη από παλικαρισμούς, ούτε από παλικάρια, έχει ανάγκη από αγίους. Αυτός είναι ο σκοπός της Εκκλησίας μας κι αυτή είναι η προσπάθειά μας. Γι’ αυτό δεν πρέπει εγωιστικά να τα δούμε αυτά τα πράγματα. Ε, άνθρωποι είμαστε.
– Να σας ρωτήσω ευθέως, αν πίσω από αυτές τις επιθέσεις υπάρχει και μια μάχη για την επόμενη μέρα διαδοχής σας, να το πω έτσι.
Κοιτάξτε, εγώ δεν έχω τέτοια σημάδια. Αλλά είναι αυτονόητο. Από τους 82 ανθρώπους, οι 80 είναι υποψήφιοι, όλοι είναι υποψήφιοι. Αλλά είναι αυτονόητο και δεν είναι και κατακριτέο να υπάρχει μια τέτοια φιλοδοξία. Αλλο όμως κάποιος να το έχει μέσα του και να προσπαθεί και άλλο να κάνει ανοησίες.
Επειτα, εγώ θα ήθελα να πω ότι, επειδή είμαι σε αυτή τη θέση, δεν αισθάνομαι δεμένος καθόλου με αυτή την καρέκλα. Με πολλή χαρά, αν έρθει αυτή η ώρα, δεν ξέρουμε πότε είναι αυτή η ώρα.
– Δεν είναι όμως στα σχέδιά σας;
– Αυτή την ώρα όχι. Δεν ξέρω αύριο, μεθαύριο. Δεν πρέπει και να τους κακολογούμε αυτούς, όσοι έχουν κάποια φιλοδοξία. Αλλά να μη γελοιοποιούμεθα και μην ευτελιζόμαστε.
Στην πίστη δεν μπορούμε να βάλουμε θερμόμετρο
– Μια κριτική που ακούγεται από αυτήν την πλευρά είναι ότι λείπει ο μακαριστός Χριστόδουλος, είχε ένα διαφορετικό στυλ από εσάς, το έχετε ακούσει φαντάζομαι.
– Τον μακαριστό Χριστόδουλο δεν ξέρω αν τον ήξερε κανείς περισσότερο από εμένα, ήμαστε συνομήλικοι, σπουδάσαμε μαζί, από τα γυμνασιακά μας χρόνια, εγώ Φιλοσοφική Σχολή, εκείνος Νομική, τελειώσαμε εγώ Θεολογία και αυτός Θεολογία, συνεργαστήκαμε κ.λπ. Είχε πολλά προσόντα, πολλά χαρίσματα. Αλλά δεν επιτρέπεται αυτή τη στιγμή επειδή είναι απών να πω γι’ αυτόν. Θα πω για τον εαυτόν μου. Στις παρέες μας, στις εκδρομές μας, εκείνος ήταν ο παρορμητικός, ομιλητικός, είχε και το χάρισμα αυτό, εμένα δεν μου άρεσαν αυτά, όχι δεν μου άρεσαν, δεν ήμουν αυτό το πράγμα. Και για να μην πω περισσότερα για τον μακαρίτη, δεν πρέπει να πω πολλά, το δικό μου το σύνθημα είναι, και θα είναι πιστεύω, όταν θα φύγω και θα μας κρίνει η Ιστορία όλους –όλους μας θα μας κρίνει–, να λένε για μένα οι άνθρωποι «αυτό μας το άφησε ο Ιερώνυμος, αυτά τα έκανε ο Ιερώνυμος, αυτό είναι έργο του Ιερωνύμου». Εκεί έχω αυτόν τον εγωισμό και θέλω η Ιστορία να τα επισημάνει. Τον αγάπησα, τον αγαπώ, τον σέβομαι, σέβομαι τη μνήμη του, μόνο ότι παρέλαβα πολλά προβλήματα, αλλά είναι ο Χριστόδουλος, είναι ο αδελφός μου, είναι ο προκάτοχός μου, τα είχαμε μιλήσει.
Θυμάμαι μια συζήτηση που κάναμε μετά την κηδεία του μακαριστού
Φθιώτιδος Δαμασκηνού, μείναμε μαζί και ήταν και η τελευταία βέβαια, η
προ των εκλογών που ήταν μεταξύ των δυο μας. Ημασταν φίλοι θα μείνουμε
φίλοι. Εδώ όμως θα ήθελα να πω ότι το πρόβλημα και της τότε εποχής ήταν η
έκπτωσις, η ευτέλεια πολλών δημοσιογράφων και εφημερίδων, και τότε ήταν
και σήμερα έχει παραγίνει το πράγμα. Τώρα ποιανού είναι η αρμοδιότητα
να τo αντιμετωπίσει, εγώ δεν μπορώ να το ξέρω. Και να σας ρωτήσω: Πώς
έγινε ο προεκλογικός αγώνας; Δεν ξέρω, τότε πού ήσασταν; Θα τα θυμάστε.
Με κατηγορούσαν ότι έκλεψα 4 δισ. δραχμές. Απαντούσα. Τίποτα. Λοιπόν. Τελείωσαν οι εκλογές. Δεν μπαίνω σε λεπτομέρειες. Ποιο κράτος; Ενας που έφαγε 4 δισ. την άλλη ημέρα να είναι ήρεμος, να μην υπάρχει ούτε ένας εισαγγελέας, ούτε κάποιοι, ούτε «πού τα ’φαγες». Αυτό είναι Δικαιοσύνη; Αυτό είναι δημοκρατική έκφρασις; Είναι έννομος πολιτεία; Αυτό είναι και ένα παράπονό μου από το τότε, αλλά το βλέπω και τώρα, εκείνοι που είναι άθλιοι, είναι εκβιαστές, μια χαρά κάνουν τη ζωή τους. Αυτοί χαλάνε και τη ζωή των άλλων, αυτοί μας δημιουργούν αυτό, θα μου επιτρέψετε να πω τη λέξη, το μπάχαλο. Ευτυχώς υπάρχουν και άνθρωποι που διαφέρουν, αξιόλογοι. Το πλήθος, όμως, το πλήθος είναι πρόβλημα. Και φοβάμαι ότι και στον κορωνοϊό τα ίδια κάνουν, με τους δικούς τους τρόπους, και στο αύριο στον εκλογικό αγώνα, τα ίδια θα κάνουν και έχουν μια δυνατότητα να παρεισφρέουν παντού και να υπάρχουν παντού. Τώρα είναι λογικό παράπονο, είναι υπερβολή, θα ήθελα σε αυτόν τον τομέα μια εξυγίανση.
– Να σας ρωτήσω γι’ αυτό που έγινε με τον πρώην Αιγιαλείας, τον αφορισμό, τι νόημα έχει αυτό, πώς το βρίσκεστε εσείς;
– Κοιτάξτε. Με τον Αιγιαλείας ήμαστε συμφοιτητές, μείναμε στον ίδιο χώρο, προερχόμαστε από τους ίδιους κύκλους, το πρώτο που θέλω να σας καταθέσω, δεν έχει μίσος μέσα του. Δεν είναι αυτό που λέμε μισάνθρωπος κ.λπ. Ομως έχει μερικές ιδέες οι οποίες είναι ελαφρές. Οι οποίες τελευταία έχουν γίνει επικίνδυνες. Επιτίθεται σε όλους μας. Δεν τον αναγνωρίζουμε κι εμείς πολλές φορές. Κι εγώ δεν τον αναγνωρίζω.
– Του έχετε μιλήσει και εσείς προσωπικά;
– Ναι. Θα σε αγκαλιάσει, θα σε φιλήσει. Ναι. Αλλά πιστεύει, όπως το ’γραφε στην κ. Κεραμέως, σ’ αγαπώ πολύ, κ.λπ. κ.λπ. Αμα μ’ αγαπάς πάρα πολύ, πώς μου το κάνεις αυτό το πράγμα; Δεν έχει δικαίωμα να το κάνει, τον αφορισμό, είναι θέμα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και θέλει και διάταγμα. Δεν έπρεπε να το κάνει αυτό το πράγμα. Μου στέλνει ένα γράμμα τώρα, ότι ήταν πλαστή η δική μου η δήλωσις διότι δεν συνεδρίαζε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, αλλά αυτά είναι για τους αγράμματους, για τους έξω. Η Ιερά Σύνοδος έχει το γραφείο Τύπου, που πρέπει να δώσει μια απάντηση, δεν μπορεί να καλέσει τη Σύνοδο και να μη δοθεί απάντηση. Φτάνει πολλές φορές να κάνει μερικά πράγματα που τον εκθέτουν γενικότερα...
– Υπάρχει κάποια λογική στο να μπει όριο ηλικίας στη θητεία των μητροπολιτών;
– Εγώ θα έλεγα να βρούμε μια μέση λύση. Οταν πάει κάποιος σε ηλικία 70-75 να δηλώνει την παραίτησή του στην Ιεραρχία στη Σύνοδο και η Σύνοδος να αποφασίζει. Οχι, σε χρειαζόμαστε ακόμα. Αλλά με κριτήρια αντικειμενικά. Να υπάρξει, να γίνει αυτό το πράγμα για όλους.
– Υπάρχει κάτι που σκέφτεστε συχνά, στα δύσκολα; Που σας κρατάει ξύπνιο τα βράδια;
– Να σας πω κάτι που θα βοηθήσει, όλους. Εγώ όταν είχα πολλά προβλήματα και δυσκολίες από την αρχή, χρέη κ.λπ., είχα έναν γέροντα, τον πατέρα Εφραίμ. Του λέω βρε γέροντα, δεν έχω απαίτηση εγώ να δω το Αγιο Φως, ξέρω τα χάλια μου. Εσύ που ξέρεις, που έχεις δει. Με παίρνει από το χέρι και με την προφορά του τη χαρακτηριστική –είχε μια προφορά αρβανίτικη– μου λέει: «Αυτοί που το βλέπουν δεν το λένε και αυτοί που σας το λένε, δεν το βλέπουν». Ενας γέροντας, που ήταν 72 χρόνων, σε μια σπηλιά και με διάβασμα. Αυτό με φοβίζει εμένα, η υποκρισία. Θα σας πω κάτι. Στην πίστη δεν μπορούμε να βάλουμε θερμόμετρο. Δεν ελέγχονται αυτά. Ούτε όσα μπορεί να σου δώσουν λίγα λεπτά πίστεως δεν μπορεί να σου δώσει ένας μήνας προσευχής.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος είναι πάντοτε ένας εξαιρετικός συνομιλητής. Κουβαλάει τη συμπυκνωμένη σοφία του θεσμού που εκπροσωπεί, πιάνει τον σφυγμό της κοινωνίας, ενώ εντυπωσιάζει με το πόσο ανοικτό είναι το μυαλό του για έναν άνθρωπο που διανύει την όγδοη δεκαετία της ζωής του.
Συναντηθήκαμε το πρωί της Παρασκευής στο γραφείο του. Περίμενα πως θα ήταν
ενδεχομένως «πεσμένος» μετά την εμπειρία του κορωνοϊού και τις δύσκολες αποφάσεις που πήρε και τις εύθραυστες ισορροπίες που χρειάστηκε να κρατήσει. Ο Αρχιεπίσκοπος βρέθηκε στο επίκεντρο ενός κυκλώνα.
Από τη μία η πίεση της Πολιτείας και των ειδικών και από την άλλη η πίεση των «ταλιμπάν» που τον κατηγόρησαν ότι ενέδωσε σε πιέσεις προδίδοντας την πίστη του. Και όλα αυτά σε μια στιγμή που οι γιατροί του τον έπεισαν να βάλει βηματοδότη.
Πεσμένος δεν ήταν σίγουρα. Είδα απέναντί μου έναν άνθρωπο σε μαχητική διάθεση, ενοχλημένο από τις επιθέσεις που δέχθηκε, αλλά όχι έτοιμο να τα παρατήσει. Κάθε άλλο. Βρήκα επίσης απέναντί μου έναν Αρχιεπίσκοπο που δεν δίστασε να απαντήσει σε καμία ερώτηση, για το αν η αντιπολίτευση στην Ιεραρχία συνδέεται ευθέως με τη μάχη διαδοχής του, για τις σχέσεις του με τον νυν πρωθυπουργό αλλά και τον κ. Τσίπρα, για τον αφορισμό του Αμβροσίου, τη συνήθη σύγκριση του δικού του στυλ με εκείνο του μακαριστού Χριστόδουλου και άλλα πολλά. Είναι μία από εκείνες τις συνεντεύξεις όπου το κλισέ ότι κάποιος «άνοιξε τα χαρτιά του» μπορεί και να ισχύει…
– Σας είδα τη Μεγάλη Εβδομάδα στη Μητρόπολη μόνο σας σε μια άδεια εκκλησία και αναρωτιόμουν τι να περνούσε από το μυαλό σας εκείνη την ώρα.
– Hταν πάρα πολύ δύσκολο αλλά όμως είμαστε υποχρεωμένοι όχι να φύγουμε, να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια, αλλά να συνεργαστούμε. Λοιπόν έρχεται η Πολιτεία και μας λέει ότι οι ειδικοί, τους οποίους δεν μπορούμε να απορρίψουμε, μας λένε ότι πρέπει να γίνει αυτό. Συγκαλούμε Σύνοδο και η Σύνοδος ασπάζεται τις αποφάσεις της Πολιτείας και γίνεται ας πούμε μια ομολογία, μια συνομολογία, μια συνεργασία. Με το τραγικό αποτέλεσμα για εμάς ότι θα κλείσουν οι εκκλησίες, ότι θα λειτουργήσουμε με κλειστές πόρτες. Ξέρουμε τι είναι αυτό, αλλά όμως, πάνω απ’ όλα βρίσκεται ο άνθρωπος και θα πρέπει να σκεφτούμε εμείς οι κληρικοί ακόμη περισσότερο, υπάρχει Εκκλησία χωρίς τον άνθρωπο; Και ποια είναι η αποστολή της Εκκλησίας εάν δεν είναι ο άνθρωπος; Υπάρχει κανόνας που λέει «νόμος υπέρτατος είναι η σωτηρία του ανθρώπου». Επομένως είναι καθήκον ιερόν να το παλέψουμε αυτό το πράγμα, άλλωστε δεν είναι κάτι που θα μείνει για πάντα. Για τους ανθρώπους τους οποίους έχουν νου αλλά και για τους πιστούς, τους καθαρά πιστούς, νομίζω υιοθετήθηκε αυτή η άποψη και πρέπει να πούμε ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όσους μόχθησαν σε αυτή την περιπέτεια ώστε το αποτέλεσμα να είναι ένα αποτέλεσμα για την Ελλάδα μας επαινετό. Παραδέχθηκαν όλοι ότι τα προγράμματα που υλοποιήθηκαν και ό,τι είχε προγραμματιστεί –όλα αυτά– έφεραν ένα αποτέλεσμα το οποίο ήταν, δεδομένων των συνθηκών, καλό.
– Να επιμείνω λίγο. Θέλω πραγματικά να μου πείτε τι σκεφτόσασταν όταν καθόσασταν στον θρόνο και μπροστά σας ήταν μια άδεια εκκλησία, μια άδεια Μητρόπολη.
– Θα πω μια λέξη που τη βάζω σε εισαγωγικά, ήταν μια «ευκαιρία». Τις χάρες μας έχει δώσει ο Θεός, όλες τις δυνατότητες, αλλά τις ξεχνάμε πολλές φορές με τις μικρότητές μας, με τις γκρίνιες μας. Πόσες φορές δεν είπαμε σε κηρύγματα πού είναι οι Χριστιανοί που δεν έρχονται, που δεν εκκλησιάζονται;
Και έρχεται αυτό το γεγονός, και βλέπεις μια άδεια Εκκλησία, δεν έχεις τίποτα, ποιο είναι το αντικείμενό σου αυτή τη στιγμή, πού είναι οι άνθρωποι; Επειτα έρχεται αυτόματα μια άλλη σκέψη, υπάρχουν πολλά με τα οποία συνδεόμαστε και ο κοινός σύνδεσμος αυτής της αγάπης είναι η Θεία Λειτουργία, είναι το Μυστήριο της Εκκλησίας.
Αλλη σκέψη: Ποια είναι τα αποτελέσματα και τα αγαθά της παγκοσμιοποιήσεως, άραγε οδεύουμε σε κλειστά σύνορα; Μήπως αρχίζουμε και ζούμε μιαν άλλη κατάσταση, όπου κλείνουν τα σύνορα των ανθρώπων; Οταν βρεθήκαμε λόγω των μέτρων συνεχώς με όλα τα μέλη της οικογένειας, δεν ξέραμε ποια θα είναι και τα αποτελέσματα, διότι υπάρχουν επιπτώσεις πολλές. Ψυχολογικές επιπτώσεις, ανακαλύψαμε νέα δεδομένα που δεν τα είχαμε φανταστεί, ζητήματα αγωγής των παιδιών μας που δεν τα είχαμε αντιληφθεί, τις αντιδράσεις τους, τις σκέψεις τους. Επομένως, ένας καινούργιος κόσμος γεννήθηκε και πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε. Και είναι και για την Εκκλησία μια ευκαιρία. Ηδη φαίνονται τα ζητήματα της ανεργίας, το θέμα της πείνας, της φτώχειας, όλα αυτά που θα μας απασχολήσουν. Πολλοί μας ρωτούν: Θα κάνουμε συσσίτια; Προς το παρόν λέμε να περιμένουμε. Ολα αυτά είναι θέματα τα οποία γέννησε η επιδημία η τραγική, και είμαστε σε αναμονή και περιμένουμε.
«Μήπως αρχίζουμε και ζούμε μιαν άλλη κατάσταση, όπου κλείνουν τα
σύνορα των ανθρώπων;» λέει με αφορμή την επιδημία ο Αρχιεπίσκοπος
Ιερώνυμος. (ΦΩΤ.ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ)
Ο άνθρωπος ενώπιον του θανάτου– Eνα συναίσθημα που ένιωσε πολύς κόσμος, συμπολίτες μας, είναι ο φόβος. Εσείς μέσα στην επιδημία κάνατε μια επέμβαση, προγραμματισμένη υποθέτω. Νιώσατε φόβο;
– Κοιτάξτε, επειδή έγινε σε αυτές τις ημέρες, υπό αυτές τις συνθήκες και μάλιστα ετοιμαζόμουν να δώσω μια συνέντευξη για τα θέματα αυτά, έρχεται ο γιατρός και μου λέει: σταμάτα τα όλα, αυτό που είχαμε προγραμματίσει πρέπει να γίνει αύριο. Δεν θέλω να γελάσετε, αλλά το μόνο που του είπα είναι ότι δεν είμαι έτοιμος, έχω εκκρεμότητες. Eλεγα για εκκρεμότητες, τις προσωπικές μου εκκρεμότητες, τις υπηρεσιακές μου εκκρεμότητες. Και χρειάζεται τότε μια ηρωική απόφαση. Ε, μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα έζησα και εγώ. Κοιτάζεις τον θάνατο σαν θάνατο. Οι άνθρωποι οι υπερήλικες τον περιμένουν, αλλά ό,τι πλέκεται γύρω από τον θάνατο, ο συναισθηματικός κόσμος, οι άνθρωποι που αγαπάμε και μας αγαπούν, τα πράγματα που έχουμε ή οι σκέψεις μας ότι αυτό πρέπει να το τελειώσω ή αυτό πρέπει να το κάνω ήταν αυτά που με απασχόλησαν στο κρεβάτι εκεί. Και λέω, μήπως δεν έπρεπε να είχα κάνει αυτό και να είχα κάνει κάτι άλλο; Τι γίνεται τώρα και πού πηγαίνουμε;
Χωρίς τη Θεία Κοινωνία δεν υπάρχει Εκκλησία, δεν χρειάζεται
– Υπήρξαν δύο φαινόμενα αυτή την περίοδο. Το ένα είναι οι επιθέσεις στην Εκκλησία, γενικότερα ως θεσμό, το είδαμε αυτό και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αλλού. Κάποιοι μάλιστα έλεγαν ότι δεν μπορεί η Εκκλησία να επιμένει ότι η Θεία Κοινωνία είναι κάτι το οποίο δεν επιδέχεται επιστημονική ερμηνεία ή ότι πρέπει να επιβληθούν και εκεί υγειονομικοί κανόνες. Πώς απαντάτε εσείς σε αυτή την κριτική;
– Το είπα και το επαναλαμβάνω, είναι το πιστεύω μου, ότι το θέμα της Θείας Κοινωνίας δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο συζητήσεως. Δεν είναι θέμα ούτε προσωπικό του καθενός, είναι θέμα γενικότερο. Και όλα αυτά που ακούγονται να γίνει αυτό, να γίνει εκείνο, είναι αυθαίρετα. Δεν μπορεί κανείς να κάνει ό,τι θέλει στην Eκκλησία μας. Αν είναι μέλος της Iεραρχίας δεν μπορεί. Υπάρχει όργανο, είναι η Σύνοδος, είναι η Ιεραρχία που αποφασίζουν. Ή είσαι μέλος αυτού του Σώματος και υπακούς ή αποχωρίζεσαι. Επομένως αν στα πρακτικά, στα μικρά θέματα χρειάζεται συνεννόηση, συνεργασία, στα μεγάλα θέματα της Θείας Κοινωνίας δεν είναι καν θέμα της Εκκλησίας της Ελλάδος, ούτε καν του Πατριάρχη, είναι πανορθόδοξο θέμα, διότι εδώ είναι η ουσία της Εκκλησίας μας. Χωρίς τη Θεία Κοινωνία δεν υπάρχει Εκκλησία, δεν χρειάζεται.
– Απλώς να το καταλάβω, υπάρχει το Μυστήριο το ίδιο και υπάρχει και ένα τεχνικό ζήτημα, αν θα γίνεται με κουταλάκια μιας χρήσης ή όχι, γιατί περί αυτού πρόκειται στην ουσία. Αυτό υπονομεύει το ίδιο το Μυστήριο;
– Δεν το υπονομεύει διότι έχουμε άλλη λειτουργία στην Εκκλησία μας, μιας άλλης εποχής, που δεν είχαμε κουταλάκι, που ο άρτος, το σώμα εμβαπτίζεται. Πρώτη φορά αντιμετωπίζουμε αυτό το πράγμα, γι’ αυτό νομίζω ότι δεν είναι αντικείμενο συζητήσεως ούτε ενός κληρικού με έναν γιατρό λοιμωξιολόγο ή με έναν πιστό. Είναι θέμα που θα πρέπει η Εκκλησία στο σύνολο να το δει και επειδή δεν υπάρχει Εκκλησία ή Λειτουργία χωρίς τη Θεία Ευχαριστία, είναι ένα θέμα που πρέπει πανορθόδοξα να αντιμετωπιστεί.
«Πάρα πολλοί άνθρωποι μου είπαν ότι εμείς θα κοινωνήσουμε, και
κοινώνησαν. Και είναι μεγάλοι επιστήμονες, καθηγητές πανεπιστημίου κ.λπ.
Είναι ένα θέμα τεράστιο αυτό». (ΦΩΤ.A.P. / Giannis Papanikos)
– Εσείς βρήκατε κάποιους ανθρώπους επιστήμονες που
εμπιστευθήκατε ο ίδιος, αυτή την περίοδο, σε σχέση με την πανδημία, τον
κ. Τσιόδρα ή κάποιους άλλους;– Μιλήσαμε με πολλούς ανθρώπους, εξαρτάται από την αγωγή τους την οικογενειακή, από τον τρόπο με τον οποίο έμαθαν να εργάζονται. Πάρα πολλοί άνθρωποι μου είπαν ότι εμείς θα κοινωνήσουμε, και κοινώνησαν. Και είναι μεγάλοι επιστήμονες, καθηγητές πανεπιστημίου κ.λπ. Είναι ένα θέμα τεράστιο αυτό.
– Υπήρξαν κάποιοι οι οποίοι παρέβησαν τους κανόνες που εσείς και η Πολιτεία θέσατε – αυτοί βεβαίως έχουν υποστεί κριτική στη δημόσια σφαίρα. Εσείς θα κάνετε κάτι γι’ αυτό;
– Νομίζω ότι δεν είναι το μόνο θέμα που πρέπει να μας απασχολήσει και θα έλεγα δεν πρέπει ούτε την Εκκλησία ούτε την Πολιτεία να απασχολήσει αυτό το θέμα, γιατί δεν ξέρουμε τι μας έρχεται. Είδα ότι το πλήρωμα της Εκκλησίας, οι πιστοί μας προσαρμόστηκαν, δεν ξέρω πόσο το εκτίμησαν αυτό άλλοι χώροι. Ομως είχαμε περιπτώσεις που παραλίες ήταν γεμάτες, τα δάση ήταν γεμάτα, περπατούσαμε και έτρεχαν άνθρωποι, ήταν φυσικό να δημιουργείται ένας πειρασμός, μια σκέψη μέσα στους ανθρώπους. Γιατί εγώ που θέλω να πάω στην εκκλησία έχω εμπόδιο και ο άλλος που θέλει να πάει, ξέρω και γω εκεί όπου θέλει να πάει, είναι ελεύθερος; Υπήρξε αυτή η πικρία, αλλά αυτά είναι οι λεπτομέρειες οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψη για το αύριο, και αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει δεν είναι απλώς τώρα να επιτιμήσουμε ή να τιμωρήσουμε, αλλά να προτρέψουμε.
Τα κοινά σημεία με Τσίπρα, η σχέση με Μητσοτάκη
– Να σας ρωτήσω ευθέως αν έχει μείνει σε εσάς προσωπικά κάποια πικρία από τους χειρισμούς είτε των κυβερνητικών είτε των επιστημόνων οι οποίοι ανέλαβαν τη διαχείριση της κρίσης.
– Κοιτάξτε, ότι υπάρχουν υπερβολές πολλές φορές, υπάρχουν. Αλλά γενικότερα θα έπρεπε να πούμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ» σήμερα, έστω και μέσα από τις υπερβολές τους, ή της μιας πλευράς ή της άλλης, στην αποφασιστικότητα που είχε, ας το πούμε, η κεντρική διεύθυνση του κράτους μας, η πολιτεία μας, ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί, οι οποίοι κινήθηκαν και δραστήρια και γρήγορα. Τώρα λεπτομέρειες, μέσα στις υπογραφές των εγγράφων, πήγαινε κι έλα κ.λπ., πάντοτε υπάρχουν σε αυτά τα θέματα...
– Εσείς νιώσατε κάποια υπεροψία από την πλευρά τους απέναντι στην Εκκλησία;
– Οχι, υπήρξε συνεργασία. Με τον πρωθυπουργό μίλησα πάρα πολλές φορές, σεβάστηκα αυτά που είπε, όπως τον παρακάλεσα να σεβαστεί και αυτά που είπε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος δεν μπορούσε να πει ποτέ «κλείνω τους ναούς», η Πολιτεία έχει το δικαίωμα να το κάνει αυτό. Γιατί δεν υπάρχει τώρα αντίδραση των χριστιανών της Γερμανίας που αποφασίζει η γερμανική κυβέρνηση να κλείσουν οι ναοί κ.λπ.; Είναι πράγματα ανάγκης αυτά. Και έρχεται και το ερώτημα: Εχω άραγε το δικαίωμα να το κάνω, μπορώ να το κάνω; Αλλά πρέπει να πάρεις μια απόφαση, κι εδώ είναι η τραγική ώρα του ανθρώπου που λέει το «ναι» ή το «όχι». Αλλά θα ήθελα με την ευκαιρία αυτή να τονίσω ότι είναι έργο της Εκκλησίας και προσπάθειά της να επιδιώκει τη συνεργασία με την πολιτεία, την οποιαδήποτε πολιτεία. Εγώ δεν έχω μετανοήσει, γιατί συνεργάστηκα με όλους τους πρωθυπουργούς, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο, πάντοτε με την έννοια ότι έχω τις πολιτικές μου απόψεις, αλλά η συνεργασία είναι το άλφα και το ωμέγα, διότι έχουμε υποχρέωση να δουλέψουμε γι’ αυτόν τον λαό. Κι αυτό νομίζω ότι, κατά έναν μεγάλο βαθμό, το επιτύχαμε σε αυτή την περίπτωση.
– Μπαίνω στον πειρασμό να σας ρωτήσω: Υπάρχει η αίσθηση ότι είχατε μια στενή σχέση με τον κ. Τσίπρα. Ισχύει το ίδιο με τον νυν πρωθυπουργό;
– Κοιτάξτε, δεν έχουν δοθεί πάρα πολλές ευκαιρίες με τον σημερινό πρωθυπουργό, αλλά από αυτές τις επαφές που είχαμε, εγώ είμαι ευχαριστημένος πέρα για πέρα. Με τον κ. Τσίπρα δόθηκαν ευκαιρίες άλλες, οι οποίες μας παρείχαν τη δυνατότητα μέσα από συγκρούσεις και διαφορετικές απόψεις να καταλήξουμε σε κοινά σημεία. Να σας πω ένα παράδειγμα μόνο: Οταν με επισκέφθηκε ως πρωθυπουργός ο κ. Τσίπρας, μου είπε «ξέρετε, πρέπει να κάνουμε κι έναν εξορθολογισμό των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας». Μου το είχε πει πολλές φορές και του είπα ότι εγώ δεν μπορώ να καταλάβω αυτό τον εξορθολογισμό, και άρχισε να μου τον εξηγεί. Αλλά είδα, όμως, στη συζήτησή μας ότι ήταν επηρεασμένος, κατά τη δική μου άποψη, δεν μου το είπε ο ίδιος, από τα βιβλία και τις μελέτες του κ. Νίκου Αλιβιζάτου, του μεγάλου συνταγματολόγου, του επίτιμου καθηγητού. Και του είπα ότι η ζωή του ελληνικού κράτους δεν αρχίζει από το 1945 που πιστεύει ο κ. Αλιβιζάτος. Η ζωή του ελληνικού κράτους αρχίζει από τη μονή των Καλτεζών, από την Επανάσταση. Αυτό, όμως, μας έδωσε την αφορμή να μιλήσουμε πάρα πολλές φορές με τον κ. Τσίπρα. Και να του εξηγήσω ότι δεν μας κάνετε χάρη, π.χ., να μας δίνετε ένα μισθό, μας χρωστάτε τα λεφτά που μας έχετε πάρει, μας χρωστάτε την περιουσία μας, δεν μας κάνετε χάρη, και πάνω σ’ αυτό συζητήσαμε πολλές φορές.
Ηταν φυσικό, λοιπόν, και μέσα στις δικές μου αγωνίες αλλά και στις δικές του, μέσα στη συζήτηση να δημιουργηθεί μια πιο στενή επαφή. Αλλά δεν είναι αυτά τα πράγματα παρεξηγήσιμα. Οπως, π.χ., πολύ άνετα ένιωθα και νιώθω όταν συναντώ τον κ. Σαμαρά, που συνεργαστήκαμε καλά. Ο κ. Παπαδήμος, π.χ., αγαπητότατος, αλλά δεν είχα το θάρρος να έχω τέτοια σχέση, δεν μου έδωσε το θάρρος. Λοιπόν, έτσι γίνεται με όλους τους ανθρώπους. Τον πρωθυπουργό τον κ. Μητσοτάκη τον εκτιμώ, τον σέβομαι ως πρωθυπουργό, επιθυμώ τη συνεργασία, αλλά τα θέματα της Εκκλησίας αυτή την ώρα είναι τεράστια. Τεράστια, και μέσα στα τεράστια προβλήματα θα υπάρχουν και δυσκολίες.
– Eνα δεύτερο φαινόμενο το οποίο σημειώθηκε στη διάρκεια της πανδημίας είναι ένας διχασμός μέσα στην ίδια την Εκκλησία. Κι εσείς γίνατε στόχος πολύ σκληρών επιθέσεων, ότι έχετε προδώσει την πίστη σας, ότι είστε οπαδός μιας νέας τάξης πραγμάτων. Γιατί συνέβη αυτό;
– Κοιτάξτε, η ιεραρχία μας, αυτή την ώρα, είναι ενωμένη όσο δεν ήταν ποτέ. Αλλά είναι φυσιολογικό όταν είμαστε 82 άνθρωποι να υπάρχουν και 5-6 οι οποίοι έχουν διαφορετικές απόψεις, οι οποίες είναι σεβαστές, που μπορείτε να τις ερμηνεύσετε με οποιονδήποτε τρόπο. Εκείνο όμως που ψέγεται, εκείνο που δεν επιτρέπεται, είναι να μην υπακούσεις την πλειοψηφία. Η ψήφος των πλειόνων κρατείται. Εχω την άποψή μου αλλά υπακούω σε αυτά που αποφασίζει η Εκκλησία. Δεν μπορεί κανείς να κάνει ό,τι θέλει, και αυτό παρουσιάστηκε, και αυτό είναι ένα έλλειμμα πίστεως και συνέπειας. Οταν πήγα εγώ να χειροτονηθώ επίσκοπος, και ανέβηκα στα βήματα της Εκκλησίας, είπα ποιος είμαι; Τι πάω να κάνω; Και έδωσα ομολογία της πίστεως. Και είπα ότι, ναι, θα είμαι πειθαρχημένος, ναι, αυτά από πλευράς εκκλησιαστικής. Αλλά δεν φτάνει αυτό μόνο, οι σχέσεις μας τώρα, Εκκλησίας και Πολιτείας, που είναι ιδιότυπες σχέσεις, δεν ξέρω μέχρι πότε θα είναι, τι θέλουν; Θέλουν να πάμε και στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας να δώσουμε τη διαβεβαίωση, εκεί ο επίσκοπος τι λέει; Ναι, έχω τους ιερούς κανόνες, θα τους τηρήσω, αλλά θα τηρήσω απαρεγκλίτως το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους. Αυτά τι είναι, λόγια; Είναι απλώς έτσι για να κάνουμε γιορτή; Εχουν συνέπεια. Επομένως, δεν έχει θέση ένας ο οποίος δεν το ζει αυτό να λέει την Κυριακή στην εκκλησία «Εν πρώτοις, Κύριε...» που δεν το τηρεί. Επομένως, λέμε για ασυνέπεια και αυτή η ασυνέπεια δεν μένει έτσι στην Εκκλησία. Εχει στόχο. Πρέπει να αντιμετωπιστεί, αλλά επειδή οι ώρες είναι δύσκολες, ας το αφήσουμε να απαντήσει ο Θεός.
– Οταν λέτε ότι έχει στόχο, εννοείτε ότι κρύβεται κάτι πίσω από αυτό;
– Οπωσδήποτε. Ή ο εγωισμός ή ο παλικαρισμός, το ζούμε κάθε μέρα. Και ξεχνάμε, να το σημειώσουμε αυτό: ότι η Εκκλησία δεν έχει ανάγκη από παλικαρισμούς, ούτε από παλικάρια, έχει ανάγκη από αγίους. Αυτός είναι ο σκοπός της Εκκλησίας μας κι αυτή είναι η προσπάθειά μας. Γι’ αυτό δεν πρέπει εγωιστικά να τα δούμε αυτά τα πράγματα. Ε, άνθρωποι είμαστε.
– Να σας ρωτήσω ευθέως, αν πίσω από αυτές τις επιθέσεις υπάρχει και μια μάχη για την επόμενη μέρα διαδοχής σας, να το πω έτσι.
Κοιτάξτε, εγώ δεν έχω τέτοια σημάδια. Αλλά είναι αυτονόητο. Από τους 82 ανθρώπους, οι 80 είναι υποψήφιοι, όλοι είναι υποψήφιοι. Αλλά είναι αυτονόητο και δεν είναι και κατακριτέο να υπάρχει μια τέτοια φιλοδοξία. Αλλο όμως κάποιος να το έχει μέσα του και να προσπαθεί και άλλο να κάνει ανοησίες.
Επειτα, εγώ θα ήθελα να πω ότι, επειδή είμαι σε αυτή τη θέση, δεν αισθάνομαι δεμένος καθόλου με αυτή την καρέκλα. Με πολλή χαρά, αν έρθει αυτή η ώρα, δεν ξέρουμε πότε είναι αυτή η ώρα.
– Δεν είναι όμως στα σχέδιά σας;
– Αυτή την ώρα όχι. Δεν ξέρω αύριο, μεθαύριο. Δεν πρέπει και να τους κακολογούμε αυτούς, όσοι έχουν κάποια φιλοδοξία. Αλλά να μη γελοιοποιούμεθα και μην ευτελιζόμαστε.
Στην πίστη δεν μπορούμε να βάλουμε θερμόμετρο
– Μια κριτική που ακούγεται από αυτήν την πλευρά είναι ότι λείπει ο μακαριστός Χριστόδουλος, είχε ένα διαφορετικό στυλ από εσάς, το έχετε ακούσει φαντάζομαι.
– Τον μακαριστό Χριστόδουλο δεν ξέρω αν τον ήξερε κανείς περισσότερο από εμένα, ήμαστε συνομήλικοι, σπουδάσαμε μαζί, από τα γυμνασιακά μας χρόνια, εγώ Φιλοσοφική Σχολή, εκείνος Νομική, τελειώσαμε εγώ Θεολογία και αυτός Θεολογία, συνεργαστήκαμε κ.λπ. Είχε πολλά προσόντα, πολλά χαρίσματα. Αλλά δεν επιτρέπεται αυτή τη στιγμή επειδή είναι απών να πω γι’ αυτόν. Θα πω για τον εαυτόν μου. Στις παρέες μας, στις εκδρομές μας, εκείνος ήταν ο παρορμητικός, ομιλητικός, είχε και το χάρισμα αυτό, εμένα δεν μου άρεσαν αυτά, όχι δεν μου άρεσαν, δεν ήμουν αυτό το πράγμα. Και για να μην πω περισσότερα για τον μακαρίτη, δεν πρέπει να πω πολλά, το δικό μου το σύνθημα είναι, και θα είναι πιστεύω, όταν θα φύγω και θα μας κρίνει η Ιστορία όλους –όλους μας θα μας κρίνει–, να λένε για μένα οι άνθρωποι «αυτό μας το άφησε ο Ιερώνυμος, αυτά τα έκανε ο Ιερώνυμος, αυτό είναι έργο του Ιερωνύμου». Εκεί έχω αυτόν τον εγωισμό και θέλω η Ιστορία να τα επισημάνει. Τον αγάπησα, τον αγαπώ, τον σέβομαι, σέβομαι τη μνήμη του, μόνο ότι παρέλαβα πολλά προβλήματα, αλλά είναι ο Χριστόδουλος, είναι ο αδελφός μου, είναι ο προκάτοχός μου, τα είχαμε μιλήσει.
«Στις παρέες μας, στις εκδρομές μας, εκείνος ήταν ο παρορμητικός,
ομιλητικός είχε και το χάρισμα αυτό, εμένα δεν μου άρεσαν αυτά», λέει
για τον μακαριστό Χριστόδουλο ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος. (ΦΩΤ.ΑΠΕ)
Θυμάμαι μια συζήτηση που κάναμε μετά την κηδεία του μακαριστού
Φθιώτιδος Δαμασκηνού, μείναμε μαζί και ήταν και η τελευταία βέβαια, η
προ των εκλογών που ήταν μεταξύ των δυο μας. Ημασταν φίλοι θα μείνουμε
φίλοι. Εδώ όμως θα ήθελα να πω ότι το πρόβλημα και της τότε εποχής ήταν η
έκπτωσις, η ευτέλεια πολλών δημοσιογράφων και εφημερίδων, και τότε ήταν
και σήμερα έχει παραγίνει το πράγμα. Τώρα ποιανού είναι η αρμοδιότητα
να τo αντιμετωπίσει, εγώ δεν μπορώ να το ξέρω. Και να σας ρωτήσω: Πώς
έγινε ο προεκλογικός αγώνας; Δεν ξέρω, τότε πού ήσασταν; Θα τα θυμάστε.Με κατηγορούσαν ότι έκλεψα 4 δισ. δραχμές. Απαντούσα. Τίποτα. Λοιπόν. Τελείωσαν οι εκλογές. Δεν μπαίνω σε λεπτομέρειες. Ποιο κράτος; Ενας που έφαγε 4 δισ. την άλλη ημέρα να είναι ήρεμος, να μην υπάρχει ούτε ένας εισαγγελέας, ούτε κάποιοι, ούτε «πού τα ’φαγες». Αυτό είναι Δικαιοσύνη; Αυτό είναι δημοκρατική έκφρασις; Είναι έννομος πολιτεία; Αυτό είναι και ένα παράπονό μου από το τότε, αλλά το βλέπω και τώρα, εκείνοι που είναι άθλιοι, είναι εκβιαστές, μια χαρά κάνουν τη ζωή τους. Αυτοί χαλάνε και τη ζωή των άλλων, αυτοί μας δημιουργούν αυτό, θα μου επιτρέψετε να πω τη λέξη, το μπάχαλο. Ευτυχώς υπάρχουν και άνθρωποι που διαφέρουν, αξιόλογοι. Το πλήθος, όμως, το πλήθος είναι πρόβλημα. Και φοβάμαι ότι και στον κορωνοϊό τα ίδια κάνουν, με τους δικούς τους τρόπους, και στο αύριο στον εκλογικό αγώνα, τα ίδια θα κάνουν και έχουν μια δυνατότητα να παρεισφρέουν παντού και να υπάρχουν παντού. Τώρα είναι λογικό παράπονο, είναι υπερβολή, θα ήθελα σε αυτόν τον τομέα μια εξυγίανση.
– Να σας ρωτήσω γι’ αυτό που έγινε με τον πρώην Αιγιαλείας, τον αφορισμό, τι νόημα έχει αυτό, πώς το βρίσκεστε εσείς;
– Κοιτάξτε. Με τον Αιγιαλείας ήμαστε συμφοιτητές, μείναμε στον ίδιο χώρο, προερχόμαστε από τους ίδιους κύκλους, το πρώτο που θέλω να σας καταθέσω, δεν έχει μίσος μέσα του. Δεν είναι αυτό που λέμε μισάνθρωπος κ.λπ. Ομως έχει μερικές ιδέες οι οποίες είναι ελαφρές. Οι οποίες τελευταία έχουν γίνει επικίνδυνες. Επιτίθεται σε όλους μας. Δεν τον αναγνωρίζουμε κι εμείς πολλές φορές. Κι εγώ δεν τον αναγνωρίζω.
– Του έχετε μιλήσει και εσείς προσωπικά;
– Ναι. Θα σε αγκαλιάσει, θα σε φιλήσει. Ναι. Αλλά πιστεύει, όπως το ’γραφε στην κ. Κεραμέως, σ’ αγαπώ πολύ, κ.λπ. κ.λπ. Αμα μ’ αγαπάς πάρα πολύ, πώς μου το κάνεις αυτό το πράγμα; Δεν έχει δικαίωμα να το κάνει, τον αφορισμό, είναι θέμα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και θέλει και διάταγμα. Δεν έπρεπε να το κάνει αυτό το πράγμα. Μου στέλνει ένα γράμμα τώρα, ότι ήταν πλαστή η δική μου η δήλωσις διότι δεν συνεδρίαζε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, αλλά αυτά είναι για τους αγράμματους, για τους έξω. Η Ιερά Σύνοδος έχει το γραφείο Τύπου, που πρέπει να δώσει μια απάντηση, δεν μπορεί να καλέσει τη Σύνοδο και να μη δοθεί απάντηση. Φτάνει πολλές φορές να κάνει μερικά πράγματα που τον εκθέτουν γενικότερα...
– Υπάρχει κάποια λογική στο να μπει όριο ηλικίας στη θητεία των μητροπολιτών;
– Εγώ θα έλεγα να βρούμε μια μέση λύση. Οταν πάει κάποιος σε ηλικία 70-75 να δηλώνει την παραίτησή του στην Ιεραρχία στη Σύνοδο και η Σύνοδος να αποφασίζει. Οχι, σε χρειαζόμαστε ακόμα. Αλλά με κριτήρια αντικειμενικά. Να υπάρξει, να γίνει αυτό το πράγμα για όλους.
– Υπάρχει κάτι που σκέφτεστε συχνά, στα δύσκολα; Που σας κρατάει ξύπνιο τα βράδια;
– Να σας πω κάτι που θα βοηθήσει, όλους. Εγώ όταν είχα πολλά προβλήματα και δυσκολίες από την αρχή, χρέη κ.λπ., είχα έναν γέροντα, τον πατέρα Εφραίμ. Του λέω βρε γέροντα, δεν έχω απαίτηση εγώ να δω το Αγιο Φως, ξέρω τα χάλια μου. Εσύ που ξέρεις, που έχεις δει. Με παίρνει από το χέρι και με την προφορά του τη χαρακτηριστική –είχε μια προφορά αρβανίτικη– μου λέει: «Αυτοί που το βλέπουν δεν το λένε και αυτοί που σας το λένε, δεν το βλέπουν». Ενας γέροντας, που ήταν 72 χρόνων, σε μια σπηλιά και με διάβασμα. Αυτό με φοβίζει εμένα, η υποκρισία. Θα σας πω κάτι. Στην πίστη δεν μπορούμε να βάλουμε θερμόμετρο. Δεν ελέγχονται αυτά. Ούτε όσα μπορεί να σου δώσουν λίγα λεπτά πίστεως δεν μπορεί να σου δώσει ένας μήνας προσευχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου