του Βασίλη Μαγκλάρα
Έχω πολλές φορές αναφερθεί για έναν Ελληνισμό που «παροικεί» στις
παρυφές των συνόρων μας και κρατά στα κιτάπια της καρδιάς του φυλαγμένα μυστικά
για μια Πατρίδα που έχασε και δεν τον
αναζήτησε, μα που δεν την ξεχνά.
Έναν Ελληνισμό που περπατά σελίδα-σελίδα την ιστορία μας, γράφοντας με
τον δικό του ξεχωριστό τρόπο την συνέχεια μέσα από θρύλους που συνοδεύουν τη
δική του Οδύσσεια. Απότοκοι μέσα από
συνθήκες και συμφωνίες. Απόκληροι μέσα από διαπραγματεύσεις και μεθοδεύσεις,
παραδομένοι στους εφιάλτες που
τους διέγραψαν στη γεωγραφία του χρόνου. Μια
Ελλάδα που όταν δεν χωρούσε στα όρια του αποκλεισμού ο πολιτισμός της,
απλωνόταν στήνοντας φάρους από την αρχαιότητα, με μνημεία ανεξίτηλα στους
αιώνες που κύλησαν, φωτίζοντας τον έξω κόσμο.
Ακόμα κι’ όταν ήρθαν χρόνια
δύστυχα, χρόνια κατακτημένα, το ανυπότακτο πνεύμα του Έλληνα δραπέτευε στη
Βαλκανική χερσόνησο, στις παραδουνάβιες χώρες, μέχρι τη γη της Κριμαίας και του
Καυκάσου, φέρνοντας με το εμπορικό του δαιμόνιο την οικονομική ανάπτυξη και μαζί
της την Ελλάδα των ονείρων του. Αργοναύτες
των άγριων καιρών και των κοινωνικών ηφαιστείων στις ποντοπόρες θάλασσες, κουβαλούσαν μαζί με την πραμάτεια τους ως κειμήλιο,
ένα κομμάτι άφθαρτης Πατρίδας… Ήθελα εδώ και πολύ καιρό να επισκεφτώ τα
Βουλγαρικά παράλια της Μαύρης θάλασσας. Οι αρχαίες πόλεις της Μεσημβρίας, της
Σωζόπολης, της Αγχιάλου, με μαγνήτιζαν μέσα από ακούσματα επισκεπτών τους και
αναγνώσματα όπως το υπέροχο βιβλίο «Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του
Οδυσσέα» της Μαριάννας Κορομηλά. Η
άποψη ότι όταν κάτι το επιθυμείς πολύ όλα συνωμοτούν να πραγματοποιηθεί,
επαληθεύτηκε και σε μένα.
Έτσι μετά από ένα πολύωρο ταξίδι οδικώς, το σούρουπο με βρήκε να
αντικρίζω τα πρώτα φώτα από το
Μπουργκάς-Πύργος η Ελληνική του ονομασία, που χρωστούσε το όνομά του σε Έλληνες
από την Απολλωνία όταν ίδρυσαν τον οικισμό μιας αγοράς. Την
επομένη επισκεφθήκαμε την Σωζόπολη τριάντα χιλιόμετρα νότια του Μπουργκάς. Η
πόλη ήταν αφιερωμένη στο θεό Απόλλωνα κατά την αρχαιότητα και αφού δέχθηκε τις
επιρροές των κατακτητών στο πέρασμα του χρόνου, κατάφερε να διατηρήσει στην
παλιά πόλη τα μνημεία της Πίστης μας με τον Ναό του Αγίου Γεωργίου 18ος
αιώνας και της Παναγίας.
Στην Αγχίαλο σημερινό Πομόριε η Μονή του Αγίου Γεωργίου παρά τη
συντήρηση που του γινόταν σε εντυπωσίαζε η μυσταγωγία του χώρου και σου
δημιουργούσε την Θεία κατάνυξη της Ελληνορθόδοξης Πίστης. Εκεί ήταν που η
μαυροφορεμένη γερόντισσα μας συνόδευσε στην αποχώρησή μας ψιθυρίζοντας ψαλμούς
και ευχόμενη η Χάρη του Αγίου να μας συντροφεύει.
Η επίσκεψη στην αρχαία Μεσημβρία σήμερα Νεσέμπαρ ήταν συγκλονιστική. Η παλιά
Πόλη είναι προστατευόμενο μνημείο της UNESCO και η όλη ατμόσφαιρα αποπνέει χρώματα
κι’ αρώματα μιας Ελλάδας που ανασαίνει μέσα απ’ τους ερειπωμένους ναούς και τα
κάστρα της.
Μια
Πόλη που ακούς στα καλντερίμια της αν αφουγκρασθείς, τις οπλές από χρόνια
δοξασμένα να περιδιαβαίνουν μαζί με το Μαυροθαλασσίτικο αέρα τα σοκάκια της κι’ ακουμπάς στο ακρόλιθο της ιστορίας της τις
σκέψεις σου ταξιδεύοντας. Και
ενώ χάνεσαι στον απόηχο των στιγμών, η μυρωδιά ψητού ψαριού σ’ επαναφέρει στη
πραγματικότητα. -Κάποια ψήνει σαρδέλες. Είπαμε όλοι μαζί.
-Ζαργάνες είναι. Μας διευκρίνισε η νεαρή κυρία από το μπαλκονάκι της και
συνέχισε.
-Κοπιάστε να σας φιλέψουμε… Η,
ενώ κατηφορίζαμε προς την έξοδο εκφράσαμε μεγαλόφωνα το παράπονό μας ότι μας
έλλειψε ο «Ελληνικός καφές».
–Καφεδάκι Ελληνικό θέλετε; Μας είπε η κυρία που ακουμπούσε στη εξώπορτα
του σπιτιού της και την άνοιξε διάπλατα για να περάσουμε… -Η,
ο νεαρός που απαντούσε στις απορίες μας με τα Ελληνικά που του έμαθε η γιαγιά
του, όπως μας ανέφερε.
Τι να πρωτοθυμηθείς; Τι να πεις; Μαυροθαλασσίτικες φωνές σε άπταιστα
Ελληνικά!!! Εντυπωσιασμένος απ’ τα
διαμάντια της Μαύρης θάλασσας που επισκέφτηκα, πίστευα πως η επίσκεψη στη
Βάρνα- παλιά Οδησσό, δεν θα μου πρόσθετε τίποτα.
Πόσο έξω έπεσα. Γιατί αν στις προηγούμενες επισκέψεις μου βίωνα την
νοσταλγία του παρελθόντος που με γοήτευε, στη Βάρνα συνάντησα έναν Ελληνισμό
που κρατάει τη σκυτάλη της ιστορίας του ζωντανή μέχρι σήμερα.
Η βόλτα στο μεγάλο πεζόδρομο που διασχίζει την Πόλη, μας έδωσε την
ευκαιρία να συναντηθούμε με μια οικογένεια που μας αναγνώρισε από τους
σχολιασμούς που κάναμε. –Πατριωτάκια; Μας
ρώτησε χαμογελώντας ο νεαρός που κρατούσε από το μπράτσο την ηλικιωμένη κυρία. –Από
ποιό μέρος της Πατρίδας είστε; Είπε με τη γλυκύτατη φωνή της η ηλικιωμένη κυρία
που η εμφάνισή της πρόσδιδε μια αρχοντιά και πριν προλάβουμε να απαντήσουμε από
την έκπληξή μας, συνέχισε. –Θα μείνετε μέρες για να βρεθούμε;
Είδαμε την απογοήτευση να σκιάζει τα λεπτά χαρακτηριστικά της όταν της
είπαμε ότι σε λίγο θα φεύγαμε.
Όπως εκπλαγήκαμε λίγο αργότερα όταν καθίσαμε να φάμε σ’ ένα ταχυφαγάδικο
και δυσκολευόμενοι να συνεννοηθούμε μας πλησίασε ο Έλληνας ιδιοκτήτης που μας
χαιρέτησε και κάθισε μαζί μας. Έτσι μάθαμε για την Ελληνική γειτονιά στο κέντρο
της Βάρνας. Για τις φιλοδοξίες του να επεκτείνει τη δουλειά του και για τη ζωή
που διαρκώς αναπτύσσει την Πόλη. Όταν μάλιστα
τον ρώτησα πως και δεν κατεβαίνει στην Ελλάδα; Η απάντησή του άφηνε μια
απογοήτευση για το πώς έχουν τα πράγματα στο Τόπο μας.
–Πατριώτη, μου είπε, με επιδόματα δεν κάνεις ανάπτυξη… Αν δεν δουλέψεις δεν χαράζεις δρόμους… Με φιλοδωρήματα θα βλέπεις την ζωή σου να
την προσπερνούν ακόμα κι’ αυτοί που τους λυπόσουν… Μαυροθαλασσίτικες
φωνές… Τι να θυμηθείς; Τι να πεις; Τα λόγια του μεγάλου μας ποιητή τα λένε όλα.
« Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.» Γιώργος Σεφέρης.
Μαγκλάρας Βασίλης
magklarasvas@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου