Πολλά γράφτηκαν
και πολλά ειπώθηκαν για το κάψιμο του χωριού Μικρόβαλτο από τους Γερμανούς στις
21 Αυγούστου του 1943, τα θύματα και τους ομήρους που πήρανε. Τα πραγματικά
γεγονότα όμως είναι τα παρακάτω.
Μια ομάδα
Γερμανών, μαζί με ΠΑΟτζήδες που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς, κατευθύνονταν από
το Λιβαδερό για την Πάδη. Αυτό το πληροφορήθηκε ο εφεδρικός ΕΛΑΣ που βρισκόταν στην περιοχή με επικεφαλής τον Σταθόπουλο Νικόλαο (Κεραυνός) από το Μικρόβαλτο.
Πριν ξεκινήσουν να χτυπήσουν ο Κεραυνός ειδοποίησε τους συγχωριανούς του να
εγκαταλείψουν το χωριό, γιατί οι Γερμανοί θα κάνουν αντίποινα, όπως γινότανε
πάντα. Οι προύχοντες του χωριού δεν τον ακούσανε. Προύχοντες εκείνο τον καιρό
λέγανε τον γραμματέα, τον πρόεδρο, τον κλητήρα και τον αγροφύλακα. Γραμματέας
ήτανε ο Νατσιόπουλος Κωνσταντίνος, πρόεδρος ο Σταθόπουλος Δημήτριος (Μήκας) και
κλητήρας ο Μανάδης Νικόλαος, αργότερα παπάς του χωριού.
Οι παραπάνω κάνανε το αντίθετο και αντί να πάρουν τα γυναικόπαιδα και να φύγουν, ώστε να μην βρουν κανέναν οι Γερμανοί στο χωριό, αρκετοί άνδρες, ανάμεσά τους ο πρόεδρος και ο κλητήρας προτίμησαν να τους υποδεχτούνε. Εδώ σε όσα διάβασα και άκουσα, δεν έχω δει το όνομα του γραμματέα στην υποδοχή, ο οποίος μάλλον άκουσε τη συμβουλή του Κεραυνού.
Οι παραπάνω κάνανε το αντίθετο και αντί να πάρουν τα γυναικόπαιδα και να φύγουν, ώστε να μην βρουν κανέναν οι Γερμανοί στο χωριό, αρκετοί άνδρες, ανάμεσά τους ο πρόεδρος και ο κλητήρας προτίμησαν να τους υποδεχτούνε. Εδώ σε όσα διάβασα και άκουσα, δεν έχω δει το όνομα του γραμματέα στην υποδοχή, ο οποίος μάλλον άκουσε τη συμβουλή του Κεραυνού.
Η ομάδα του
ΕΛΑΣ έδωσε τη μάχη στην Πάδη, σκοτώνοντας έναν Γερμανό και τραυματίζοντας άλλον
έναν. Μετά τη μάχη οι Γερμανοί αρχίσανε το έργο τους, να σκοτώνουν, να
λεηλατούνε την Πάδη και να την καίνε ολοσχερώς. Μετά τραβήξανε για το
Τρανόβαλτο, όπου και αυτό το κάψανε ολοσχερώς, σκοτώνοντας πολλούς. Αρκετοί που
προσπάθησαν να φύγουν τους πιάσανε στην τοποθεσία Σταυρός, όπου και τους
εκτελέσανε. Στο σημείο αυτό αργότερα κάνανε μνημείο όπου γράψανε τα ονόματα των
θυμάτων. Ονόματα και ημερομηνίες δεν γράφω, γιατί έχουν γραφτεί σε πολλά
βιβλία. Όταν τελειώσανε το καταστροφικό έργο τους, τράβηξαν για το Μικρόβαλτο,
έχοντας μαζί τους τον τραυματία και τον σκοτωμένο Γερμανό. Φτάνοντας οι
Γερμανοί έξω από το Μικρόβαλτο αντίκρισαν μια ομάδα από άνδρες με λουλούδια να
τους περιμένουν. Όπως ήταν αγριεμένοι από την πανωλεθρία που πάθανε και τον
σκοτωμό του πατριώτη τους, τους συνέλαβαν αμέσως και μπαίνοντας στο χωριό
αρχίσανε να καίνε, να λεηλατούνε και να ντουφεκίζουν όποιον προσπαθούσε να
φύγει για να σωθεί. Έτσι το Μικρόβαλτο καταστράφηκε ολοσχερώς, μόνο 4 σπίτια
γλυτώσανε. Έτσι έγιναν τα γεγονότα και όχι όπως μας τα παρουσιάζουν σε κάποια βιβλία
και τα ακούμε από μερικούς σε ομιλίες. Πρόκειται για πολιτικές σκοπιμότητες να
συκοφαντήσουν τον Κεραυνό.
Το κακό
έγινε και το χωριό κάηκε, αλλά το πώς και το γιατί, διαβάσετε πιο κάτω και θα
καταλάβετε. Στα βιβλία τους γράφουν ότι, όταν οι Γερμανοί είδανε τους
Μικροβαλτινούς με τα λουλούδια στα χέρια, μαλάκωσε ο πόνος τους για αυτά που
πάθανε στη μάχη και για τον σκοτωμένο, και ούτε συλλήψεις κάνανε, ούτε κάψανε
το χωριό. Γράφουν ότι οι Γερμανοί προσπερνώντας το χωριό και στην τοποθεσία
Ράχη, βάλανε φωτιά σε έναν αχυρώνα που ήτανε του Κεραυνού, όπου αρχίσανε να
εκρήγνυνται πυρομαχικά. Και, όπως γράφουν, βλέποντας πως υπάρχουν πυρομαχικά,
γυρίσανε και κάνανε αυτά που κάνανε (κάψιμο σπιτιών και σκοτωμοί). Εγώ δεν
αποκλείω ο Κεραυνός να είχε κρυμμένα όπλα η πυρομαχικά στον αχυρώνα του,
υπεύθυνος της περιοχής ήτανε (επικεφαλής του εφεδρικού ΕΛΑΣ), άλλωστε ο
αχυρώνας απείχε αρκετά από τα σπίτια του χωριού. Άτομα τα οποία θυμούνται καλά, λένε πως δεν
κάηκε ο αχυρώνας. Όπως ανάφερα και πιο πάνω τα γράφουν αυτά για να συκοφαντηθεί
το όνομα του Κεραυνού.
Αφού
ολοκλήρωσαν την καταστροφή στο
Μικρόβαλτο, τραβήξανε κατά Ρύμνιο και Αιανή. Στην Αιανή το βράδυ τους κλείσανε
στην εκκλησία, από όπου μερικοί δραπέτευσαν και γυρίσανε στο χωριό. Την άλλη
μέρα όσοι είχαν απομείνει, οι Γερμανοί τους πήγανε στην Κοζάνη και τους είχαν
υπό κράτηση.
Εδώ θα
ανοίξω απαραίτητα μια μεγάλη παρένθεση. Στην Κοζάνη δήμαρχος ήτανε ο Χαρίσιος
Γκοβεδάρος. Όπως γνωρίζουμε όλοι, δήμαρχοι, νομάρχες και όσοι ήτανε σε δημόσιες
υπηρεσίες, συνεργάζονταν με τον Γερμανό κατακτητή, γιατί αλλιώς θα έπρεπε να
παραιτηθούν. Θέλοντας και μη και ο Γκοβεδάρος συνεργάστηκε με τους Γερμανούς. Ο
Γκοβεδάρος τον καιρό εκείνο είχε ένα κτήμα στο χωριό Κερασιά Κοζάνης, όπου είχε
διάφορα ζώα και υπαλλήλους να τα φροντίζουν. Από το χωριό μας το Μικρόβαλτο,
είχε υπάλληλο τον Τζουκόπουλο Αγησίλαο. Στις αρχές του 1943 από το κτήμα του
Γκοβεδάρου, ζωοκλέφτες που ήτανε πολλοί εκείνη την εποχή, κλέψανε τα μουλάρια
του. Για την αναζήτηση των ζωοκλεφτών, οι χωρικοί του προτείνανε να απευθυνθεί
σε κάποιον Σταθόπουλο Γιώργο από το Μικρόβαλτο, έναν πανέξυπνο και μερακλή
ράφτη και διαφημισμένο ξυλογλύπτη (γκλίτσες, ξύλινα πιάτα, ρόκες και σφοντύλια
για γνέσιμο, κ.α.). Ο ράφτης ήταν επίσης καλός αμπελουργός και έβγαζε θαυμάσια
κρασιά. Και βέβαια η φήμη του είχε εξαπλωθεί, από την Αγία Παρασκευή, την
Κερασιά και την Αιανή, μέχρι το Λιβαδερό, το Τριγωνικό, το Σαραντάπορο, την
Ελασσόνα, την Τσαρίτσανη, την Άκρη και τη Γιάννουλη της Λάρισας. Ο Γκοβεδάρος
από το φόβο των ανταρτών, ανέβηκε στο Μικρόβαλτο με τον φρούραρχο της Κοζάνης,
συνοδεία Γερμανών στρατιωτών και αναζήτησαν στο σπίτι του ράφτη, του
Σταθόπουλου Γιώργου. Ο ράφτης μόλις του αντίκρισε πανικοβλήθηκε και έβαλε το
μυαλό του να δουλέψει. ΟΙ επισκέπτες κατάλαβαν ότι ήρθαν στο σπίτι του
Κεραυνού, ο ράφτης ομολόγησε ότι είναι πατέρας του και στη συνέχεια τους καλοπήρε
και τους πρόσφερε από το καλό βαρελίσιο κρασί του, που τους ενθουσίασε. Αφού
ήρθαν στα κέφια, ο Γκοβεδάρος εξήγησε το λόγο που ήρθανε, για να τον βοηθήσει
να βρει τα κλεμμένα ζώα από το κτήμα της Κερασιάς. Ο ράφτης (ο παππούς μου)
υποσχέθηκε ότι θα κάνει τα πάντα για να βρει τα ζώα. Πάνω στο κέφι, όταν ο
Γκοβεδάρος είδε ότι η νύφη του ράφτη ήταν έγκυος (η γυναίκα του Κεραυνού),
πρότεινε ενθουσιασμένος να γίνει ο νουνός του μωρού που θα γεννηθεί και να το
βαφτίσει. Σε λίγες μέρες, με ενέργειες του ράφτη, τα ζώα του Γκοβεδάρου
βρέθηκαν στην Άκρη (Μπισιρτσιά) και επιστράφηκαν στην Κερασιά.
Πέρασε λίγος
καιρός και τον Ιούλιο του 1943 η νύφη του ράφτη απόκτησε αγόρι, το παιδί αυτό
είμαι εγώ ο Σταθόπουλος Γιώργος που γράφω σήμερα.
Επανέρχομαι
στο κεφάλαιο με τους ομήρους, που τους αφήσαμε στα κρατητήρια της Κοζάνης. Με
την γνωριμία και την υποχρέωση που είχε ο Γκοβεδάρος στον παππού μου το ράφτη,
όταν μαθαίνει ότι κρατούνται όμηροι από το Μικρόβαλτο, πήγε εκεί και ρώτησε αν
υπάρχει κάποιος με το όνομα Σταθόπουλος. Ο θείος μου Βασίλης, αδελφός της μάνας
μου, του απάντησε ότι λέγεται Σταθόπουλος. Ο Γκοβεδάρος στη συνέχεια τον ρώτησε
αν έχει κάποια συγγένεια με τον ράφτη Γιώργο Σταθόπουλο και όταν πήρε την
απάντηση ότι ήταν συγγενής του, βγάλανε φωτογραφίες μαζί και με τον φρούραρχο
και από αυτή τη γνωριμία μεταχειρίστηκαν καλά τους κρατούμενους από το
Μικρόβαλτο.
Μετά την
Κοζάνη, τους ομήρους τους πήγανε στη Φλώρινα. Εκεί πράγματι ήταν ένα μαρτύριο,
γιατί τους έβαζαν να ανοίγουν λάκκους και να θάβουνε εκείνους που εκτελούσαν οι
Γερμανοί. Μετά τη Φλώρινα τους πήγανε στη Θεσσαλονίκη, στο στρατόπεδο Παύλου
Μελά, όπου και εκεί κάνανε το ίδιο, μέχρι το 1944, που οι Γερμανοί είδαν να
χάνουν τον πόλεμο και τους αφήσανε ελεύθερους μετά από 7-8 μήνες. Αν ήταν
όμηροι σαν τους άλλους τόσους μήνες, ή θα τους εκτελούσαν ή θα τους έστελναν
στο Νταχάου της Γερμανίας για σαπούνι. Έτσι έγιναν και όχι όπως γράφεται, ότι ο
Νατσιόπουλος Κωνσταντίνος και ο Σταθόπουλος Δημήτριος στείλανε επιστολή στο
Μιχάλαγα και πήγε και τους ελευθέρωσε.
Όσο για τους
ομήρους καθίσαμε πολλές φορές με τον θείο μου Βασίλη, που ήτανε και αυτός
όμηρος και μου έλεγε ότι χάρη στον παππού σου γλυτώσαμε. Η πραγματική αλήθεια
είναι αυτή, όχι τα άλλα που γράφονται όπως είδα στην εφημερίδα του Μικροβάλτου
από τον Μανάδη Δημήτριο, πως ο πατέρας του Μανάδης Νικόλαος, τότε κλητήρας, πως
έστειλε γράμμα προς τον Γκοβεδάρο που μεσολάβησε για την απελευθέρωση των
ομήρων, αλλά δεν είδα να γράφει μέσω ποιου έγινε η γνωριμία του κλητήρα με τον
Γκοβεδάρο…
Ο Γκοβεδάρος
που υποσχέθηκε να με βαφτίσει, φοβότανε να ανέβει στο χωριό, γιατί υπήρχε παντού
πόλεμος και μπαρούτι. Το 1944 οι Γερμανοί φύγανε, αλλά δεν πέρασε λίγος καιρός
και άρχισε ο εμφύλιος. Και πάλι περιμέναμε. Περνάει ένας χρόνος, περνάει και ο
δεύτερος, έρχεται ο τρίτος το 1946, η μάνα μου κάνει τον αδελφό μου που τον
βαφτίζουνε και εγώ περίμενα τον Γκοβεδάρο όπως η σταχτοπούτα το βασιλόπουλο.
Επιτέλους το 1947 ή αρχές του 1948, ο Γκοβεδάρος που κρατούσε το λόγο του και
αφού έβλεπε πως δεν ησυχάζανε τα πράγματα, έβαλε όλα τα έξοδα και με
βάφτισε ο Αγησίλαος Τζουκόπουλος που τον
είχε υπάλληλο στο κτήμα της Κερασιάς. Τα λίγο μεγαλύτερα παιδιά από μένα, το θυμούνται
σε τι ηλικία βαφτίστηκα (ήμουνα 4-5 χρονών).
Αυτά που έχω
γράψει για τη γνωριμία με τον Γκοβεδάρο, μου το έλεγαν όλοι στο σπίτι μας, ο
παππούς μου, η μάνα μου και η μεγαλύτερη αδελφή μου, που στη συνάντηση με τον
Γκοβεδάρο θα ήτανε 11-12 χρονών.
Η αλήθεια για
το κάψιμο του χωριού από τους Γερμανούς το 1943, τους σκοτωμούς και την
απελευθέρωση των ομήρων, είναι αυτή που γράφω παραπάνω και όχι όπως την
παρουσιάζουν μερικοί.
Σταθόπουλος Γεώργιος
Γιος του Κεραυνού
και εγγονός του ράφτη, του ξυλογλύπτη,
του αμπελουργού
mikrovalto.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου