(Μτθ. κβ΄ 35-46)
Μέσα στὶς ποικίλες ἀλλαγὲς ποὺ
συντελοῦνται στὸν κόσμο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μέσα στὶς ἀναζητήσεις τοῦ
ἀνθρώπου, στὴν ἀγωνία του γιὰ τὸ τέλος ὑπάρχει πάντα ἕνας σταθερὸς
κανόνας, μιὰ ἐντολὴ γιὰ τὸ πῶς καὶ μέχρι ποῦ θὰ βαδίσουμε, πῶς θὰ
κατακτήσουμε τὴν εὐτυχία, ὑπάρχει πάντα ἕνα ἐσωτερικὸ κριτήριο, τὸ ὁποῖο
μᾶς δίνει τὴν ασθηση ὅτι σωστὰ πράξαμε καὶ ἀναπαύει τὴ συνείδησή μας.
Μ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις, ἀλλὰ καὶ μὲ διάθεση νὰ «πειράξῃ» τὸν Ἰησοῦ,
πλησίασε ὁ νομικὸς, καθὼς μᾶς πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος στὸ
σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, καὶ ζήτησε νὰ μάθει τὴ μεγαλύτερη, καὶ
σπουδαιότερη ἐντολὴ τοῦ νόμου.
«Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ
καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου», ἡ πρώτη
καὶ μεγάλη ἐντολὴ καὶ κοντὰ σ’ αὐτήν, πρώτη επίσης, «ἀγαπήσεις τὸν
πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Στὴν ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸ νομοδιδάσκαλο
συνοψίζεται ὁλόκληρη ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ἀφοῦ πάνω στὶς δυὸ αὐτὲς ἐντολὲς
βασίζεται «ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆτες». Ἡ ἀγάπη ποὺ κατευθύνεται καὶ
πρὸς τὸ Θεὸ καὶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἀποτέλεσε τὴν οὐσία ὄχι μόνο τῆς
παλιᾶς διαθήκης ποὺ έχει συνάψει ο Θεός με τὸ λαό του, ἀλλὰ καὶ τῆς νέας
ποὺ θεμελιώνεται μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Μὲ
ὁλόκληρη τὴ ζωή Του πάνω στὴ γῆ καὶ κυρίως μὲ τὴ σταυρικὴ Του θυσία, ὁ
Θεάνθρωπος έδειξε καὶ ἀπέδειξε ὅτι εἶναι Θεὸς ἀγάπης. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη τὴν
ὀνόμασε «καινὴ», καινούργια, καὶ αὐτὴν ζήτησε καὶ συνεχῶς ζητάει ἀπ’
ὅλους μας: «ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς
ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». Φυσικὰ ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου
ποτὲ δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἐντολή, ἀλλὰ μαζὶ καὶ διδασκαλία ποὺ
σφραγίζεται μὲ τὴ ζωή Του, καὶ ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης σφραγίστηκε καὶ
βεβαιώθηκε στὸ Σταυρὸ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς δίδαξε λοιπόν τὴν ἀγάπη, γι
αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «αὐτοὶ γὰρ ὑμεῖς θεοδίδακτοί ἐστε εἰς τὸ
ἀγαπᾶν ἀλλήλους», καὶ προτρέπει τὸ ἴδιο καὶ σὲ μᾶς, νὰ βαδίζουμε τὸ
δρόμο τῆς ἀγάπης: «περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησεν
ἡμᾶς».
Κατά τὸ παράδειγμα λοιπόν τοῦ Χριστοῦ ἡ
ἀγάπη δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ συναίσθημα ἤ ἐκδήλωση συμπάθειας πρὸς ἕνα
πρόσωπο ἤ κάποιο πράγμα. Εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὑπάρχει ὁ Τριαδικός
Θεός καὶ τὸν ὁποῖο μᾶς φανέρωσε ὁ Χριστός. Εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο
καλεῖ ὁ Θεός καὶ τὸν ἄνθρωπο νὰ ὑπάρχει, σὲ σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸ
Θεὸ, μὲ τὸν κόσμο καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἡ ἀγάπη, ὅπως μᾶς λέει
στὸ σημερινό Εὐαγγέλιο ὁ Χριστός, τότε μόνο εἶναι ἀληθινή, ὅταν εἶναι
ὁλοκληρωτική, δοσμένη μὲ ὅλη τὴν καρδιὰ, μὲ ὅλη τὴν ψυχή, μὲ ὅλη τὴ
διάνοια τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἄνθρωποι θέλουν τὸ Θεὸ καὶ τὶς ἐντολές του,
ἀλλὰ ὄχι πάντα καὶ ὄχι σὲ βάρος τῶν ὑλικῶν τους ἐπιδιώξεων.
Ἐνδιαφέρονται καὶ ἀγωνίζονται γιὰ διάφορα πράγματα, καὶ γιὰ νὰ ἔχουν
ἤρεμη καὶ τὴ συνείδησή τους ἀσχολοῦνται καὶ μὲ τὸ Θεό. Ὁ Θεὸς ὅμως
ζητάει τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὴ ποὺ βγαίνει ἀπ’ ὅλη
τὴν ὕπαρξή του, τὴ σκέψη του καὶ τὴν καρδιά του. Χωρὶς μιὰ τέτοια στάση
στὴ ζωή, οἱ ὁποιεσδήποτε φαινομενικὰ θετικὲς δραστηριότητες τοῦ ἀνθρώπου
εἶναι ἄσχετες πρὸς τὸ Θεὸ καὶ πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Αὐτή ἡ ὁλοκληρωτική
ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό ὅπως μᾶς δίδαξε μὲ τὸ λόγο του ἀλλά καὶ μὲ τὴ ζωή του ὁ
Χριστός συμπληρώνεται ἀπό τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, ὁλοκληρωτική κι
αυτή.
«Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς
σεαυτὸν». Στὴν Ἐκκλησία δὲν νοεῖται ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ ὅταν ἀπουσιάζει ἡ
ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο, ὅταν στρέφουμε τὴ ματιά μας μακριὰ ἀπὸ τὴ
δυστυχία, ὅταν κλείνουμε τὰ αὐτιά μας στὸν πόνο τοῦ διπλανοῦ μας. Ψεύτη
καὶ ὑποκριτὴ χαρακτηρίζει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἐκεῖνον ποὺ λέει ὅτι
ἀγαπάει τὸν Θεό, ἀλλὰ μισεῖ τὸν ἀδελφό του. «Ἄν κάποιος πεῖ ‘ἀγαπῶ τὸ
Θεὸ’, μισεῖ ὅμως τὸν ἀδελφό του, εἶναι ψεύτης. Γιατὶ πραγματικά, αὐτὸς
ποὺ δὲν ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του, τὸν ὁποῖο βλέπει, πῶς μπορεῖ νὰ ἀγαπάει τὸ
Θεὸ, τὸν ὁποῖο δὲ βλέπει; Αὐτό μας λέει ὁ Χριστὸς: Ὅποιος ἀγαπάει τὸ
Θεὸ δεν μπορεί νὰ μην ἀγαπάει τὸν ἀδελφό του.» Ἡ Ἐκκλησία στὸ
συνάνθρωπο, ὅποιος κι ἄν εἶναι αὐτὸς καὶ σὲ ὁποιαδήποτε ἠθικὴ ἤ
κοινωνικὴ κατάσταση κι ἄν βρίσκεται, βλέπει τὸ πρόσωπο μὲ τὸ ὁποῖο
ἔρχεται σὲ κοινωνία, βλέπει τὸν ἀδελφό, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ποὺ σὰν
μέτοχο τῆς χάρης καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὀφείλουμε, ὄχι τὴ
συμπάθεια καὶ τὴ συμπόνοια μας, ἀλλὰ ὅτι ἀκριβῶς καὶ στὸν ἑαυτό μας· τὴν
ἀγάπη δηλαδή ἐκείνη ποὺ δὲν ἔχει ὅρια, ποὺ φτάνει στὸ Θεό καὶ ἀγγίζει
τὴ δημιουργία, καὶ τὴ θυσία τοῦ Σταυροῦ, ποὺ μεταμορφώνεται καὶ
ἁγιάζεται ἀπό τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γνωρίζεται ἀπό τἠ θυσία καὶ ἀπό
τὴ διάθεση γιά θυσία. «Ἐν τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν ἀγάπην, ὅτι ἐκεῖνος ὑπὲρ
ἡμῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἔθηκε», ἀπ’ αὐτὸ γνωρίσαμε τὴν ἀγάπη, ἀπὸ τὸ ὅτι
Ἐκεῖνος πρόσφερε τὴ ζωή του γιὰ χάρη μας, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Θεολόγος καὶ συμπληρώνει ὅτι ὀφείλουμε κι ἐμεῖς νὰ προσφέρουμε τὴ ζωή
μας γιὰ χάρη τῶν ἀδελφῶν μας, «καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν τὰς
ψυχὰς τιθέναι».
Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό καὶ πρὸς τὸν ἄνθρωπο
εἶναι ἡ ἀγάπη αὐτὴ ὅπως τὴ νοιώθουμε κι ὅπως μᾶς λείπει τὶς στιγμὲς
ἐκεῖνες, τὶς λίγες τῆς ζωῆς μας, ποὺ ἀπογυμνώνουμε τὸν ἑαυτό μας, ποὺ
ἀφήνουμε κάθε στήριγμα στὴ γῆ, ποὺ ἀναλογιζόμαστε πῶς θ’ ἀντικρύσουμε τὸ
Θεὸ. Καὶ θυμώμαστε τότε αὐτὸ ποὺ λέει ἡ Γραφή, ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι
«κραταιὰ ὥσπερ θάνατος». Ποὺ σημαίνει ὅτι μαζί μὲ τὴν ἐξουσία τοῦ
θανάτου ποὺ κυριαρχεῖ πάνω μας, κυριαρχεῖ καὶ μιὰ ἄλλη δύναμη, αὐτὴ ποὺ
μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς νὰ νικήσουμε τὸ θάνατο καὶ εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη ποὺ
εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ προσωπικὸ ἐπίτευγμα, ποὺ ὅσο περισσότερο
ταπεινώνουμε τὸν ἑαυτό μας, τόσο τὴν κερδίζουμε κι ἄλλο τόσο μᾶς
κερδίζει, ποὺ φωτίζει τὸν ὁρίζοντά μας, κάνοντάς μας νὰ βλέπουμε τὰ
πράγματα στὴ θέση τους, μέσα στὴν Ἀλήθεια του Θεοῦ.
Στὸν ἄνθρωπο ποὺ, εἴτε ἀπὸ πρόφαση, ὅπως
ὁ σημερινὸς νομοδιδάσκαλος, εἴτε ἀπὸ πραγματικὴ ἀγωνία γιὰ τὴ ζωή,
ψάχνει καὶ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν καταξίωση τῆς πίστης καὶ τῶν ἔργων του,
ὑπάρχει πάντα ἡ μεγάλη ἐντολὴ καὶ ἡ κλήση τῆς ἀγάπης, ὅπως τὴ σάρκωσε ὁ
Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία τὴν διακηρύσσει, ὅπως τὴν ἔζησαν καὶ τὴ ζοῦν οἱ
ἅγιοι. Καὶ σ’ ὅλους ἐμᾶς ποὺ θαρροῦμε πὼς βρισκόμαστε στὰ χνάρια τους,
ὑπάρχουν πάντα τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιὰ νὰ μᾶς δείχνουν τὸ
δρόμο καὶ ταυτόχρονα νὰ ἐλέγχουν τὴν ὑποκρισία μας: «Ἐκεῖνος ποὺ
ἀγαπάει ἔχει μακροθυμία, ἔχει καὶ καλοσύνη· ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει δὲ
ζηλοφθονεῖ· ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει δὲν κομπάζει οὔτε περηφανεύεται· εἶναι
εὐπρεπής, δὲν εἶναι ἐγωιστὴς οὔτε εὐερέθιστος· ξεχνάει τὸ κακὸ ποὺ τοῦ
ἔχουν κάνει. Δὲ χαίρεται γιὰ τὴν ἀδικία πού γίνεται, ἀλλὰ μετέχει στὴ
χαρὰ γιὰ τὸ σωστὸ. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει, ὅλα τὰ ἀνέχεται, σὲ ὅλα
ἐμπιστεύεται, γιὰ ὅλα ἐλπίζει, ὅλα τὰ ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε
ἐκπίπτει.» Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου