Όταν
πέρυσι στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου το περιοδικό «Παρέμβαση» διοργάνωσε εκδήλωση
με θέμα τη Θεσσαλονίκη στο έργο των μη Θεσσαλονικέων μακεδόνων λογοτεχνών
διαπιστώσαμε ομού μετά του Βασίλη Καραγιάννη ότι η καλή λογοτεχνία που
παράγεται και γράφεται εκτός βορειοελλαδικής μητροπόλεως δεν είναι ευρέως
γνωστή (και ούτε υπάρχει καμιά πρόθεση, θεσμικά ή άλλως, να γίνει γνωστότερη).
Έτσι λοιπόν και αφού είχαμε σε όλη σχεδόν την μακεδονική επικράτεια την μάλλον
αδιάφορη έως εχθρική συμπλήρωση των 100 χρόνων από την απελευθέρωση του 1912
είπαμε να δράσουμε ομαδικότερα.
Εξ
αφορμής λοιπόν της εκατογραφίας μισή ντουζίνα λογοτέχνες με συντονιστή τον
γράφοντα, συνομιλητή θερμό τον Σάκη Σερέφα και με την σκηνοθετική και θεατρική
φροντίδα του θεάτρου «Πήγασος» (ενός άοκνου θεατρικού σχήματος που τιμά τη
θεατρική παιδεία εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια στην Κατερίνη) και αφού εκτός
τούτων είχαμε την προηγούμενη γνώση των κειμένων των
συγγραφέων που συμμετέχουν στις «Ασκήσεις Πατριδογνωσίας» -μια που πολλοί από
αυτούς παρουσίασαν το έργο τους στις
Τετάρτες του θεάτρου- προχωρήσαμε στην ανάθεση του έργου.
Ο
καθένας από εμάς θα έδινε ένα κείμενο, δημοσιευμένο ή αδημοσίευτο, το οποίο θα
έχει σχέση με την πόλη του με σκοπό να συναποτελέσει το υλικό που θα αφορά την
εικόνα της μακεδονικής νεοελληνικής πραγματικότητας. Η σχέση ωστόσο με την πόλη
ή αυτό που αποκαλούμε πόλη και συνείδηση της πόλης είναι κάτι υποκειμενικό και
έχει να κάνει με τους ιδιαίτερους καλλιτεχνικούς και λογοτεχνικούς κώδικες του
κάθε συγγραφέα. Γι’ αυτό και η πολύτιμη ποικιλία υφών όπως θα δείτε.
Κατά
παράδοξο τρόπο η παραγγελία δείχνει να επιτυγχάνει το στόχο της: στις «Ασκήσεις
Πατριδογνωσίας» για παράδειγμα ο πολυγραφότατος
και δαιμόνιος Σάκης Σερέφας (1960) με το έξυπνο «Σκάρλετ» αναμιγνύει
άβαταρ, πατέρα και γιο προκειμένου να συστήσει στο παιδί του (αλλά και σε μας)
την ίδια του την αγαπημένη πόλη. Ένα απόσπασμα για την κατοχική (1941-1944) καταθέτει
και η Σοφία Νικολαϊδου (1969) στο ωραίο βιβλίο της «Απόψε δεν έχουμε φίλους»,
αποσπάσματα που συνοδεύουν τις παρατηρήσεις της για την ιστορία της
Θεσσαλονίκης (αλλά και κάθε πόλης) με οξυδέρκεια και γνώση του μικροκλίματος.
Από
την άλλη ο Βασίλης Καραγιάννης (1953), άγρυπνη κριτική συνείδηση της Κοζάνης,
γράφει με θυμό και νοσταλγία για την Κοζάνη των τριών τελευταίων αιώνων και για
τις δικές του γόνιμες εμμονές: βιβλία, ένδοξους συντοπίτες, αποτυχίες και
μικρές νίκες.
Ο
εδεσσαίος Βασίλης Παπάς (1954), ποιητής της νεωτερικής ιθαγένειας, αναδιφά στη
μνήμη της ιστορικής Έδεσσας αποτυπώνοντας την τρυφερή και παλαιότατη ιστορία
της όπως ακριβώς και ο βερροιώτης Γιάννης Καισαρίδης (1959), φανατικό τέκνο της
πόλης του και αισθαντικός υπερασπιστής της καθημερινής ιστορίας της. Ο κύκλος
ολοκληρώνεται με έναν ύμνο του Αντώνη Κάλφα (1956) στην—απροσδιόνυση κατά τα
άλλα—Κατερίνη που φέρει τον τίτλο «Η Άννα Καρένινα ζούσε στη γειτονιά μας».
Πρόκειται για την ιστορία μιας πόλης, και όχι μόνο της δικής μας, αφού οι σκηνές της (μεσοπόλεμος, ανέχεια, λειψή
ερωτική ζωή και μεταπολεμικός συντηρητικός βίος) είναι και σκηνές της όλης
πατρίδας μας. «Ασκήσεις Πατριδογνωσίας» δηλαδή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου