Όταν
πριν από 6 χρόνια δέχτηκα την τιμητική πρόσκληση των Θ. Καλαφάτη και Βαγγέλη
Πρόντζα να συνεργαστώ στο μεγάλο αυτό εγχείρημα εργαζόμουν ως οικονομολόγος
στην Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών την Εθνικής Τράπεζας.
Η
Ελλάδα λίγα χρόνια νωρίτερα είχε γίνει μέλος της ΟΝΕ η οποία τότε είχε
συμπληρώσει μια επταετία επιτυχούς λειτουργίας.
Γενικά
υπήρχε ένα κλίμα αισιοδοξίας ότι η δημιουργία της ΟΝΕ που στέφθηκε με επιτυχία
θα λειτουργούσε ως προθάλαμος της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης.
Εξίσου
αισιόδοξες ήταν και οι προοπτικές της χώρας η οποία είχε υψηλούς θετικούς
ρυθμούς ανάπτυξης.
Παρ’
όλα αυτά όσους από εμάς είχαμε ασχοληθεί με τα οικονομικά των νομισματικών
ενώσεων μας απασχολούσε η προοπτική της ΟΝΕ στον χρόνο.
Κυρίως
γιατί γνωρίζαμε τις αδυναμίες του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της.
Θέταμε
λοιπόν από τότε το ερώτημα αν η δημιουργία της ΟΝΕ και η συμμετοχή σε αυτήν
είναι ένας δρόμος χωρίς επιστροφή.
Υπενθυμίζω
ότι τα πρώτα χρόνια μετά την δημιουργία της αυτή ήταν η κυρίαρχη αντίληψη.
Πολλοί λίγοι οικονομολόγοι η πολιτικοί επιστήμονες κυρίως αγγλοσαξονικής
προέλευσης έθεταν το ερώτημα πόσο θα αντέξει η ΟΝΕ.
Σε
όσους αναζητούσαν την αφετηρία της ΟΝΕ στα πορίσματα της θεωρίας των άριστων
νομισματικών περιοχών ήταν γνωστό ότι η ΟΝΕ αρχικά των 10, αργότερα 11 και
σήμερα 17 χωρών μελών δεν τα πληρούσε.
Τότε
λοιπόν η άποψη που κυριάρχησε για να δικαιολογήσει το αμετάκλητο του
εγχειρήματος ήταν ότι η ΟΝΕ ήταν μια πολιτική απόφαση και ότι παρά τις
αδυναμίες στο θεσμικό πλαίσιο αυτές θα αντιμετωπιστούν μέσω της ευελιξίας που
επεδείκνυε ιστορικά η Ευρώπη στην πορεία προς την ΟΝΕ.
Αρκετοί
οικονομολόγοι προσπάθησαν να αξιολογήσουν τις προοπτικές της ΟΝΕ αναζητώντας
την απάντηση στην ιστορική εμπειρία από τις νομισματικές ενώσεις του
παρελθόντος.
Έτσι,
ανάλογα εγχειρήματα στην Ευρώπη κατά τον 19ο και 20ο
αιώνα όπως η Λατινική Νομισματική, η Σκανδιναβική Νομισματική Ένωση, η
Γερμανική μελετήθηκαν εκ νέου
προκειμένου να αντληθούν συμπεράσματα και να δοθούν απαντήσεις στο ερώτημα για
την προοπτική της ΟΝΕ.
Η
δική μου προσπάθεια στο ένα από το δύο κεφάλαια με τα οποία συμμετέχω στο έργο
αυτό ήταν να εντοπίσω τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα πάρα την πολιτική
βούληση δεν μπόρεσε να συμμετάσχει επιτυχώς στην Λατινική Νομισματική Ένωση.
Στο
δεύτερο κεφάλαιο με το οποίο συμμετείχα στο τρίτομο αυτό έργο επιχείρησα να
απαντήσω με ποια κριτήρια οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις της χώρας επέλεγαν το
διεθνές νομισματικό σύστημα στο οποίο θα έπρεπε να ενταχθεί η Ελλάδα.
Το
ερμηνευτικό σχήμα που υιοθέτησα για να απαντήσω στο ερώτημα αυτό στηριζόταν σε
μια άποψη που είχε πρωτο -διατυπώσει ο Polanyi και εμπλούτισε ο Eichengreen.
Σύμφωνα
με αυτή την προσέγγιση οι επιλογές των νομισματικών συστημάτων καθορίζονται από
την ελευθερία που απολαμβάνουν οι κυβερνήσεις να θέσουν, σε σχέση με άλλους
οικονομικούς στόχους, τη συναλλαγματική σταθερότητα ως προτεραιότητα.
Όσο
περισσότερους βαθμούς ελευθερίας διαθέτει μια κυβέρνηση τόσο πιο εύκολο είναι
να υπερασπιστεί τις σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες χωρίς ανησυχία για το
οικονομικό και κατ’ επέκταση, πολιτικό κόστος της επιλογής της.
Αντίθετα,
όσο περισσότερο υπόκειται σε λογοδοσία προς το εκλογικό σώμα τόσο δυσκολότερο
είναι να προτάξει την υπεράσπιση των σταθερών ισοτιμιών έναντι άλλων
οικονομικών στόχων.
Αυτά
έγραφα τότε με ιδιαίτερη αναφορά στην Ελλάδα, χωρίς να μπορώ να φανταστώ ότι η
θεώρηση αυτή θα δοκιμαστεί στην πράξη όπως φάνηκε από την κρίση με την οποία
βρισκόμαστε αντιμέτωποι τα τελευταία τρία χρόνια.
Μια
κρίση που προς στιγμήν έθεσε, κάποιοι άλλοι λένε ότι θέτει ακόμη, υπό αίρεση τη
συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη αλλά και την ύπαρξη της ίδιας της
Ευρωζώνης.
Το κόστος
εξόδου από την ευρωζώνη είναι πολύ μεγαλύτερο σε σύγκριση με αυτό της παραμονής
και αυτό επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό απόψεις, αντιλήψεις και συμπεριφορές στη
χώρα.
Μέχρι
στιγμής οι αποφάσεις της Ευρώπης είτε αυτές αφορούν το θεσμικό πλαίσιο
λειτουργίας είτε τη στήριξη χωρών που στερήθηκαν την πρόσβαση στις αγορές
δικαιώνουν αυτούς που έλεγαν ότι η ΟΝΕ είναι πρώτιστα πολιτικό εγχείρημα και
δευτερευόντως οικονομικό.
Η
Ευρώπη έκανε με καθυστέρηση βέβαια και θα συνεχίσει να κάνει τις αναγκαίες
κινήσεις προκειμένου να μην αμφισβητηθεί η αξιοπιστία της ΟΝΕ.
Αυτό
θα είναι τελικά το κέρδος για την χώρα η οποία επιχειρεί να ξεφύγει από μια
πολύχρονη ύφεση αλλά και για την Ευρώπη η οποία θα κάνει βήματα που θα την
κάνουν πιο ισχυρή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου