ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ
(Λκ. ιγ΄ 10-17)
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοὶ μου
ἀδελφοί, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἦρθε στὴ γῆ καὶ ἔγινε ἄνθρωπος ἀπὸ
ἀγάπη γιὰ τήν δικὴ μας σωτηρία. Ἦρθε καὶ ἀποκάλυψε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ
Πατέρα, προκειμένου νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τό κράτος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς
καὶ αὐτὸ γίνεται φανερὸ στὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ. Οἱ ἄνθρωποι,
ὅμως, ἐπειδή εἶναι πάντα ἀγνώμονες καὶ ἐγωϊστές, δὲν δέχονται τήν θεία
πρόνοια σὰν λύτρωση ἢ σὰν ἀπελευθέρωση ἀπό τό κράτος τοῦ διαβόλου καὶ
ἔτσι πάντα βρίσκουν διάφορους τρόπους γιὰ νὰ παραποιοῦν ἀκόμη καὶ τήν
ἀλήθεια.
«Ἦταν ὁ Κύριος σὲ μιὰ συναγωγή
κάποιο Σάββατο καὶ δίδασκε», μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς καὶ «ἐκεῖ
εἶδε μία γυναῖκα ποὺ ἦταν κυρτωμένη καὶ δὲν μποροῦσε διόλου νὰ
ἀνορθωθεῖ. Εἶχε πάει στὴ συναγωγή, σύμφωνα μὲ τή συνήθεια τῶν Ἰουδαίων,
γιὰ νὰ προσευχηθεῖ ἀλλὰ καὶ νὰ ἀκούσει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν τήν εἶδε
ὁ Ἰησοῦς τήν κάλεσε κοντὰ Tου, ἔβαλε τά χέρια Του πάνω της καί τῆς
εἶπε: «γυναῖκα, λυτρώνεσαι ἀπὸ τήν ἀρρώστεια σου». Αὐτή ἀμέσως
θεραπεύτηκε, ἀνώρθωσε τό κυρτωμένο σῶμα της καὶ μὲ τήν καρδιὰ της
πλημμυρισμένη ἀπὸ εὐγνωμοσύνη δόξαζε τό Θεό».
Ὅμως, στὸ γενικὸ αἴσθημα τῆς χαρᾶς καί
τῆς δοξολογίας, κάποιος διαμαρτύρεται καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ ἀρχισυνάγωγος, ὁ
ἐκπρόσωπος δηλαδὴ τῆς Ἰουδαϊκῆς θρησκείας, ὁ ὁποῖος ὑψώνει τήν φωνή του
ἀπὸ φθόνο˙ καὶ αὐτὸ μόνο ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς μέ ἕνα Του λόγο θεράπευσε τήν
συγκύπτουσα γυναῖκα. Προκειμένου δὲ νὰ δικαιολόγησει τήν ἀγανακτήση του
ἔλεγε στὸ πλῆθος συμβουλευτικά: «ὑπάρχουν ἕξι ἡμέρες ποὺ πρέπει
κάποιος νὰ ἐργάζεται, αὐτὲς τίς ἡμέρες νὰ ἔρχεσθε γιὰ νὰ θεραπεύεσθε
καὶ ὄχι τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου».
Ὁ ἀρχισυνάγωγος δὲν δυσαρεστεῖται
ἁπλῶς, ἀλλά ἀγανακτεῖ καὶ μιλάει γιὰ τήν καταπάτηση δῆθεν τοῦ νόμου,
γιὰ τήν καταπάτηση δηλαδὴ τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Ὅμως ἀδελφοί μου, ἡ
διαμαρτυρία του αὐτή ἦταν ὅλως διόλου ὑποκριτικὴ καὶ σκόπιμη. Δὲν εἶχε
τό θάρρος νὰ ἀπευθυνθῆ ἀπ” εὐθείας στὸν Κύριο καὶ νὰ πεῖ αὐτὰ ποὺ ἔκρυβε
μέσα του. Ἀπευθύνεται ἀόριστα πρὸς τόν λαὸ διότι ὁ ἐγωϊσμός του καὶ ἡ
κακία του δὲν τόν ἀφήνουν νὰ δεῖ τό θαῦμα καὶ μιλάει μόνο γιὰ τήν
παράβαση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Σκοπίμως παραποιεῖ τήν ἀλήθεια καὶ
χαρακτηρίζει «ἐργασία» τήν ἀγάπη καὶ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ποὺ
ἐκφράστηκε μὲ ἕναν καὶ μόνο λόγο τοῦ Ἰησοῦ. Μέ τόν τρόπο αὐτὸ κάνει μιὰ
αὐστηρὴ θρησκευτικὴ κριτική καὶ, ὅπως συμβαίνει πάντα σὲ αὐτὲς τὶς
περιπτώσεις, στηρίζεται σὲ πρόχειρα καὶ γελοία ἐπιχειρήματα ἐπειδὴ
ὑποκινεῖται ἀπό τό ψέμα καὶ τή ζήλεια.
Ὁ τύπος αὐτός τοῦ ἀρχισυναγώγου δὲν
εἶναι τό μοναδικὸ δεῖγμα στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Τέτοιοι ἄνθρωποι
ὑπάρχουν πολλοὶ σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ ἐνεργοῦν πάντα περίεργα γιὰ τό καλὸ
ποὺ κάνουν οἱ ἄλλοι, βρίσκοντας τρόπο ὥστε νὰ τούς συκοφαντήσουν. Δὲν
μποροῦν νὰ δεχθοῦν ὅτι μιὰ ἀξιόλογη προσπάθεια ἀναλαμβάνεται ἀπὸ κάποιον
ἄλλον, ὅτι δηλαδὴ ἐπαινεῖται ἄλλος καὶ ὄχι αὐτοί, μέ ἀποτέλεσμα νὰ
ἀντιδροῦν ἀλλὰ καὶ νὰ κατηγοροῦν.
Κάτω ἀπὸ τόν μανδύα ὑπερασπίσεως δῆθεν
ἱερῶν καὶ ὁσίων κρύβονται συχνὰ ζήλειες, πικρίες καὶ προσωπικὸ συμφέρον.
Τό φαινόμενο αὐτὸ ἔχει πολύμορφες προεκτάσεις σὲ πολλούς τομεῖς καὶ
εἰδικὰ στὶς κοινωνικὲς καὶ προσωπικὲς σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Μιὰ
συκοφαντία γιὰ τήν ἀλήθεια εἶναι ἀρκετὴ γιὰ νὰ ἐπιφέρη δυσάρεστα
ἀποτελέσματα. Ἔτσι, ὅταν ἡ ἀλήθεια, ξεσκεπάζει πράγματα ποὺ δὲν μᾶς
ἀρέσουν, κάνουμε τά πάντα ὥστε αὐτὴ νὰ μὴ διαλάμψει. Ἄλλοτε πάλι
θεωροῦμε ὅτι εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ συμβιβασθοῦμε μέ ὁ,τιδήποτε κακὸ
συμβαίνει γύρω μας, ἀκόμη καὶ μὲ τό ψέμα, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μήν μᾶς
κατηγορήσουν σὰν ἀντικοινωνικούς.
Ὁ ἀρχισυνάγωγος τοῦ σημερινοῦ
εὐαγγελίου, ἀντὶ νὰ δοξολογήσει τόν Θεὸ γιὰ τό θαῦμα ποὺ πραγματοποίησε
ὁ Κύριος θεραπεύοντας τὴν ἄρρωστη γυναῖκα, ἐπικαλεῖται τόν
Μωσαϊκὸ νόμο καὶ τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου. Ἀντὶ, δηλαδὴ, νὰ δοξολογήσει
τήν παντοδυναμία καὶ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, τήν μεταχειρίσθηκε γιὰ νὰ
καλύψει τήν προσωπική του ἔχθρα. Προσκολλημένος ὑποκριτικὰ στὸ γράμμα
τοῦ νόμου, ἀγαπάει ἀρχὲς καὶ συστήματα παρὰ τούς ἀνθρώπους. Ὅμως, ἡ
ἀντίληψη τοῦ νομοθέτη Θεοῦ εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετη στὴ σχέση Νόμου καὶ
ἀνθρώπου. «Τό Σάββατο ἔγινε γιὰ τόν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιὰ τό
Σάββατο» μᾶς λέει στὸ κατὰ Μάρκον εὐαγγέλιο, ποὺ σημαίνει πὼς πρῶτ” ἀπ”
ὅλα ὁ Θεὸς θέλει ἁγνὴ τήν ἐσωτερική μας διάθεση καὶ ὄχι τήν ὑποκριτικὴ
τήρηση τῶν ἐντολῶν Του.
Ἡ στοργή τοῦ Θεοῦ γιὰ τόν ἄνθρωπο
φαίνεται ἀπό τό ἐνδιαφέρον τοῦ Χριστοῦ στὸν πόνο τῆς ἄρρωστης γυναῖκας. Ἡ
κυρτωμένη ἐκείνη γυναῖκα δὲν ζήτησε κάτι ἀπὸ τόν Ἰησοῦ, ἀλλά, μόνος
Του πῆρε τήν πρωτοβουλία. Θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ κάνει τή θεραπεία μιὰ
ἄλλη μέρα γιὰ νὰ ἀποφύγει τόν σκανδαλισμὸ τῶν δῆθεν αὐστηρῶν τηρητῶν τοῦ
νόμου. Ὅμως γιὰ τόν Κύριο ἡ ἄγνωστη ἐκείνη γυναῖκα ἦταν μιὰ θυγατέρα
τοῦ Ἀβραάμ ποὺ πονοῦσε. Αὐτὴ ἡ φροντίδα δείχνει ὅτι ἡ βοήθεια στὴ θλίψη
τοῦ ἄλλου πρέπει νὰ εἶναι ἄμεση, ἀκόμη καὶ ἂν νομίζουμε πὼς ἡ στιγμὴ
εἶναι ἀκατάλληλη. Ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη ἔχει προτεραιότητα, δημιουργεῖ νέες
συνθῆκες ζωῆς καὶ δίνει νόημα στὸν ἐσωτερικό μας κόσμο.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν ἀφήνει τόν
ἀρχισυνάγωγο νὰ παραπλανήσει τόν λαὸ μέ τήν δῆθεν ἀκρίβεια στήν τήρηση
τοῦ νόμου. «Ὑποκριτὴ», τοῦ εἶπε, «ὁ καθένας σας δὲν λύνει τό Σάββατο τό
βόδι του ἢ τόν γάϊδαρὸ του ἀπό τό παχνὶ καί τό πάει νὰ τό ποτίσει; Αὐτὴ,
λοιπόν, ποὺ εἶναι θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ τήν εἶχε δεμένη ὁ σατανᾶς
δέκα ὀκτὼ χρόνια, δὲν ἔπρεπε νὰ λυθεῖ ἀπό τά δεσμά της τήν ἡμέρα τοῦ
Σαββάτου;»
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἄς μὴν ξεχνοῦμε
ὅτι Αὐτὸν ποὺ ὀνομάζουμε Κύριο μας καὶ Θεὸ μας, εἶναι Αὐτὸς ποὺ δὲν
συμπάθησε ποτέ τή ζήλεια, τόν φθόνο καὶ τήν ὑποκρισία. Εἶναι Αὐτὸς ποὺ
ἐξακολουθεῖ νὰ ζητᾶ περισσότερη εἰλικρίνεια καὶ ἄμεση ἀγάπη γιὰ τόν
κάθε ἄνθρωπο ποὺ φέρνει στὸν δρόμο μας. Θέλει ἀπὸ μᾶς νὰ ἐφαρμόζουμε τήν
ἀγάπη ἔμπρακτα, ἐπειδὴ καὶ ὁ ἴδιος ἀπὸ ἀγάπη ἔπαθε, σταυρώθηκε καὶ
ἀναστήθηκε καὶ μὲ τόν τρόπο αὐτὸ μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τά δεσμὰ τῆς
ἁμαρτίας, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου ὁδηγώντας μας καὶ πάλι κοντὰ στὸν
Θεὸ Πατέρα μας καὶ στὴν οὐράνια Βασιλεία Του. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου