Ως εκ τούτου δέσμιος των ημών παθών
γιατί όχι και των λαθών (η καταβύθισή μου στις γραμμένες και τυπωμένες λέξεις
μ’ έκανε να θεωρώ τα ορθογραφικά και τυπογραφικά μου λάθη οδυνηρότερα και να
ντρέπομαι γι αυτά περισσότερο από τα λάθη επί του προσωπικού), διάλεξα, άρπαξα
δηλαδή, ένα δεμένο τόμο με τα αφιερώματα της «Επιθεώρησης Τέχνης», τα οποία όλα
σχεδόν είχα κατά μόνας, αλλά αυτός ήταν δεμένος από παλιά, άρα λίαν ελκτικός.
Οπότε; Με την ευκαιρία, ολόκληρη η σειρά αυτού του σπουδαίου, πνευματικού
περιοδικού, στον μικρό μας τόπο υπάρχει, αργούσα, ήγουν αχρησιμοποίητη είναι
και η μοναδική, σε μια βιβλιοθήκη οίκου, στο σπίτι του αλήστου (αλησμόνητου
δηλονότι,) Κυριάκου Σιδηρόπουλου στο Μαυροδένδρι. Αυτός πριν από 22 χρόνια
άνοιξε τα φτερά της μηχανής του και πέρασε τα όρια του επέκεινα, χάθηκε δε στο
μέγα τίποτα της ύλης και στο ελάχιστο πλέον της μνήμης. Μάζευε στάγδην τα τεύχη
της από τα παλαιοπωλεία της Αθήνας και ολοκλήρωσε τη σειρά λίγο πριν
ολοκληρώσει την επί γης, τόσο σύντομη ουσία του. Μάζευε και για μένα αλλά δεν
νομίζω πως την ολοκλήρωσα. Γι αυτό και τη ψάχνω ακόμα! Ματαιότητες φυσικά. Το
δείχνει η αδόκητη τότε φυγή του και η «απαρηγόρητη» (αλίμονο, λέξεις λέξεις
μόνον) ανάμνησή του. Με τ’ όνομά του συστήθηκε και υπάρχει, κάπου κάπου δε
εμπλουτίζεται με βιβλία τα οποία στέλνουν ή φέρνουν οι άλλοτε φίλοι του
(επώνυμοι της επιστήμης, της λογοτεχνίας, της πολιτικής) από την Αθήνα σε μια
χειρονομία αναζήτησης της περασμένης (μήπως και «χαμένης» τους) νιότης.
Λειτουργεί σποραδικά υπό την εποπτεία του προέδρου του Μορφωτικού (λίαν
δραστήριου) Συλλόγου του χωριού. Η μνήμη
του ξεθωριάζει, απομακρύνεται στο βάθος του καιρού, όμως ο αέρας του, σε όσους
τον έζησαν, ακόμα διατηρεί μιαν «δρόσο» Βαρναλική, αυτός ο τελεσίδικα (τότε)
ανιδιοτελής ενεργός πολίτης της επιστήμης (χημικός) των γραμμάτων, κι ο Καβάφης
τον έθελγε (αν και χημικός τον δίδασκε στην τάξη του, κι έφυγε κατά τον τρόπο
του): «Εν τω μηνί Αθύρ ο Λεύκιος εκοιμήθη». Πρωτίστως δε ο αγόγγυστος κι
αγονάτιστος της πολιτικής και της πολιτισμένης (νυν διαλυμένης σε δεκάδες
τρίμματα, όχι δεν θα πω ακόμα περιτρίμματα) αριστεράς.
Το
άλλο βιβλίο που «χτύπησα» από το ευγενικό σαλόνι της κυρίας Αίγλης και τη
βιβλιοθήκη της ήταν άγνωστο σε μένα ως τίτλος «Ο δρομάκος με την πιπεριά»
(1959-1960) και συγγραφέας Δήμος Ρεντής (1925-1996), αλλά οικείο ως έκδοση κι
αυτό απόρροια της συλλεκτικής μου πάθησης. Ηταν έκδοση των ΠΛΕ ήγουν «Πολιτικές
και Λογοτεχνικές Εκδόσεις» των πολιτικών προσφύγων στη Ρουμανία μετά τον
εμφύλιο, που εξέδιδαν σημαντικά έργα της
ελληνική λογοτεχνίας, εκδόσεις φυσικά απαγορευμένες στην μετεμφυλιακή Ελλάδα
του διχασμού και της πέτρινης, ιδεολογικής απελπισίας. Τις μάζευα κατά καιρούς
από τα υπόγεια στα βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης αργότερα τις βρήκα στα τοπικά
γραφεία της ολιγοήμερης ...«Ενωμένης Αριστεράς» κι αμέσως μετά από τα
πολυχρόνια γραφεία του θρυλικού ΚΚΕ Εσωτερικού. Διάβασα σε ηλεκτρονικές σελίδες
για το συγγραφέα, έναν τίμιο κι άδολο εργάτη του πνεύματος της αριστερής,
λαϊκής γραφής και πάντα στην υπηρεσία του κόμματος και της ιδεολογίας του.
‘Αλλα πεζά του έργα: «Τα δύο τάγματα»,
«Τα παιδιά της Αθήνας», «Το κουτί με τα σπίρτα», «Οι Θεοί κατεβαίνουν απ’ τον
Ολυμπο», «Ψίχα ροδιού». Ηταν η εποχή που η «Επιθεώρηση Τέχνης» όριζε, με όλες
τις δυσκολίες και ιδεολογικές δυσκαμψίες, τα πνευματικά ζητήματα της αριστεράς.
Δεν το διάβασα, ασήκωτες πια οι 688 σελίδες του. Ομως το αισθάνομαι σαν κάτι
γλυκό που έρχεται από έναν άλλοτε χρόνο, τον οποίο ναι μεν δεν γνώρισα λόγω
ηλικίας, όμως θροΐζει μέσα μου ευεργετικά (θα ‘λεγα αδόκιμα, νοσταλγικά) καθώς
βιώνουμε το ιδεολογικό ρημαδιό, την σύνθλιψη επί του προσωπικού, την πολιτική
φτήνια, τη δυσκολία εφ’ όλης της ύλης των ανθρώπων και των τρόπων τους.
Προς
τι όλα αυτά;
Αφορμή
στάθηκαν ήταν οι πιπεριές στο χωριό και στη Μάνα-πηγή νερού, όπου η μάνα-μητέρα διαπίστωσε ένα
απόγευμα ήσυχο του Σεπτεμβρίου, ότι ο κήπος της εκεί παραβιάστηκε και εκλάπησαν
οι πιπεριές του. Ολες! Μόνο οι πιπεριές, όχι οι ντομάτες. Σχεδόν τρυγήθηκαν.
Ακουσα παλιότερα στην περιοχή μας το πως κάποιοι, «ευγενείς» πολίτες της
(γνήσιοι στην καταγωγή) έκλεψαν όλα τα σταφύλια, αφού μπήκαν νύκτωρ σε ξένο
αμπέλι σαν νοικοκυρές. Το τρύγησαν κανονικά. Το λοιπόν, εδώ ο κύριος κλέπτης
πήρε όλες τις κάπως στρόγγυλες, που είναι κατάλληλες για τα γεμιστά, αλλά χωρίς
κιμά, φαγητόν εξαίσιο. «Να του μαζευτεί το χέρι σαν το πιπέρι» τον καταράστηκε η μάνα. Της είπα να αλλάξει το
λόγο κι άλλη «ευχή» να δώσει, ότι οι καιροί είναι δύσκολοι, σε λίγοι θα
αρχίσουμε να τρώμε ο ένας τα δάχτυλα του άλλου. Οπότε το δάχτυλα θα του φάνε!
Αμετάπιστη. Ολο το καλοκαίρι της περιποιούνταν και τις μεγάλωνε ευλαβώς. Ως εκ
τούτου όποιος δει πολίτη του Δημοτικού Διαμερίσματος Λευκοπηγής κατά τη
διάρκεια των νυν εκλογών, με χέρι σουφρωμένο αμέσως θα καταλάβει πως είναι το
χέρι που σούφρωσε τις πιπεριές. Ας τον συγχωρέσει όμως αν για λόγους πείνης το
έκανε. Επεσε τόση πείνα εκ του αμνημόνευτου Μνημονίου ή απλώς το κλεπτικό έθος
των Νεοελλήνων βρίσκεται σε έξαρση και έξαψη; Των πολιτικών του κυρίως οι
οποίοι δεν άφησαν τίποτε το άκλεπτον, εφόσον του παίρνει εννοείται - αλλά πως
τυχαίνει στην πλειονοψηφία τους να τους παίρνει λίγο πολύ. Αναρωτιέται ο
καλόπιστος ή ο ολιγόπιστος γείτων, ο περαστικός ή κι ο άγνωστος: «όλοι κλέβουν
ατιμωρητί γιατί όχι κι εγώ;» Πιπεριές; Πιπεριές... Μήπως, όμως τις έβαλε στο
χέρι και κανείς εξαρτημένος να τις πουλήσει, να πάρει τα ψυχία της επιούσιας
δόσης του. Καθόλου απίθανο αν και τραγικά σπαρταριστό. Σε συνθήκες άγριας
οικονομικής περιστολής μια κατηγορία που θα πληγεί θανάσιμα κι ως εκ τούτου θα
ξεσαλώσουν είναι και οι ποικίλης φύσεως εξαρτημένοι -δεν εξαιρώ κι εκείνους των
βιβλίων. Ηδη πουλούν τα σπιτικά τενεκέδια με το λάδι για το ολίγον της δόσης και
το πλατωνικόν «δόσις δ’ ολίγην, φίλην τε» να γίνεται όμως γι’ αυτούς φίδι
αμετάκλητα φαρμακερό. Θα αυξηθεί η παραβατικότητα η οποία πλην των άλλων σε
οδηγεί μετά θάνατον κατευθείαν στην κοινή ζεματιστή κόλαση όλων (εν ζωή
συνυπάρχουμε με την επιλεκτική των άλλων).
Δραγάτες
στην ουσία μάλλον δεν έχουμε αν και οι μόλις πριν, τους επανέφεραν στην φύλαξη
της υπαίθρου! Ποιος ξέρει που υπάρχουν και σε τι γραφεία και πρωτόκολλα είναι
χωμένοι και λανθάνουν ως τη ριμαδοσύνταξη. Ξέφραγα τα χωράφια και τ’ αμπέλια βορά
σε κάθε πεινασμένο. Βέβαια ο κλέφτης των πιπεριών (μου θύμισε τον αντίστοιχο
της Βαγδάτης ή τον αριστουργηματικό συγγενή του εκ Βουλγαρίας «Κλέφτη των
ροδακίνων» που βλέπαμε στις αίθουσες τέχνης) πήρε μόνον τις κάπως στρουμπουλές,
τις μυτερές και μικρές τις άφησε μεταξύ των οποίων και λίγες καυτερές. Εστω!
Μέρες
Σεπτεμβρίου που είναι θυμίζω τον Γ. Σεφέρη και τον παραφράζω ποσώς:
«Δεν
έχουμε ποτάμια
δεν
έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα
λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές...»
Ή
Δεν
έχουμε δραγάτες
δεν
έχουμε χωράφια με στρογγύλες πιπεριές
μονάχα
κάτι μικρές κι αυτές καυτερές...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου