Του Πέτρου Ευθυμίου*
Το Μεταναστευτικό είναι η χειρότερη κληρονομιά της χώρας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, πολύ βαρύτερη από το τρίτο αχρείαστο μνημόνιο και την υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας για εκατό χρόνια στους δανειστές.
Γιατί σε ένα μείγμα άγνοιας, ιδεοληψιών αλλά – κυρίως -ωμής σκοπιμότητας, ο κ. Τσίπρας αποδέχτηκε συμφωνίες και ρυθμίσεις, που, αφενός, καθιστούσαν την Ελλάδα την «αποθήκη ψυχών» της Ευρώπης, και, αφετέρου, έδιναν στην Τουρκία την απόλυτη ευχέρεια να ανοίγει ή να κλείνει την κάνουλα των ανθρώπινων ροών, ανάλογα με τις επιδιώξεις της. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τις επιλογές της, δεν έδειξε ούτε στιγμή να κατανοεί και να συνδέει το Μεταναστευτικό με τις αναθεωρητικές επιδιώξεις της Τουρκίας. Και έχει –και γι’ αυτό- βαριά ιστορική ευθύνη.
Ο κ. Μητσοτάκης από την μεριά του είναι σαφές ότι υποτίμησε αρχικά το πρόβλημα και ταλαντεύθηκε σε όλα τα επίπεδα αντιμετώπισής του, με αλλεπάλληλες αλλαγές κυβερνητικών δομών, προσώπων και πολιτικών. Και ενώ μετά το φιάσκο των ΜΑΤ στα νησιά, οδηγούμαστε σε ένα αδιέξοδο και ένα πιθανό κυβερνητικό «Βατερλό», το πρώτο μεγάλο λάθος του Ερντογάν έδωσε στην Ελλάδα μια σπάνια ευκαιρία, που, ως αυτή τη στιγμή, ο κ.Μητσοτάκης την αξιοποιεί με καίρια ανακλαστικά.
Το λάθος του Ερντογάν είναι η ωμή, απροκάλυπτη εργαλειοποίηση των ανθρώπινων ροών, ως εκβιασμός καταρχήν στην Ευρώπη –για να αντλήσει υποστήριξη στα αδιέξοδα του Ιντλίμπ στη Συρία. Δεύτερος συναφής στόχος ήταν η αποσταθεροποίηση της Ελλάδας. Γι’ αυτό άλλωστε δεν κατεύθυνε ούτε καν μια μικρή ομάδα στα τουρκο-βουλγαρικά σύνορα. Μετά όμως από αυτή την ωμή και απροκάλυπτη επιλογή, συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις, ώστε, εν ονόματι του Διεθνούς Δικαίου, των Συνθηκών και Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των σχετικών αποφάσεων του ΟΗΕ, η Ελλάδα να ανακτήσει την εθνική της κυριαρχία για την εφαρμογή του Διεθνούς και Ενωσιακού Δικαίου.
Αυτή την ευκαιρία αξιοποίησε σωστά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αλλάζοντας πλήρως τα θεωρούμενα ως δεδομένα από την περίοδο του Αλέξη Τσίπρα. Τώρα, το συγκεκριμένο μεταναστευτικό πρόβλημα, ως εργαλείο δηλαδή των τουρκικών επιδιώξεων και όχι ως αποτέλεσμα ανθρωπιστικής καταστροφής, μπορεί να αντιμετωπιστεί στον πυρήνα του: όταν πλημμυρίζει η μπανιέρα και εξαπλώνεται σιγά-σιγά σε όλο το σπίτι, δεν μιλάς για σφουγγαρίστρες, αλλά για το κλείσιμο της κάνουλας.
Επιβάλλεται επομένως να διασφαλιστεί η ακεραιότητα των ελληνικών συνόρων, χερσαίων και θαλασσίων, όπως ήδη άρχισε να συμβαίνει, και η υπόθεση να γίνει ευρωπαϊκή, με τον πιο πρακτικό τρόπο αλληλεγγύης, όπως προβλέπεται από τις Συνθήκες και τους Κανονισμούς.
Ο δρόμος δεν θα είναι εύκολος. Το να πάψει η Ελλάδα να λύνει μόνη της το ευρωπαϊκό πρόβλημα, μετά από πέντε χρόνια «βολέματος» όλων, στην πλάτη μας, θα δημιουργήσει αντίρροπες δυνάμεις, πέρα από το γεγονός ότι αρκετές χώρες, με πρώτη την Γερμανία, ζυγίζουν πολύ τις διμερείς τους σχέσεις με την Τουρκία και τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους.
Η ελληνική κυβέρνηση –και η Ελλάδα- οφείλει όμως να αντέξει και να επιμείνει στην επιλογή της. Γιατί, συν τοις άλλοις, αλλάζει εντελώς η προσέγγιση του Μεταναστευτικού στην Ευρώπη, και πριν απ’ όλα στην ίδια την Γερμανία. Στο δεύτερο εξάμηνο του 2020, με την γερμανική προεδρία, το κέντρο βάρους θα είναι οι νέες αποφάσεις για το Μεταναστευτικό, με αναθεώρηση και του Δουβλίνου και της πολιτικής των «ανοιχτών θυρών». Σε αυτή την αναθεώρηση, δεν πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει ο «χρήσιμος ηλίθιος», που ήταν, ως τώρα, η Ελλάδα. Αλλά να ληφθούν αποφάσεις προστασίας των ευρωπαϊκών συνόρων στο σύνολο τους και αναλογικής κατανομής των όποιων ροών επιτραπούν, μεταξύ όλων των χωρών-μελών της Ένωσης. Αν επιμείνουμε σε ό,τι, ορθά σήμερα πράττουμε, θα έχουμε άλλο βάρος και κύρος στην ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση. Αν ταλαντευθούμε και υποχωρήσουμε, θα έχουμε μια πιο πικρή και τραγική κατάληξη από τις συμφωνίες του κ. Τσίπρα.
Ωστόσο, υπάρχει μια κρίσιμη πλευρά του θέματος, που δεν αφορά μόνον στο βαθύτερο εθνικό συμφέρον, αλλά αφορά στην ίδια την υπόσταση μας ως ελληνική κοινωνία. Είναι αδιανόητο η προστασία της χώρας από μια ωμή επιβουλή να νομιμοποιήσει την κτηνωδία απέναντι στους ανθρώπους, που χρησιμοποιεί ως εργαλεία ο Ερντογάν.
Οφείλουμε να κάνουμε το παν, σύμφωνα με το Διεθνές και Εθνικό Δίκαιο, για να αποτρέψουμε την παράνομη είσοδο στην χώρα οποιουδήποτε την επιχειρεί. Από την ώρα όμως που κάποιοι άνθρωποι και όχι μόνον γυναίκες και παιδιά, αλλά ακόμα και ένας αφγανός ταλιμπάν, συλληφθούν, ως παρανόμως εισελθόντες στην χώρα, υπάρχουν κανόνες Δικαίου και οι αρμόδιες αρχές για την προστασία του νόμου. Οι αρμόδιες αρχές και κανείς άλλος.
Η κτηνωδία των «αγανακτισμένων» κατοίκων έναντι των ταλαίπωρων προσορμισθέντων στο λιμάνι της Θερμής, δεν μπορεί να είναι το ήθος των Ελλήνων και το έμβλημα της Ελλάδας. Όχι μόνον γιατί έτσι η Ελλάδα θα χάσει το δίκαιο της. Αλλά γιατί έτσι, θα χάσει τον εαυτό της.
*Ο Πέτρος Ευθυμίου είναι πρώην πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του ΟΑΣΕ
Το Μεταναστευτικό είναι η χειρότερη κληρονομιά της χώρας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, πολύ βαρύτερη από το τρίτο αχρείαστο μνημόνιο και την υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας για εκατό χρόνια στους δανειστές.
Γιατί σε ένα μείγμα άγνοιας, ιδεοληψιών αλλά – κυρίως -ωμής σκοπιμότητας, ο κ. Τσίπρας αποδέχτηκε συμφωνίες και ρυθμίσεις, που, αφενός, καθιστούσαν την Ελλάδα την «αποθήκη ψυχών» της Ευρώπης, και, αφετέρου, έδιναν στην Τουρκία την απόλυτη ευχέρεια να ανοίγει ή να κλείνει την κάνουλα των ανθρώπινων ροών, ανάλογα με τις επιδιώξεις της. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τις επιλογές της, δεν έδειξε ούτε στιγμή να κατανοεί και να συνδέει το Μεταναστευτικό με τις αναθεωρητικές επιδιώξεις της Τουρκίας. Και έχει –και γι’ αυτό- βαριά ιστορική ευθύνη.
Ο κ. Μητσοτάκης από την μεριά του είναι σαφές ότι υποτίμησε αρχικά το πρόβλημα και ταλαντεύθηκε σε όλα τα επίπεδα αντιμετώπισής του, με αλλεπάλληλες αλλαγές κυβερνητικών δομών, προσώπων και πολιτικών. Και ενώ μετά το φιάσκο των ΜΑΤ στα νησιά, οδηγούμαστε σε ένα αδιέξοδο και ένα πιθανό κυβερνητικό «Βατερλό», το πρώτο μεγάλο λάθος του Ερντογάν έδωσε στην Ελλάδα μια σπάνια ευκαιρία, που, ως αυτή τη στιγμή, ο κ.Μητσοτάκης την αξιοποιεί με καίρια ανακλαστικά.
Το λάθος του Ερντογάν είναι η ωμή, απροκάλυπτη εργαλειοποίηση των ανθρώπινων ροών, ως εκβιασμός καταρχήν στην Ευρώπη –για να αντλήσει υποστήριξη στα αδιέξοδα του Ιντλίμπ στη Συρία. Δεύτερος συναφής στόχος ήταν η αποσταθεροποίηση της Ελλάδας. Γι’ αυτό άλλωστε δεν κατεύθυνε ούτε καν μια μικρή ομάδα στα τουρκο-βουλγαρικά σύνορα. Μετά όμως από αυτή την ωμή και απροκάλυπτη επιλογή, συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις, ώστε, εν ονόματι του Διεθνούς Δικαίου, των Συνθηκών και Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των σχετικών αποφάσεων του ΟΗΕ, η Ελλάδα να ανακτήσει την εθνική της κυριαρχία για την εφαρμογή του Διεθνούς και Ενωσιακού Δικαίου.
Αυτή την ευκαιρία αξιοποίησε σωστά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αλλάζοντας πλήρως τα θεωρούμενα ως δεδομένα από την περίοδο του Αλέξη Τσίπρα. Τώρα, το συγκεκριμένο μεταναστευτικό πρόβλημα, ως εργαλείο δηλαδή των τουρκικών επιδιώξεων και όχι ως αποτέλεσμα ανθρωπιστικής καταστροφής, μπορεί να αντιμετωπιστεί στον πυρήνα του: όταν πλημμυρίζει η μπανιέρα και εξαπλώνεται σιγά-σιγά σε όλο το σπίτι, δεν μιλάς για σφουγγαρίστρες, αλλά για το κλείσιμο της κάνουλας.
Επιβάλλεται επομένως να διασφαλιστεί η ακεραιότητα των ελληνικών συνόρων, χερσαίων και θαλασσίων, όπως ήδη άρχισε να συμβαίνει, και η υπόθεση να γίνει ευρωπαϊκή, με τον πιο πρακτικό τρόπο αλληλεγγύης, όπως προβλέπεται από τις Συνθήκες και τους Κανονισμούς.
Ο δρόμος δεν θα είναι εύκολος. Το να πάψει η Ελλάδα να λύνει μόνη της το ευρωπαϊκό πρόβλημα, μετά από πέντε χρόνια «βολέματος» όλων, στην πλάτη μας, θα δημιουργήσει αντίρροπες δυνάμεις, πέρα από το γεγονός ότι αρκετές χώρες, με πρώτη την Γερμανία, ζυγίζουν πολύ τις διμερείς τους σχέσεις με την Τουρκία και τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους.
Η ελληνική κυβέρνηση –και η Ελλάδα- οφείλει όμως να αντέξει και να επιμείνει στην επιλογή της. Γιατί, συν τοις άλλοις, αλλάζει εντελώς η προσέγγιση του Μεταναστευτικού στην Ευρώπη, και πριν απ’ όλα στην ίδια την Γερμανία. Στο δεύτερο εξάμηνο του 2020, με την γερμανική προεδρία, το κέντρο βάρους θα είναι οι νέες αποφάσεις για το Μεταναστευτικό, με αναθεώρηση και του Δουβλίνου και της πολιτικής των «ανοιχτών θυρών». Σε αυτή την αναθεώρηση, δεν πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει ο «χρήσιμος ηλίθιος», που ήταν, ως τώρα, η Ελλάδα. Αλλά να ληφθούν αποφάσεις προστασίας των ευρωπαϊκών συνόρων στο σύνολο τους και αναλογικής κατανομής των όποιων ροών επιτραπούν, μεταξύ όλων των χωρών-μελών της Ένωσης. Αν επιμείνουμε σε ό,τι, ορθά σήμερα πράττουμε, θα έχουμε άλλο βάρος και κύρος στην ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση. Αν ταλαντευθούμε και υποχωρήσουμε, θα έχουμε μια πιο πικρή και τραγική κατάληξη από τις συμφωνίες του κ. Τσίπρα.
Ωστόσο, υπάρχει μια κρίσιμη πλευρά του θέματος, που δεν αφορά μόνον στο βαθύτερο εθνικό συμφέρον, αλλά αφορά στην ίδια την υπόσταση μας ως ελληνική κοινωνία. Είναι αδιανόητο η προστασία της χώρας από μια ωμή επιβουλή να νομιμοποιήσει την κτηνωδία απέναντι στους ανθρώπους, που χρησιμοποιεί ως εργαλεία ο Ερντογάν.
Οφείλουμε να κάνουμε το παν, σύμφωνα με το Διεθνές και Εθνικό Δίκαιο, για να αποτρέψουμε την παράνομη είσοδο στην χώρα οποιουδήποτε την επιχειρεί. Από την ώρα όμως που κάποιοι άνθρωποι και όχι μόνον γυναίκες και παιδιά, αλλά ακόμα και ένας αφγανός ταλιμπάν, συλληφθούν, ως παρανόμως εισελθόντες στην χώρα, υπάρχουν κανόνες Δικαίου και οι αρμόδιες αρχές για την προστασία του νόμου. Οι αρμόδιες αρχές και κανείς άλλος.
Η κτηνωδία των «αγανακτισμένων» κατοίκων έναντι των ταλαίπωρων προσορμισθέντων στο λιμάνι της Θερμής, δεν μπορεί να είναι το ήθος των Ελλήνων και το έμβλημα της Ελλάδας. Όχι μόνον γιατί έτσι η Ελλάδα θα χάσει το δίκαιο της. Αλλά γιατί έτσι, θα χάσει τον εαυτό της.
*Ο Πέτρος Ευθυμίου είναι πρώην πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του ΟΑΣΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου