ΤΟ
ΒΗΜΑ, μια πρωτοβουλία ανήσυχων Ελλήνων μεταξύ των οποίων του Δημήτρη
Λαμπράκη, που ανέλαβε και την έκδοση της εφημερίδας, ήταν γέννημα μιας
εποχής σημαντικών εξελίξεων, που όλες έδειχναν ότι θα οδηγούσαν σε μια
τραγικών διαστάσεων εθνική καταστροφή και τελικά, τον ξεριζωμό του
Ελληνισμού από τη Μικρά Ασία.
Στην εκατόχρονη λειτουργία της, η
εφημερίδα, με τις μικρές μόνο αναστολές έκδοσης, παρακολούθησε όλα τα
συγκλονιστικά γεγονότα που μεσολάβησαν από τότε και οδήγησαν την Ελλάδα
στη χωρία των 25 πιο σημαντικών χωρών του κόσμου.
Δυστυχώς όμως, αυτή η τεραστίων διαστάσεων επιτυχία, συνετελέσθη, χωρίς να έχουμε επιτύχει και την άρση των χρόνιων παθογενειών οι οποίες συνοδεύουν την Ελληνική Πολιτεία από τη συγκρότηση του Ελληνικού κράτους, που ήρθε ως αποτέλεσμα του μεγάλου Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα των Ελλήνων. Ενός μεγαλειώδους Αγώνα που και αυτός δεν έμεινε ατσαλάκωτος από τις γνώριμες αντιλήψεις και πρακτικές που στοχεύουν στη διαρκή συντήρηση ενός συγκεκριμένου πολιτικού και οικονομικού μοντέλου εξουσίας, το οποίο όμως, δεν μπορεί να «ευδοκιμήσει» σε περιβάλλον δημοκρατικής λειτουργίας και ελέγχου των θεσμών.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η συμπλήρωση των εκατό χρόνων έκδοσης της
εφημερίδας, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι, έρχεται σε μια περίοδο που
παρουσιάζει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με την περίοδο της ίδρυσης της.
Τότε,
υπήρξαν οι επερχόμενες τραγικές για τον Ελληνισμό εξελίξεις. Σήμερα,
έχουμε αποφύγει, μετά τις μεγάλες θυσίες του Ελληνικού λαού, μια εθνική
καταστροφή, αποτέλεσμα μιας απαράδεκτης σειράς πολιτικών επιλογών, ενός
ιδιότυπου πελατειακού καπιταλισμού που επέτρεψε την κατασπατάληση του
πλούτου του Ελληνικού λαού.
Παρά τις αλλαγές που έγιναν στην αρχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης, υπήρχε μεγάλη αντίσταση από συμφέροντα και κατεστημένα που μπλόκαραν περαιτέρω μεταρρυθμίσεις και εγκλώβισαν δημιουργικές κοινωνικές δυνάμεις. Το αποτέλεσμα ήταν να χάνουμε διαρκώς ευκαιρίες για μια σοβαρή και αποτελεσματική μετάβαση σε ένα νέο βιώσιμο και πράσινο πρότυπο ανάπτυξης, όπως και στη νέα ψηφιακή εποχή, με όρους δημοκρατίας, συμμετοχής και δικαιοσύνης.
Και σήμερα ακόμη, για λόγους εύκολα κατανοητούς, επικρατεί μια επίπλαστη αίσθηση ότι η χώρα «αναπνέει» έχοντας τυπικά ξεφύγει από την αυστηρή εποπτεία.
Εντούτοις, όλα τα δεδομένα που αποτυπώνουν τη σημερινή
πραγματικότητα, παραπέμπουν σε συνθήκες ανάλογες εκείνων που
κυριαρχούσαν προ κρίσεως, όπως επιβεβαιώνει μια απλή και μόνο παράθεση
τους.
Η κατάσταση των δημοσιονομικών στοιχείων και του ισοζυγίου
πληρωμών, η πρακτική των τραπεζών και των επιχειρήσεων που καρπώνονται
ανεξέλεγκτα κέρδη, η βίαιη μεταφορά πλούτου από χιλιάδες δανειστές
πολίτες σε fund – τροφοδοτώντας περαιτέρω φτωχοποίηση, ανισότητες και
αφελληνισμό, η συνειδητή υποβάθμιση του δημόσιου συστήματος υγείας παρά
την οδυνηρή εμπειρία της πανδημίας που ανάδειξε την σημασία του, η
άρνηση της κυβέρνησης για μια μετάβαση στη συμμετοχική ενεργειακή
παραγωγή που θα ανακούφιζε νοικοκυριά και την ελληνική οικονομία, τα
παράλληλα υπερκέρδη στις μεγάλες εταιρίες ενέργειας, η υπονόμευση της
διαφάνειας με νομοθετήματα για κρατικές προμήθειες που πέρασαν επί covid
με το επιχείρημα των έκτακτων συνθηκών, η υπονόμευση βασικών
δημοκρατικών δικαιωμάτων με τις απαράδεκτες παρακολουθήσεις, καθώς και η
χρήση της κρατικής διαφήμισης με σκοπό την επιρροή έναντι της
ελευθερίας του τύπου.
Όλα αυτά όμως, συνηγορούν και στην ανάγκη τα ΜΜΕ να παίξουν τον δημοκρατικό τους ρόλο.
Κατά μια έννοια, τα Μέσα Επικοινωνίας, αποτέλεσαν μέρος της κρίσης
και των επιπτώσεών της, καθώς ακολούθησαν σχεδόν παράλληλα την καμπύλη
της κρίσης. Ίσως και γιατί βρέθηκαν και αυτά στην ίδια κατάσταση ομηρίας
που βρέθηκε και ο Ελληνικός λαός, ακόμη και οι τράπεζες, που έπαιζαν το
ρόλο του υπηρέτη των συμφερόντων συγκεκριμένων κεφαλαίων και δεν
ανταποκρίνονταν στο ρόλο για τον οποίο πρέπει να υπάρχουν. Ενώ παράλληλα
δυσκολεύτηκαν, και αυτό δεν αποτελεί «προνόμιο» ελληνικό, να
αντιμετωπίσουν τις νέες προκλήσεις της εποχής μας. Δηλαδή, την πτώση της
αναγνωσιμότητας των παραδοσιακών εφημερίδων, τις προκλήσεις των
ηλεκτρονικών μέσων και ειδικά τις ψηφιακές πλατφόρμες, την απαξίωση των
επαγγελματιών δημοσιογράφων, την κατάργηση των ανταποκριτών, τον
πολλαπλασιασμό των fake news, την ανάμιξη σοβαρών και lifestyle
ειδήσεων, και την εξαγορά και τον έλεγχο των περισσοτέρων ΜΜΕ από το
κεφάλαιο και τους ισχυρούς.
Όλα αυτά απειλούν την ποιότητα της
δημοκρατίας, αποπροσανατολίζουν το δημόσιο πολιτικό διάλογο, και τελικά,
επηρεάζουν καθοριστικά και την ποιότητα ζωής του κάθε πολίτη.
Συνακόλουθα,
τραυματίζεται όλο και περισσότερο το αίσθημα της εμπιστοσύνης, αλλά και
της ανάγκης συλλογικής πορείας, άρα και της κοινωνικής συνοχής, που
αποτελεί καθοριστική παράμετρο για υγιή ανάπτυξη και αποτελεσματική
αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων.
Για να υπάρξει βιώσιμη
απάντηση σε αυτήν την αδήριτη για τον Ελληνισμό ανάγκη, απαιτείται η
διαρκής αλλά δημιουργική σύγκρουση με όλες εκείνες τις αντιλήψεις και
πρακτικές που επιφέρουν διαρκώς πλήγματα στη δημοκρατία, τα δικαιώματα
και εντέλει στην ελπίδα και την προοπτική των υγειών παραγωγικών και
δημιουργικών δυνάμεων της χώρας.
Σε αυτήν την ανάγκη, πρώτα απ’
όλους, τα Μέσα Επικοινωνίας και όσοι υπηρετούν το δημοσιογραφικό
λειτούργημα καλούνται να απαντήσουν. Όχι επειδή όπως κάποιοι
υποστηρίζουν αποτελούν την τέταρτη εξουσία, αλλά επειδή προσέγγισαν
πρώτοι την έλευση της κρίσης, άρα γνωρίζουν από πρώτο χέρι τα βασικά της
γνωρίσματα, και επειδή την πλήρωσαν δυσανάλογα ακριβά.
Σε αυτό
το πλαίσιο, η ανεξαρτησία του Τύπου παραμένει ζητούμενο, και απαιτείται
αγώνας συνεχής, καθώς αποτελεί και το απαραίτητο «οξυγόνο» για την
δημοκρατική λειτουργία της χώρας μας.
Ο πολίτης απαιτεί τα Μέσα
Επικοινωνίας να ενημερώνουν, να έχουν άποψη και θέση χωρίς να
υπολογίζουν κόστος και χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους αν είναι αρεστά ή
όχι στην εξουσία.
Σημασία έχει, οι εμπειρίες να μην γίνονται
βαρίδια, αλλά ευκαιρία μιας διαφορετικής πορείας και προωθητική δύναμη
της κοινής προσπάθειας που οφείλουμε όλοι να κάνουμε, ανοίγοντας με
σκληρή δουλειά το δύσκολο και απαιτητικό δρόμο που θα οδηγήσει σε ένα
βιώσιμο μέλλον τον Ελληνισμό.
Εύχομαι, πιστεύοντας ακράδαντα στο
ρόλο του Τύπου, οι συντελεστές της εφημερίδας να συνεχίσουν το έργο των
λαμπρών εκείνων ανθρώπων και συναδέλφων τους, που συνέβαλαν ώστε να
καταστεί ΤΟ ΒΗΜΑ μια σπουδαία εφημερίδα, η οποία υπακούοντας στο πνεύμα
της ανάγκης αλλαγής της χώρας, στην πορεία της ταυτίστηκε με την
προοδευτική παράταξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου