Ο προϋπολογισμός του 2019 που κατέθεσε η κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ – ΝΕΟ, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως προϋπολογισμός «μπαλάκι».
Ο υπουργός Οικονομικών κ. Τσακαλώτος τον «πλάσαρε» – αναπολώντας τον
Καντονά – γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται να τον υλοποιήσει. Πετάει την
μπάλα στον διάδοχό του που θα οριστεί μετά τις εκλογές. Μοιάζει με τον προϋπολογισμό
που κατέθεσε η κυβέρνηση της ΝΔ τον Δεκέμβριο του 2008 στον βαθμό που κινείται
στα όρια και παραβλέπει τους υπαρκτούς κινδύνους που μπορεί να τον
εκτροχιάσουν.
Θέτει ως στόχο πρωτογενές πλεόνασμα 3,6% έναντι
δημοσιονομικής δέσμευσης 3,5% του ΑΕΠ. Αυτά, σε μια περίοδο αυξημένων
αβεβαιοτήτων στο διεθνές περιβάλλον. Η σύγκρουση της ιταλικής κυβέρνησης με την
ΕΕ, το Brexit και η πιθανή αύξηση των επιτοκίων μπορεί να προκαλέσουν
κλυδωνισμούς που θα επηρεάσουν τις επιδόσεις των υπόλοιπων ευρωπαϊκών οικονομιών
και συνεπακόλουθα την ελληνική.
Ο προϋπολογισμός προβλέπει περιορισμένη έξοδο στις
αγορές και χρήση του «αποθεματικού». Με τον κίνδυνο να εκδηλωθούν παρενέργειες
αν τα κεφάλαιά του αρχίσουν να χρησιμοποιούνται χωρίς να αποκατασταθεί βιώσιμη
πρόσβαση στις αγορές. Εξίσου αρνητικές μπορεί να είναι οι επιπτώσεις στο κόστος
κεφαλαίου του ιδιωτικού τομέα και στις επενδύσεις.
Η κυβέρνηση με τον προϋπολογισμό του 2019 παρατείνει
τη δημοσιονομική ασφυξία που προκάλεσαν οι προϋπολογισμοί με τα υπερπλεονάσματα
των προηγούμενων ετών. Οι κυβερνητικές επιλογές είχαν ως τίμημα χαμηλότερη
ανάπτυξη ή ύφεση τα προηγούμενα έτη.
Όμως και μεσοπρόθεσμα το μείγμα πολιτικής που
υιοθετήθηκε από την παρούσα κυβέρνηση, με την υπερφορολόγηση και την περικοπή
του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, έχει αρνητική επίδραση στη συγκρότηση
νέου φυσικού κεφαλαίου. Οι αποσβέσεις εξακολουθούν να είναι περισσότερες από
τις επενδύσεις.
Έτσι υπονομεύεται η μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή πορεία
της χώρας. Είναι αδύνατον να επιτευχθούν ρυθμοί πραγματικής ανάπτυξης της τάξης
του 2,5%-3% που θα επιτρέψουν στη χώρα να αντιμετωπίσει τη βαριά οικονομική και
κοινωνική κληρονομιά της κρίσης. Έτσι, η ελληνική οικονομία, έπειτα από μια
χαμένη δεκαετία κατά την οποία απώλεσε το 25% περίπου του ΑΕΠ της, κινδυνεύει από
μια νέα περίοδο χαμηλών επιδόσεων. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι μετά τη λήξη του
τρίτου Μνημονίου, η οικονομία αντί να εισέλθει σε τροχιά πραγματικής σύγκλισης
με τις υπόλοιπες οικονομίες της ευρωζώνης, θα συνεχίζει να αποκλίνει.
Τελικά το τίμημα αυτών των επιλογών της κυβέρνησης θα
το πληρώσουν όχι μόνο όσοι χτυπήθηκαν από την κρίση, αλλά και όσοι μπορούν να
συνεισφέρουν στη δημιουργία νέου πλούτου αλλά θα στερούνται των ευκαιριών. Η
εξέλιξη αυτή αν λάβει χώρα θα έχει αρνητικές συνέπειες και στις περιφέρειες της
χώρας. Διότι το ολιστικό σχέδιο ανάπτυξης που κατέθεσε και εγκατέλειψε άμεσα η
κυβέρνηση δεν μπορεί να δρομολογήσει διαδικασίες για την επίτευξη περιφερειακών
συγκλίσεων ή συγκλίσεων στο εσωτερικό των περιφερειών που χτυπήθηκαν συγκριτικά
περισσότερο από την κρίση.
Ήρθε η ώρα για μια αλλαγή του μείγματος πολιτικής με
αλλαγή του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό θα συμφωνηθεί με τους
ευρωπαίους εταίρους με ανάκτηση της χαμένης αξιοπιστίας της χώρας όχι μέσω των
αντιαναπτυξιακών υπερπλεονασμάτων, αλλά μέσω ενός προγράμματος διαρθρωτικών
αλλαγών. Αυτές θα αφορούν την Παιδεία, τη Δημόσια Διοίκηση, τη Δικαιοσύνη, τη
λειτουργία του πολιτικού συστήματος και την οικονομία. Με αυτό τον τρόπο θα
επιταχυνθεί η ανασυγκρότηση του παραγωγικού προτύπου και θα δημιουργηθούν νέες
και ποιοτικές θέσεις εργασίας με ικανοποιητικούς μισθούς. Ενώ, ταυτόχρονα, θα
χτυπηθεί το πελατειακό κράτος που οδήγησε στον εκτροχιασμό και την κατάρρευση
του 2009.
Ύστερα από μια δεκαετή κρίση η χώρα δεν μπορεί να
συνεχίσει να χάνει έδαφος. Ο τεχνητός διπολισμός που επιθυμούν ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ
παρατείνει τα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα και οδηγεί σε περαιτέρω
απαξίωση της πολιτικής στη συνείδηση των πολιτών. Ήρθε η ώρα για επίτευξη, μετά
τις εκλογές, μιας ευρύτερης συνεννόησης. Που θα διευκολύνει την αλλαγή πορείας
της χώρας ώστε να βγούμε από την κρίση οριστικά και με ασφάλεια. Αυτή είναι η
προτεραιότητα του Κινήματος Αλλαγής και με βάση τις προγραμματικές του θέσεις
θα ζητήσει από τους πολίτες στις επόμενες εκλογές μια ισχυρή εντολή για να τις
στηρίξει. Όσο για τον Ευκλείδη, ας το πάρει απόφαση, δεν είναι Καντονά. Ο Έρικ
δεν έμενε στις πάσες. Φρόντιζε να βάζει γκολ.
Ο Φίλιππος Σαχινίδης είναι τομεάρχης
Οικονομικών στο Κίνημα Αλλαγής και πρώην υπουργός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου