-
Καθώς έχουμε μπει σε μια περίοδο προεκλογικών
παροχών, λίγοι ίσως συνειδητοποιούν ότι σε λιγότερο από 80 ημέρες έρχεται η 2η
μεταμνημονιακή αξιολόγηση της οικονομίας, αυτή του Φεβρουαρίου. Τι διακυβεύεται
σε αυτήν, και ποιες οι ανησυχίες σας;
Αν λάβει κανείς υπόψη την κυβερνητική
αδράνεια σε ότι αφορά την προώθηση των δεσμεύσεων που έχουν συμφωνηθεί και
περιλαμβάνονται στο ελληνικό πρόγραμμα τότε είναι πιθανό στην επόμενη
αξιολόγηση να διαπιστωθεί από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ότι η ελληνική κυβέρνηση
καθώς βαδίζουμε προς τις εκλογές «τα έχει φορτώσει στον κόκορα».
-
Το ρωτώ γιατί εκτός από την καταβολή της 1ης δόσης
από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων που διακρατούν οι κεντρικές τράπεζες, μια
τυχόν αρνητική αξιολόγηση (πχ σε μεταρρυθμίσεις, ιδιωτικοποιήσεις), θα έστελνε
το μήνυμα ότι η Ελλάδα εκτροχιάστηκε ξανά, με ότι αυτό συνεπάγεται για ξένες
επενδύσεις, επιτόκια ομολόγων, έξοδο στις αγορές...
Δεν ξέρω πόσοι στην κυβέρνηση έχουν
συνειδητοποιήσει ότι η Ελλάδα μετά τον Αύγουστο αξιολογείται πολύ πιο αυστηρά
από ότι την περίοδο των μνημονίων. Τότε υπήρχε ένα περιθώριο πολιτικής
διαπραγμάτευσης όταν κάποιες δεσμεύσεις δεν προχωρούσαν. Οι αγορές δεν
διαπραγματεύονται πολιτικά. Παρακολουθούν τι ακριβώς κάνει η ελληνική κυβέρνηση
και την αξιολογούν άμεσα μέσω των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων.
Η κυβέρνηση είχε διακηρύξει ότι θα
επιδιώξει να βγει ξανά στις αγορές πριν τη λήξη του τρίτου μνημονίου. Δεν το
αποτόλμησε. Όπως επίσης έκανε πίσω και από την προσπάθεια να βγει μετά τον
Αύγουστο. Ο υπουργός Οικονομικών, προφανώς για να αλλάξει το αρνητικό κλίμα που
έχει διαμορφωθεί, δίνει ραντεβού στο επόμενο τετράμηνο. Εκτιμά ότι μέχρι τότε
θα έχει καταφέρει η χώρα να βγει στις αγορές. Θα πρέπει όμως να γίνει κατανοητό
ότι βιώσιμη έξοδος στις αγορές σημαίνει σταθερή και με προγραμματισμό έξοδος
και όχι ραντεβού στα τυφλά κάθε φορά που βοηθά η συγκυρία.
-
Έχετε χαρακτηρίσει τον προϋπολογισμό του 2019 ως
«προϋπολογισμό-μπαλάκι», με την έννοια ότι ο κ. Τσακαλώτος γνωρίζει ότι δεν θα
τον υλοποιήσει, και άρα «πετά την μπάλα» στο διάδοχό του. Εξηγείστε μας τι
εννοείτε;
Είναι προφανές ότι όταν καταρτίζεις
έναν προϋπολογισμό για τον οποίο γνωρίζεις ότι δεν θα αναλάβεις την εκτέλεσή
του μέχρι το τέλος τότε υποκύπτεις στον πειρασμό της δημιουργικής φαντασίας και
κάνεις ποδοσφαιρικά πλασαρίσματα στον διάδοχό σου.
Έτσι σε πρόσφατο άρθρο παρομοίωσα τον
προϋπολογισμό του 2019 που κατέθεσε ο κ. Τσακαλώτος με τον προϋπολογισμό του
2009. Διότι, όπως τότε η ΝΔ πέταξε την μπάλα στην επόμενη κυβέρνηση
καταρτίζοντας έναν προϋπολογισμό που στόχευε σε έλλειμμα 2% του ΑΕΠ και
καταλήξαμε με έλλειμμα 15,3% του ΑΕΠ έτσι και ο κ. Τσακαλώτος κατάρτισε έναν
προϋπολογισμό με στόχο 3,6% του ΑΕΠ για το πρωτογενές έλλειμμα έναντι δέσμευσης
3,5% αλλά σε ένα περιβάλλον αυξημένων κινδύνων. Αν όμως αυτοί πραγματωθούν ο
προϋπολογισμός αυτός μπορεί να εκτροχιασθεί.
Αλλά αυτό δεν απασχολεί την κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Το 2019 δεν θα είναι στη θέση της για να αναλάβει να πάρει έκτακτα
μέτρα ώστε να πετύχει τον δημοσιονομικό στόχο για τον οποίο αυτή δεσμεύτηκε. Θα
έχει πλασάρει την υποχρέωση αυτή στην επόμενη κυβέρνηση.
-
Το στίγμα του 2019 φαίνεται ότι θα δώσουν ο σταθερά
ανοδικός λαϊκισμός στην Ευρώπη, με τον «τραμπισμό» να δημιουργεί μια νέα
μόδα, μαζί με την ιταλική περιπέτεια, το Brexit (Μάρτιος), κι όλα αυτά ενόψει
Ευρωεκλογών. Σε τι βαθμό πιστεύετε ότι θα επηρεαστεί η Ελλάδα απ’ όλη αυτή την
αβεβαιότητα;
Είχαμε κάνει το μεγάλο λάθος να
πιστέψουμε ότι ο 20ος αιώνας ήταν ο αιώνας των τεράτων και ότι στον 21ο αιώνα
δεν κινδυνεύουμε από μια νέα τερατογένεση.
Φοβάμαι ότι θα διαψευστούμε. Και
μπορεί σε αυτές τις εκλογές να μην ανατραπούν εντελώς οι παραδοσιακές
ισορροπίες της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής αλλά η ανερχόμενη δύναμη των
λαϊκιστών θα καταγραφεί πιο έντονα. Με ότι αυτό συνεπάγεται για την ομαλή
λειτουργία του ευρωκοινοβουλίου και την προσπάθεια να προχωρήσει η Ευρώπη στην
επίλυση των μεγάλων προβλημάτων που την ταλαιπωρούν από την περίοδο που ξέσπασε
η μεγάλη διεθνής χρηματοοικονομική κρίση.
Αυτό σε ότι μας αφορά σημαίνει ότι
την επόμενη φορά που θα ξαναβρεθούμε σε κακοτοπιά όπως αυτή του εκτροχιασμού
και των ψευδών στατιστικών του 2009 η Ευρώπη ίσως δεν φανεί αλληλέγγυα από το
φόβο έναντι των λαϊκιστών.
Πιστεύω ότι στην Ευρώπη σήμερα είναι
αναγκαίες περισσότερο από κάθε άλλη φορά φωνές κοινής λογικής. Αυτές μόνο
μπορούν να λειτουργήσουν ως ανάχωμα στον παραλογισμό και τα συνεπακόλουθα του
λαϊκισμού και του ακραίου εθνικισμού.
Είναι λοιπόν κρίσιμο στις επόμενες
εκλογές τα κόμματα που ανήκουν στην ομάδα των Σοσιαλιστών του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου να καταγράψουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Στην Ελλάδα πρέπει
να ενισχυθεί το Κίνημα Αλλαγής ώστε να εκπροσωπηθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
με όσο το δυνατόν περισσότερους υποψηφίους.
-
Τι κληροδοτεί η παρούσα κυβέρνηση στην επόμενη;
Η οικονομική και κοινωνική κληρονομιά
της κρίσης είναι πολύ βαριά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, μισό εκατομμύριο
νέοι οφειλέτες του Δημοσίου προστέθηκαν τον Σεπτέμβριο ανεβάζοντας στα 4 εκατ.
τα ΑΦΜ που συστηματικά δεν πληρώνουν φόρους. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές έχουν
φτάσει στα 103 δισ. ευρώ. Επιπλέον, σύμφωνα με την τελευταία τριμηνιαία έκθεση
του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών, τον Σεπτέμβριο οι ληξιπρόθεσμες
οφειλές εκτοξεύθηκαν στα 34,35 δισ. ευρώ.
Αν σε αυτά προσθέσουμε και το μεγάλο
πρόβλημα των κόκκινων δανείων που αδρανοποιούν τον αναπτυξιακό ρόλο του
τραπεζικού συστήματος αντιλαμβάνεστε ότι οι μεσοπρόθεσμες αναπτυξιακές
προοπτικές για την οικονομία δεν είναι ευοίωνες.
Αυτά τα δεδομένα σε συνδυασμό με την
προβληματική πορεία των δημογραφικών δεδομένων, το brain drain, και
τη συνεχόμενη απο-επένδυση οδηγούν διεθνείς οργανισμούς σε πολύ απαισιόδοξες
εκτιμήσεις για την μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη.
Η αδυναμία της κυβέρνησης να
αντιμετωπίσει ουσιαστικά αυτούς τους κινδύνους μας οδηγεί στον κίνδυνο να
συνεχίσουμε να αποκλίνουμε σε όρους εισοδήματος από την υπόλοιπη Ευρώπη με ότι
αυτό συνεπάγεται για την κοινωνική και πολιτική σταθερότητα.
Αυτά τα προβλήματα απαιτούν τεράστιο
πολιτικό κεφάλαιο το οποίο η κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις εκλογές να μην
το διαθέτει ή αν το διαθέτει να το εξαντλήσει γρήγορα με αποτέλεσμα την είσοδο
σε νέα περίοδο πολιτικής αστάθειας.
-
Πόσο εύκολο θα είναι αλήθεια για μια επόμενη
κυβέρνηση, όποιοι κι αν συμμετέχουν σε αυτήν, να επαναδιαπραγματευθεί μια νέα
καλύτερη συμφωνία με τις Βρυξέλλες σε όλα τα μεγάλα ζητήματα; Πόσο διατεθειμένη
θα είναι η καινούργια Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ανοίξει ξανά το κεφάλαιο «Ελλάδα»;
Ξεκινώ με την εκτίμηση ότι σήμερα η
Ελλάδα πληρώνει κατά κύριο λόγο τις συνέπειες των πειραματισμών της κυβέρνησης
Τσίπρα-Καμμένου κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015.
Το τεράστιο πρόβλημα αξιοπιστίας
αυτής της περιόδου είναι που υποχρέωσε την κυβέρνηση σε δυο λάθος επιλογές που
η ίδια καταδίκαζε ακόμη και μετά τις εκλογές του 2015.
Η πρώτη, είναι η επιλογή να
δημιουργεί υπερπλεονάσματα, δηλαδή να ξεπερνά τους συμφωνημένους
δημοσιονομικούς στόχους για τους οποίους πανηγύριζε ότι τους κατέβασε σε σχέση
με αυτούς της κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ του 2012.
Το τίμημα αυτής της άγριας λιτότητας
που επέλεξε η κυβέρνηση είναι χαμηλότερη ανάπτυξη σε σχέση με τους στόχους που
η ίδια επιδιώκει. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της περικοπής του Προγράμματος
Δημοσίων Επενδύσεων και της υπερφορολόγησης.
Δεύτερη λάθος επιλογή, να δεσμεύσουν
τη χώρα με πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022. Σε
μια περίοδο δηλαδή που έχουμε ανάγκη να περάσουμε σε όσο το δυνατόν ψηλότερους
ρυθμούς ανάπτυξης.
Εκτιμώ ότι αυτό το έλλειμμα
αξιοπιστίας διορθώνεται μόνο μέσα από την επίτευξη ευρύτερων συναινέσεων μετά
τις εκλογές ως προς τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία και τους
θεσμούς.
Ο νέος τεχνητός διπολισμός που
διαφαίνεται να προωθούν ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι επικίνδυνος και θα παρατείνει τα
οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα της χώρας. Γιατί η αντικατάσταση του
πελατειακού κράτους που χτίζει μεθοδικά ο ΣΥΡΙΖΑ από το πελατειακό κράτος της
ΝΔ βρίσκεται πολύ μακριά από την ανάγκη για μια θεσμική επανεκκίνηση της χώρας.
Το Κίνημα Αλλαγής πρωτοστατεί στην
προσπάθεια για τον σχεδιασμό ενός προγράμματος διαρθρωτικών και θεσμικών
αλλαγών και θα επιμείνει στη συνεννόηση των κομμάτων για στήριξη του μετά τις
εκλογές ώστε η χώρα να κερδίσει σε αξιοπιστία και να κερδίσει την ευρωπαϊκή
απόφαση για ένα χαμηλότερο στόχο για το πρωτογενές αποτέλεσμα.
Ο Φίλιππος Σαχινίδης είναι τομεάρχης
Οικονομικών στο Κίνημα Αλλαγής και πρώην υπουργός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου