Ήταν μια φορά τρεις φίλοι και συγκάτοικοι. Ο Βαγγέλης, ο Μιχάλης και ο Κώστας.
Ένα πρωινό λέει ο Βαγγέλης στους άλλους δύο:
– Λοιπόν μάγκες, απόψε θέλω να φύγετε από το σπίτι, γιατί θα φέρω το «πρόσωπο».
– Εντάξει καταλαβαίνουμε απαντάνε οι άλλοι δύο.
Φεύγουν λοιπόν και γυρίζουν σπίτι το βράδυ κατά τις 12:30. Βρίσκουν τον Βαγγέλη ξαπλωμένο να ρεμβάζει με ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Τον πλησιάζουν περίεργοι και ρωτάνε:
– Τί έγινε τελικά με το «πρόσωπο»;
Ένα πρωινό λέει ο Βαγγέλης στους άλλους δύο:
– Λοιπόν μάγκες, απόψε θέλω να φύγετε από το σπίτι, γιατί θα φέρω το «πρόσωπο».
– Εντάξει καταλαβαίνουμε απαντάνε οι άλλοι δύο.
Φεύγουν λοιπόν και γυρίζουν σπίτι το βράδυ κατά τις 12:30. Βρίσκουν τον Βαγγέλη ξαπλωμένο να ρεμβάζει με ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Τον πλησιάζουν περίεργοι και ρωτάνε:
– Τί έγινε τελικά με το «πρόσωπο»;
– Αφήστε μάγκες. Θα τις μείνει η βραδιά αξέχαστη. 3 φορές εγώ, 5 η γκόμενα!
Μετά από μια εβδομάδα τους λέει ο Μιχάλης:
– Ξέρετε μάγκες, εγώ προσπαθούσα 2 χρόνια να ρίξω ένα γκομενάκι και απόψε την έπεισα να έρθει από το σπίτι. Γι’αυτό να μου αδειάσετε για κάποια ώρα τη γωνιά.
– Φυσικά, λένε οι δυο συγκάτοικοι
Βγήκαν λοιπόν εκείνο το βράδυ έξω, επέστρεψαν κατά τις 2 μετά τα μεσάνυχτα και βρίσκουν τον Μιχάλη εξουθενωμένο.
– Τί έγινε ρε; Πώς πήγε με την κοπέλα;
– Αφήστε ρε παιδιά, 5 φορές εγώ, 9 η γκόμενα!
Μετά από μια εβδομάδα τους λέει και ο τρίτος της παρέας:
– Λοιπόν παιδιά, εγώ για εσάς ξεσπιτώθηκα. Τώρα είναι η σειρά σας. Θα έρθει απόψε ένα καινούριο γκομενάκι που γνώρισα προχθές! Φαίνεται πολύ καυτό μωρό οπότε να αργήσετε!
Έτσι κι έγινε. Βγήκαν έξω το βράδυ οι άλλοι δύο συγκάτοικοι και επέστρεψαν τα χαράματα. Βρήκαν τον Χρήστο να κοιμάται ξερός. Τον ξύπνησαν και τον ρώτησαν:
– Ξύπνα ρε. Πες μας τι έγινε με το γκομενάκι.
– Αφήστε ρε παιδια, 10 φορές εγώ…
– Και η γκόμενα; ρωτάνε οι δύο συγκάτοικοι
– Δεν ήρθε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου