από ΤΑ ΝΕΑ
Ενα προϊόν που φύτρωνε για γενιές µόνο στα µποστάνια τους για να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες των οικογενειών τους, ενώ στα χωράφια τους ευδοκιµούσαν τα καπνά. Με τις επιδοτήσεις να στραγγίζουν και να λήγουν τα επόµενα χρόνια, στράφηκαν στη φακή. Αποτέλεσαν όµως την εξαίρεση. Το 90% της εγχώριας ζήτησης σε φακή καλύπτεται σήµερα από εισαγωγές. ∆εν είναι όµως το µόνο προϊόν στο οποίο δεν είµαστε αυτάρκεις.
Σύµφωνα µεστοιχεία τουυπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, η ελληνική παραγωγή σε ξηρά όσπρια µπορεί να καλύψει µόνοτο 44% της εγχώριας ζήτησης. Τα ποσοστά µειώνονται ακόµη περισσότερο όσον αφορά το κρέας. Οι έλληνες κτηνοτρόφοι ικανοποιούν το 34% τωναναγκών της ελληνικής αγοράς σεµοσχαρίσιοκρέας και το 40% σεχοιρινό. Ενδεικτικά είναι και ταστοιχεία τηςΕλληνικής ΣτατιστικήςΑρχής γιατο ελλειµµατικό εµπορικό ισοζύγιο στις εισαγωγές καιεξαγωγές τροφίµων. Το 2010 εισαγάγαµε 10,8 εκατ. κιλά φακές, κυρίως από τον Καναδά και τις ΗΠΑ, ενώ εξαγάγαµε 294.088
κιλά. Την ίδια περίοδο φέραµε από την Αίγυπτο, τη Βουλγαρία και άλλες χώρες 132 εκατ. κιλά πατάτες και στείλαµε στην Τσεχία, την Πολωνία και αλλού 24 εκατ. κιλά. Κι αν η φασολάδα θεωρείται ένα από τα εθνικά µας πιάτα, τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι η µεγαλύτερη ποσότητα φασολιών που καταναλώνουµε στην Ελλάδα φτάνουν από την Ιταλία, την Ιορδανία και τη Βουλγαρία.
ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ. Κι όµως, πριν από τρεις δεκαετίες η Ελλάδαήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις διατροφικές απαιτήσεις του πληθυσµού της µε δικά της προϊόντα. Τι συνέβη και εισάγουµε αντί να παράγουµε; «Μετά την είσοδό µας στην ΕΟΚ καθορίστηκε σε συµφωνίεςτι και πόσο θα παράγει κάθε χώρα. Μπήκαν ποσοστώσεις στην παραγωγή και όρια πουδεν έπρεπε ναξεπεράσουµε. Στόχοςήταν η δηµιουργία µιας εσωτερικής αγοράς στην Ευρώπη, στην οποία κάθε χώρα θα έχει τα εθνικά της προϊόντα», λέει ο Κώστας Ηλιόπουλος, ερευνητής στο ΕΘΙΑΓΕ. Αυτοί οι περιορισµοί, όπως θυµάται, απέτρεψαν τη δεκαετία του ‘90 έναν παραγωγό να δηµιουργήσειµια πρότυπηγαλακτοκοµική µονάδα που θα κάλυπτε τις ανάγκες της ελληνικής αγοράς. Πέρα από τις ποσοστώσεις όµως, αρκετοί έλληνες αγρότες εγκλωβίστηκαν από µόνοι τους σε µη ανταγωνιστικές, αλλά επιδοτούµενες µονοκαλλιέργειες, όπως το βαµβάκι, το καλαµπόκι, τα σιτηρά και τα καπνά. Αδιαφορώντας αν το κόστος παραγωγής ήτανµεγαλύτερο από την τιµή αγοράς. «Υπήρχαν ποικιλίες καπνού που η εµπορική τους τιµή δεν κάλυπτε ούτε το 10% του κόστους παραγωγής. Και οπαραγωγός καλλιεργούσε µόνο και µόνο για την επιδότηση», λέει ο πρόεδρος τουΕΘΙΑΓΕ Κωνσταντίνος Τσιµπούκας.
Η κουλτούρα των επιδοτήσεων είχε ριζώσει βαθιά στη νοοτροπία αρκετών παραγωγών. Πρόσφατα, ο Γιάννης Βογιατζής, καλλιεργητής κηπευτικών στη Θεσσαλονίκη, παρακολούθησε µια συνάντηση νέων αγροτών στην περιοχή του. «Πρότειναν να σταµατήσουν, καιτώρα αν γίνεται, όλες οι επιδοτήσεις. Να δοκιµάσει καθένας µόνος του. Αντέδρασα µόλις το άκουσα», λέει. «Ανήκα και εγώ σε µια γενιά που είχε µάθει να δουλεύει έτσι. Ισως τελικά αυτή να είναι η λύση».
Για τους περισσότερουςπαραγωγούς η έλλειψη αυτάρκειας της Ελ λάδας σε ορισµένα τρόφιµα οφείλεται στηµειωµένη ανταγωνιστικότητα σε σχέση µε προϊόντα από τη Χιλή ή την Αργεντινή. «Βρίσκεις το ίδιο ζιζανιοκτόνο στηνΕλλάδα σε διπλάσια τιµή απ’ ό,τι πωλείται στην Τουρκία. Εξω έχουν πιο φθηνά µεροκάµατα και µεγαλύτερες εκτάσεις. Ετσι ρίχνουν και τις τιµές τους στα προϊόντα», λέει ο Ζαφείρης Καζάκης, καλλιεργητής ντοµάτας και καρπουζιών στη Χαλκιδική.
Ωστόσο αυτό δεν δικαιολογεί, σύµφωνα µε τον κ. Ηλιόπουλο, νωρίς το πρωί σταράφια της λαχαναγοράς να βρίσκονται κυρίως εισαγόµενα προϊόνταόχι από τρίτες χώρες, αλλά από κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης που µπορεί να έχουν αντίστοιχα ή µεγαλύτερα κόστη παραγωγής. «Είναι ζήτηµα οργάνωσης και συνεργασίας. ∆εν µπορεί σε µεγάλη αλυσίδα σούπερ µάρκετ να φτάνει το πρωί έτοιµο, συσκευασµένο το µαρούλι από το εξωτερικό και να µην έχει έρθει ακόµα λόγω καθυστέρησης το µαρούλι από κάποιονπαραγωγόπου βρίσκεται στηδιπλανή πόλη. Λόγω καθυστέρησης, αναγκαστικά θα µπει στο ψυγείο και αυτό αυξάνει το κόστος συντήρησης», λέει ο ερευνητής του ΕΘΙΑΓΕ.
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ. Οπου κι αν ταξιδέψεις στην Ελλάδα ένα από τα µόνιµα παράπονα των αγροτών είναι ότι τους εκµεταλλεύονται οι έµποροι. Αλλά συχνά συναντάς περιοχές στις οποίεςοι παραγωγοί δεν συνεταιρίζονται γιανα εξασφαλίσουν καλύτερες εµπορικές τιµές ή να διαθέσουν πιο εύκολα τη σοδειά τους. «∆εν έχουµε πνεύµα συνεργασίας», λέει ο 50χρονος κτηνοτρόφος Τάσος Ψωµάς από τονΑστακό Αιτωλοακαρνανίας. «Κάθε παραγωγός κάνει τις διαπραγµατεύσειςµόνος του. Η Ενωση που έχουµε περιορίζεται στο να πουλάει λιπάσµατα και φυτοφάρµακα. ∆εν δίνει κίνητρα ή συµβουλές για νέες καλλιέργειες. ∆εν προσεγγίζει τους εµπόρους για να κλείσει καλύτερες συµφωνίες».
∆εν είναι όµως µόνο θέµα διαπραγµατευτικής δύναµης. Είναι και ζήτηµα συνήθειας. «Εδώκαι 30 χρόνια αρκετοί αγρότες έχασαν την επαφή µε την αγορά. Γιατί λόγω επιδοτήσεων δεν ασχολούνταν. Ενώ από τη δεκαετία του ‘90 τα ξένα φθηνά εργατικά χέρια τούς επέτρεψαν να δουλεύουν λιγότερο. Είναι δύσκολο να ανατραπούν αυτά τα βιώµατα», παρατηρεί ο κ. Ηλιόπουλος. Παράλληλα η συνεργασία των αγροτών συναντούσε κατά καιρούς και θεσµικά εµπόδια. Οπως τονίζει ο ερευνητής του ΕΘΙΑΓΕ, ο νόµος για τους συνεταιρισµούς από το 1914 που ψηφίστηκε µέχρι το 1970 άλλαζε κατά µέσον όρο δυόµισι φορές τον µήνα. Ενώ και σήµερα, πολλές ενώσεις δεν εκµεταλλεύονται την ευελιξίαπου τους δίνει η νοµοθεσία για ναδιαµορφώσουν το δικό τους καταστατικό και απλώς αντιγράφουν αυτό που τους έχει στείλει η ΠΑΣΕΓΕΣ.
Υπάρχουν όµως καιοι εξαιρέσεις. Στην Κοζάνη οι 55 παραγωγοίφακής υπογράφουν µεταξύ τους συµβόλαιο που προβλέπει τις ποσότητες που θαπαραχθούν στα χωράφια τους.
Και στο Κάτω Νευροκόπι ∆ράµας οι τοπικές πατάτεςδιανέµονται από τον συνεταιρισµό σε όλη την Ελλάδα. «Θα µπορούσε η Ελλάδανα παράγει µόνη της όση πατάτα χρειάζεται καινα µην εξαρτάται από εισαγωγές. Στην ελεύθερη αγορά όµως όταν ητιµή της πατάτας Αιγύπτου είναι µικρότερη, ο έµπορος θα προτιµήσει αυτή», λέει ο Χαράλαµπος Γεωργιάδης, υπεύθυνος συσκευαστηρίου πατάταςστο Κάτω Νευροκόπι.
Τα τελευταία χρόνιαυπάρχουν αγρότες πουψάχνουν νέεςδιεξόδους και τροφοδοτούν την αγορά κυρίως µε προϊόντα που εισάγουµε. Εκτός από τον κ. Ζιµπιλίδη που στράφηκε στις φακές, οκ. Βογιατζής στη Θεσσαλονίκηκαλλιεργεί ρεβίθια. «Γλιτώνωέτσι τοκόστος των λιπασµάτων και εξοικονοµώ χρήµατα», λέει. Τα µέχρι τώρα στοιχεία δεν δείχνουν ότι η Ελλάδα µπορεί να εξασφαλίσειαυτάρκεια σετρόφιµα όπωςτο κρέας, τα όσπρια ή κάποιες κατηγορίες φρούτων. Και η ιστορία που θυµάται ο κ. Ηλιόπουλος µε καµπάνιες που διαφήµιζαν στην Αυστρία τα ελληνικά φρούτα τη στιγµή που οι τουρίστες κατανάλωναν στη Ρόδο φρούτα από τη Γαλλία, δεν αποκλείεται να επαναληφθεί.
Πατάτες από την Αίγυπτο. Οσπρια από τη Βόρεια Αµερική και την Απω
Ανατολή. Στα ράφια των ελληνικών µανάβικων υπάρχουν προϊόντα από κάθε
άκρη της γης, τα οποία καλύπτουν την ελλειµµατική µας παραγωγή Σε
υψόµετρο 750, σε µια σκληρή γη στο δυτικόάκρο της Κοζάνης, την οποία
για χρόνια έθρεφαν οι κοινοτικές επιδοτήσεις, ο αγρότης Γιάννης
Ζιµπιλίδης καλλιεργεί στα στρέµµατά του έναν ξεχασµένοαπό
τηνελληνικήγεωργία σπόρο: τη φακή. Μετέχει σε έναν συνεταιρισµό µε 55
παραγωγούς, οι οποίοι από το 2009 καλλιεργούν, τυποποιούν και
εµπορεύονται το προϊόν τους στην Ελλάδα.
Ενα προϊόν που φύτρωνε για γενιές µόνο στα µποστάνια τους για να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες των οικογενειών τους, ενώ στα χωράφια τους ευδοκιµούσαν τα καπνά. Με τις επιδοτήσεις να στραγγίζουν και να λήγουν τα επόµενα χρόνια, στράφηκαν στη φακή. Αποτέλεσαν όµως την εξαίρεση. Το 90% της εγχώριας ζήτησης σε φακή καλύπτεται σήµερα από εισαγωγές. ∆εν είναι όµως το µόνο προϊόν στο οποίο δεν είµαστε αυτάρκεις.
Σύµφωνα µεστοιχεία τουυπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, η ελληνική παραγωγή σε ξηρά όσπρια µπορεί να καλύψει µόνοτο 44% της εγχώριας ζήτησης. Τα ποσοστά µειώνονται ακόµη περισσότερο όσον αφορά το κρέας. Οι έλληνες κτηνοτρόφοι ικανοποιούν το 34% τωναναγκών της ελληνικής αγοράς σεµοσχαρίσιοκρέας και το 40% σεχοιρινό. Ενδεικτικά είναι και ταστοιχεία τηςΕλληνικής ΣτατιστικήςΑρχής γιατο ελλειµµατικό εµπορικό ισοζύγιο στις εισαγωγές καιεξαγωγές τροφίµων. Το 2010 εισαγάγαµε 10,8 εκατ. κιλά φακές, κυρίως από τον Καναδά και τις ΗΠΑ, ενώ εξαγάγαµε 294.088
κιλά. Την ίδια περίοδο φέραµε από την Αίγυπτο, τη Βουλγαρία και άλλες χώρες 132 εκατ. κιλά πατάτες και στείλαµε στην Τσεχία, την Πολωνία και αλλού 24 εκατ. κιλά. Κι αν η φασολάδα θεωρείται ένα από τα εθνικά µας πιάτα, τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι η µεγαλύτερη ποσότητα φασολιών που καταναλώνουµε στην Ελλάδα φτάνουν από την Ιταλία, την Ιορδανία και τη Βουλγαρία.
ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ. Κι όµως, πριν από τρεις δεκαετίες η Ελλάδαήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις διατροφικές απαιτήσεις του πληθυσµού της µε δικά της προϊόντα. Τι συνέβη και εισάγουµε αντί να παράγουµε; «Μετά την είσοδό µας στην ΕΟΚ καθορίστηκε σε συµφωνίεςτι και πόσο θα παράγει κάθε χώρα. Μπήκαν ποσοστώσεις στην παραγωγή και όρια πουδεν έπρεπε ναξεπεράσουµε. Στόχοςήταν η δηµιουργία µιας εσωτερικής αγοράς στην Ευρώπη, στην οποία κάθε χώρα θα έχει τα εθνικά της προϊόντα», λέει ο Κώστας Ηλιόπουλος, ερευνητής στο ΕΘΙΑΓΕ. Αυτοί οι περιορισµοί, όπως θυµάται, απέτρεψαν τη δεκαετία του ‘90 έναν παραγωγό να δηµιουργήσειµια πρότυπηγαλακτοκοµική µονάδα που θα κάλυπτε τις ανάγκες της ελληνικής αγοράς. Πέρα από τις ποσοστώσεις όµως, αρκετοί έλληνες αγρότες εγκλωβίστηκαν από µόνοι τους σε µη ανταγωνιστικές, αλλά επιδοτούµενες µονοκαλλιέργειες, όπως το βαµβάκι, το καλαµπόκι, τα σιτηρά και τα καπνά. Αδιαφορώντας αν το κόστος παραγωγής ήτανµεγαλύτερο από την τιµή αγοράς. «Υπήρχαν ποικιλίες καπνού που η εµπορική τους τιµή δεν κάλυπτε ούτε το 10% του κόστους παραγωγής. Και οπαραγωγός καλλιεργούσε µόνο και µόνο για την επιδότηση», λέει ο πρόεδρος τουΕΘΙΑΓΕ Κωνσταντίνος Τσιµπούκας.
Η κουλτούρα των επιδοτήσεων είχε ριζώσει βαθιά στη νοοτροπία αρκετών παραγωγών. Πρόσφατα, ο Γιάννης Βογιατζής, καλλιεργητής κηπευτικών στη Θεσσαλονίκη, παρακολούθησε µια συνάντηση νέων αγροτών στην περιοχή του. «Πρότειναν να σταµατήσουν, καιτώρα αν γίνεται, όλες οι επιδοτήσεις. Να δοκιµάσει καθένας µόνος του. Αντέδρασα µόλις το άκουσα», λέει. «Ανήκα και εγώ σε µια γενιά που είχε µάθει να δουλεύει έτσι. Ισως τελικά αυτή να είναι η λύση».
Για τους περισσότερουςπαραγωγούς η έλλειψη αυτάρκειας της Ελ λάδας σε ορισµένα τρόφιµα οφείλεται στηµειωµένη ανταγωνιστικότητα σε σχέση µε προϊόντα από τη Χιλή ή την Αργεντινή. «Βρίσκεις το ίδιο ζιζανιοκτόνο στηνΕλλάδα σε διπλάσια τιµή απ’ ό,τι πωλείται στην Τουρκία. Εξω έχουν πιο φθηνά µεροκάµατα και µεγαλύτερες εκτάσεις. Ετσι ρίχνουν και τις τιµές τους στα προϊόντα», λέει ο Ζαφείρης Καζάκης, καλλιεργητής ντοµάτας και καρπουζιών στη Χαλκιδική.
Ωστόσο αυτό δεν δικαιολογεί, σύµφωνα µε τον κ. Ηλιόπουλο, νωρίς το πρωί σταράφια της λαχαναγοράς να βρίσκονται κυρίως εισαγόµενα προϊόνταόχι από τρίτες χώρες, αλλά από κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης που µπορεί να έχουν αντίστοιχα ή µεγαλύτερα κόστη παραγωγής. «Είναι ζήτηµα οργάνωσης και συνεργασίας. ∆εν µπορεί σε µεγάλη αλυσίδα σούπερ µάρκετ να φτάνει το πρωί έτοιµο, συσκευασµένο το µαρούλι από το εξωτερικό και να µην έχει έρθει ακόµα λόγω καθυστέρησης το µαρούλι από κάποιονπαραγωγόπου βρίσκεται στηδιπλανή πόλη. Λόγω καθυστέρησης, αναγκαστικά θα µπει στο ψυγείο και αυτό αυξάνει το κόστος συντήρησης», λέει ο ερευνητής του ΕΘΙΑΓΕ.
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ. Οπου κι αν ταξιδέψεις στην Ελλάδα ένα από τα µόνιµα παράπονα των αγροτών είναι ότι τους εκµεταλλεύονται οι έµποροι. Αλλά συχνά συναντάς περιοχές στις οποίεςοι παραγωγοί δεν συνεταιρίζονται γιανα εξασφαλίσουν καλύτερες εµπορικές τιµές ή να διαθέσουν πιο εύκολα τη σοδειά τους. «∆εν έχουµε πνεύµα συνεργασίας», λέει ο 50χρονος κτηνοτρόφος Τάσος Ψωµάς από τονΑστακό Αιτωλοακαρνανίας. «Κάθε παραγωγός κάνει τις διαπραγµατεύσειςµόνος του. Η Ενωση που έχουµε περιορίζεται στο να πουλάει λιπάσµατα και φυτοφάρµακα. ∆εν δίνει κίνητρα ή συµβουλές για νέες καλλιέργειες. ∆εν προσεγγίζει τους εµπόρους για να κλείσει καλύτερες συµφωνίες».
∆εν είναι όµως µόνο θέµα διαπραγµατευτικής δύναµης. Είναι και ζήτηµα συνήθειας. «Εδώκαι 30 χρόνια αρκετοί αγρότες έχασαν την επαφή µε την αγορά. Γιατί λόγω επιδοτήσεων δεν ασχολούνταν. Ενώ από τη δεκαετία του ‘90 τα ξένα φθηνά εργατικά χέρια τούς επέτρεψαν να δουλεύουν λιγότερο. Είναι δύσκολο να ανατραπούν αυτά τα βιώµατα», παρατηρεί ο κ. Ηλιόπουλος. Παράλληλα η συνεργασία των αγροτών συναντούσε κατά καιρούς και θεσµικά εµπόδια. Οπως τονίζει ο ερευνητής του ΕΘΙΑΓΕ, ο νόµος για τους συνεταιρισµούς από το 1914 που ψηφίστηκε µέχρι το 1970 άλλαζε κατά µέσον όρο δυόµισι φορές τον µήνα. Ενώ και σήµερα, πολλές ενώσεις δεν εκµεταλλεύονται την ευελιξίαπου τους δίνει η νοµοθεσία για ναδιαµορφώσουν το δικό τους καταστατικό και απλώς αντιγράφουν αυτό που τους έχει στείλει η ΠΑΣΕΓΕΣ.
Υπάρχουν όµως καιοι εξαιρέσεις. Στην Κοζάνη οι 55 παραγωγοίφακής υπογράφουν µεταξύ τους συµβόλαιο που προβλέπει τις ποσότητες που θαπαραχθούν στα χωράφια τους.
Και στο Κάτω Νευροκόπι ∆ράµας οι τοπικές πατάτεςδιανέµονται από τον συνεταιρισµό σε όλη την Ελλάδα. «Θα µπορούσε η Ελλάδανα παράγει µόνη της όση πατάτα χρειάζεται καινα µην εξαρτάται από εισαγωγές. Στην ελεύθερη αγορά όµως όταν ητιµή της πατάτας Αιγύπτου είναι µικρότερη, ο έµπορος θα προτιµήσει αυτή», λέει ο Χαράλαµπος Γεωργιάδης, υπεύθυνος συσκευαστηρίου πατάταςστο Κάτω Νευροκόπι.
Τα τελευταία χρόνιαυπάρχουν αγρότες πουψάχνουν νέεςδιεξόδους και τροφοδοτούν την αγορά κυρίως µε προϊόντα που εισάγουµε. Εκτός από τον κ. Ζιµπιλίδη που στράφηκε στις φακές, οκ. Βογιατζής στη Θεσσαλονίκηκαλλιεργεί ρεβίθια. «Γλιτώνωέτσι τοκόστος των λιπασµάτων και εξοικονοµώ χρήµατα», λέει. Τα µέχρι τώρα στοιχεία δεν δείχνουν ότι η Ελλάδα µπορεί να εξασφαλίσειαυτάρκεια σετρόφιµα όπωςτο κρέας, τα όσπρια ή κάποιες κατηγορίες φρούτων. Και η ιστορία που θυµάται ο κ. Ηλιόπουλος µε καµπάνιες που διαφήµιζαν στην Αυστρία τα ελληνικά φρούτα τη στιγµή που οι τουρίστες κατανάλωναν στη Ρόδο φρούτα από τη Γαλλία, δεν αποκλείεται να επαναληφθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου