Άρθρο Ευάγγελου Βενιζέλου στην Καθημερινή της Κυριακής
Η σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία γίνεται εύκολα φοβική, αλλά διστάζει να δρα ως μαχόμενη. Αγωνιά και φοβάται για τα εκλογικά αποτελέσματα σε πολλές δυτικές χώρες - οι πρόσφατες ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο στις ΗΠΑ είναι ένα παράδειγμα - στις οποίες οι επιλογές του εκλογικού σώματος μπορεί να θέσουν σε αμφισβήτηση τις ίδιες τις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Από την άλλη πλευρά, ως μαχόμενη δημοκρατία πρέπει να σέβεται τη συνταγματική νομιμότητα και τον δημοκρατικό πλουραλισμό.
Ο Ένγκελς θυμίζει την περιβόητη φράση που είπε το 1849 ο Odilon Barrot, πρωθυπουργός του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, στη γαλλική Εθνική Συνέλευση, «La légalité nous tue». Η νομιμότητα μας σκοτώνει. Μεταφέροντας τη φράση αυτή στα σημερινά συμφραζόμενα, μπορούμε να πούμε ότι θέτει το ζήτημα της δύσκολης ισορροπίας ανάμεσα στον δημοκρατικό φόβο και στη συνταγματική άμυνα.
Λίγες ημέρες μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για τη «Χρυσή Αυγή», στις 19.10.2020, ο Κύκλος Ιδεών οργάνωσε διαδικτυακή συζήτηση με θέμα: Οι επιπτώσεις της απόφασης για τη «Χρυσή Αυγή» - Τα πολιτικά δικαιώματα των καταδικασθέντων. Είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε με τους Νίκο Αλιβιζάτο, Χαράλαμπο Ανθόπουλο, Χριστόφορο Αργυρόπουλο, Σπύρο Βλαχόπουλο, Αντύπα Καρίπογλου, Βασίλη Μαρκή, Έλλη Συμεωνίδου- Καστανίδου. Η απομαγνητοφώνηση έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Κύκλου Ιδεών και όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να δει το εύρος του προβληματισμού, τις κοινές παραδοχές και τις διαφωνίες. Συνοψίζω τη δική μου τοποθέτηση.
Σε ατομικό επίπεδο
Σε ατομικό επίπεδο κατά το άρθρο 51 παρ. 3 εδ. β΄ του Συντάγματος, «O νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα.» Ο ισχύων Ποινικός Κώδικας δεν προβλέπει πλέον την παρεπόμενη ποινή της στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά την παρεπόμενη ποινή της στέρησης θέσεων και αξιωμάτων. Αυτή είναι μία δικαιοπολιτικά σύγχρονη επιλογή ποινικού φιλελευθερισμού.
Άλλωστε και ο προγενέστερος Ποινικός Κώδικας προέβλεπε, ότι ενεργοποιείται η παρεπόμενη ποινή στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων μόνον όταν καθίσταται η απόφαση αμετάκλητη, γιατί αυτό το προβλέπει ρητά το Σύνταγμα. Το γεγονός ότι καταργήθηκε η παρεπόμενη ποινή της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, δεν στερεί τη δυνατότητα από τον εκλογικό νομοθέτη, όχι τον ποινικό, να προβλέψει στον εκλογικό νόμο και τώρα - δεν ισχύει εν προκειμένω η συνταγματική απαγόρευση της αναδρομικότητας ποινικού νόμου- περιορισμούς του εκλογικού δικαιώματος για κάποιες κατηγορίες αμετακλήτως καταδικασθέντων για σοβαρά εγκλήματα δημοκρατικής απαξίας και για χρόνο προσδιορισμένο σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Άλλωστε το άρθρο 51 παρ. 3 Συντ. δεν απαιτεί παρεπόμενη ποινή, απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη σε κύρια ποινή. Όποιος δεν έχει ενεργό και απεριόριστο δικαίωμα του εκλέγειν, δεν έχει και δικαίωμα του εκλέγεσθαι σύμφωνα με το άρθρο 55 Συντ., συνεπώς δεν μπορεί να εκλεγεί βουλευτής, ή αν προκύψει ο λόγος αυτός, εκπίπτει από βουλευτής με απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου.
Άρα ούτως ή άλλως, ως προς την ατομική άσκηση του ενεργητικού και του παθητικού εκλογικού δικαιώματος, πρέπει οι ρυθμίσεις της εκλογικής νομοθεσίας να εναρμονιστούν με την ποινική νομοθεσία στο πλαίσιο του άρθρου 51 παρ. 3 Συντ.
Σε συλλογικό επίπεδο
Σε συλλογικό επίπεδο η δημοκρατία πρέπει να είναι φιλελεύθερα μαχόμενη, να αυτοπροστατεύεται τηρώντας αυστηρά τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου. Η Ελληνική Δημοκρατία οφείλει να μη αφήνει τους αξιακούς εχθρούς της να χρησιμοποιούν εις βάρος της τις θεσμικές εγγυήσεις που τους παρέχει.
Θα μπορούσε μήπως η εμπειρία της «Χρυσής Αυγής» να ξαναφέρει στην επιφάνεια το ζήτημα της απαγόρευσης πολιτικού κόμματος, κάτι που δεν το προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 29, για την ακρίβεια κάτι που απορρίφθηκε, παρότι προτάθηκε, στη συντακτική μεταπολιτευτική Βουλή του 1974-1975; Μπορεί να ερμηνεύσουμε το Σύνταγμα έτσι ώστε να οδηγηθούμε νομοθετικά σε απαγόρευση πολιτικών κομμάτων; Η θέση μου είναι αρνητική, όχι λόγω μιας «οριτζιναλιστικής» ερμηνείας που αναζητά την αρχική πρόθεση του συντακτικού νομοθέτη και τα στοιχεία της υποκειμενικής ιστορικής ερμηνείας, αλλά γιατί αν το Σύνταγμα άφηνε ανοικτή τη δυνατότητα αυτή θα έπρεπε να προβλέπει σχετική δικαστική διαδικασία, για την ακρίβεια σχετική δικαιοδοσία και αυτό δεν συμβαίνει.
Από την άλλη πλευρά μπορεί άραγε υπό το κέλυφος ενός πολιτικού κόμματος κατά το άρθρο 29 Συντ. να συγκροτείται και να λειτουργεί - εν δυνάμει - μία εγκληματική οργάνωση που διαπράττει ή απλώς προπαρασκευάζει πράξεις οι οποίες έχουν σοβαρή ποινική απαξία; Η προφανής απάντηση είναι, όχι.
Η απουσία μηχανισμού απαγόρευσης κομμάτων που υπάρχει σε άλλες χώρες, όπως στη Γερμανία ή στην Τουρκία, δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται συνταγματικά να ληφθούν μέτρα εκλογικού αποκλεισμού για οργανώσεις που εμφανίζονται με τη μορφή πολιτικού κόμματος και επιδιώκουν να μετακινηθούν από το πεδίο της κοινωνίας των πολιτών στο πεδίο των θεσμικών διαδικασιών της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Προσπαθώ με τη φράση αυτή να συνοψίσω και να απλουστεύσω μια ογκώδη και έντονη θεωρητική και νομολογιακή συζήτηση διάρκειας πολλών δεκαετιών στον ευρωπαϊκό χώρο. Θα το έκανε πολύ καλύτερα από εμένα, αν ζούσε, ο Δ. Τσάτσος, ο κορυφαίος ευρωπαίος θεωρητικός του δικαίου των πολιτικών κομμάτων.
Ο εκλογικός νόμος έχει συνεπώς την ευχέρεια να απαγορεύσει την καταχρηστική μεταμφίεση μίας εν δυνάμει εγκληματικής οργάνωσης σε πολιτικό κόμμα που διεκδικεί να μετάσχει στην εκλογική διαδικασία. Αυτό είναι κάτι διαφορετικό από την απαγόρευση ή πολύ περισσότερο τη διάλυση πολιτικού κόμματος. Αφορά τη νομοθετική πρόβλεψη ελάχιστων βασικών προϋποθέσεων για τη συμμετοχή μιας συλλογικής οντότητας στις εκλογές. Οι βασικές αυτές προϋποθέσεις είναι δικαστικά ελέγξιμες κατ’ αναλογίαν αυτών που προβλέπονται για τα σωματεία, ακόμη δηλαδή και με τη διαδικασία της «εκούσιας δικαιοδοσίας» ( άρθρο 94 παρ. 2 Συντ.), όταν τα πολιτικά δικαστήρια και στο ύψιστο επίπεδο ο Άρειος Πάγος ασκούν κατά παράδοση αρμοδιότητες εκλογικού δικαίου σχετικές με την ανακήρυξη υποψηφίων και εντέλει συνδυασμών. Η σχετική δικαστική κρίση, ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, μπορεί να διαμορφώνεται με ταχείες και δικονομικά απλές διαδικασίες, με τη χρήση κάθε πρόσφορου αποδεικτικού μέσου και γενικότερα στοιχείου που προσκομίζεται από όποιον έχει έννομο συμφέρον, άρα ακόμη και κάθε εκλογέα, ή λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, στο πλαίσιο όμως μιας δίκαιης δίκης που διασφαλίζει το δικαίωμα ακρόασης για τους ενδιαφερόμενους. Η δικαστική διάγνωση πρέπει να συνεκτιμά το ποια πρόσωπα ασκούν την πραγματική ηγεσία και το modus operandi που εφαρμόζουν. Η κρίση του Α.Π. δεν είναι ποινική, δεν διαπιστώνεται η τέλεση των εγκλημάτων του άρθρου 187 και 187 Α Π.Κ. ή άλλων συναφών ποινικών διατάξεων και δεν επιβάλλεται ποινική κύρωση. Είναι μια αυτοτελής κρίση στο πεδίο του εκλογικού δικαίου, με έννομες συνέπειες που κινούνται στο ίδιο πεδίο και μόνο.
Η πλούσια νομολογία του ΕΔΔΑ για τα πολιτικά κόμματα που στεγάζεται στην ενιαία ρύθμιση του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ για σωματεία ή συναφείς οντότητες και κόμματα, αναγνωρίζει περιθώριο εκτίμησης (margin of appreciation) στα κράτη μέρη, εφόσον προφανώς η σχετική νομοθεσία δεν κρίνεται από τα εθνικά δικαστήρια αντίθετη προς το εθνικό Σύνταγμα. Το πρόγραμμα του κόμματος δεν είναι το μόνο κριτήριο για τον προσδιορισμό των σκοπών και προθέσεών του. Κρίσιμη σημασία έχουν οι ενέργειες των μελών της (πραγματικής) ηγεσίας και οι θέσεις που αυτά υποστηρίζουν. Ο μη σεβασμός των δικαιωμάτων που προστατεύει η ΕΣΔΑ είναι ένα πρόσφορο κριτήριο για τη διαμόρφωση της ( αρνητικής για το συγκεκριμένο κόμμα ) κρίσης του εθνικού δικαστηρίου.
Η προσέγγιση αυτή δεν θίγει το εκλογικό δικαίωμα προσώπων που δεν έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα, αλλά μόνο σε πρώτο βαθμό ή τελεσίδικα. Σέβεται επομένως τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 51 παρ. 3 εδ. β Συντ. Σέβεται επίσης το τεκμήριο αθωότητος που κάμπτεται όταν εκτελείται μια πρωτοβάθμια ή πολύ περισσότερο μια δευτεροβάθμια απόφασης, αλλά είναι ενεργό ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων έως ότου επιβληθεί αμετάκλητη καταδίκη. Σέβεται επίσης τον κανόνα ne bis in idem καθώς ο περιορισμός συμμετοχής συνδυασμού στις εκλογές είναι μια αυτοτελής δικαστική κρίση με κριτήρια ευρύτερα, σχετικά με την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και όχι δεύτερη ποινική ή διοικητική ( και μάλιστα οιονεί ποινική) κύρωση κατά συγκεκριμένου προσώπου και για συγκεκριμένες πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε πρωτοδίκως από ποινικό δικαστήριο και για τις οποίες δικάζεται κατ´ έφεση.
Η ευρεία συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων και της επιστημονικής κοινότητας, εντέλει δε η εφαρμογή των σχετικών προβλέψεων της εκλογικής νομοθεσίας από ανώτατο δικαστήριο και μάλιστα από τον μείζονα σχηματισμό του, είναι τεκμήρια νομιμοποίησης μιας ερμηνευτικής προσέγγισης που δεν υποκαθιστά το Σύνταγμα, αλλά μετατρέπει τις γενικές και αφηρημένες ρυθμίσεις του σε συγκεκριμένη κανονιστική απάντηση σε συγκεκριμένα πρακτικά ερωτήματα. Στα ερωτήματα αυτά απαντά πρώτος ο νομοθέτης και τελευταίος ο δικαστής. Και οι δυο λαμβάνουν, όσο θέλουν, υπόψη τον επιστημονικό λόγο, πρέπει όμως να κινούνται με την προσοχή, την ευαισθησία και την ισορροπία που επιβάλλει ο σεβασμός της συνταγματικής νομιμότητας που δεν οδηγεί τη φοβική δημοκρατία σε παράλυση και τη μαχόμενη δημοκρατία σε αυθαιρεσίες. -
* Ευάγγελος Βενιζέλος, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ. Γενικός εισηγητής της αναθεώρησης του Συντάγματος του 2001. Πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου