Η ελληνική οικονομία σε μια δεκαετία βρέθηκε αντιμέτωπη με τρεις κρίσεις. Μια χρηματοοικονομική, μια υγειονομική και τώρα μια ενεργειακή. Στις δύο πρώτες οι απώλειες σε όρους ΑΕΠ, όγκου και ποιότητας απασχόλησης ήταν από τις μεγαλύτερες στην ευρωζώνη. Με αφορμή την ενεργειακή κρίση τίθεται το ερώτημα αν οι συνέπειες για την ελληνική οικονομία θα είναι ξανά από τις μεγαλύτερες στην ευρωζώνη. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό μας επιτρέπει να αξιολογήσουμε ταυτόχρονα αν και πως επηρέασαν την ανθεκτικότητα και δυναμικότητα της ελληνικής οικονομίας οι διαρθρωτικές αλλαγές που υιοθετήθηκαν μετά το ξέσπασμα της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008-2010.
Η αντίδραση της οικονομίας στην κρίση πανδημίας ήταν προβληματική. Το 2020 η Ελλάδα είχε τη δεύτερη βαθύτερη ύφεση στην ευρωζώνη παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση προχώρησε στη μεγαλύτερη δημοσιονομική παρέμβαση ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η αναποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής παρέμβασης υπήρξε το συνδυαστικό αποτέλεσμα της λανθασμένης στόχευσης των μέτρων και του προβληματικού παραγωγικού προτύπου που παρά τη μερική ενίσχυση της εξωστρέφειας τελικά δεν άλλαξε σημαντικά σε σχέση με το 2008-2010. Εξακολουθεί να εξαρτάται υπερβολικά από τον τουρισμό. Το 2021 είχαμε τον τρίτο ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης στην ευρωζώνη αλλά συνδυάστηκε με το δεύτερο μεγαλύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα. Η δημοσιονομική πολιτική το 2021 σε αντίθεση με άλλες χώρες παρέμεινε έντονα επεκτατική.
Στο μέτωπο της απασχόλησης με κριτήρια τον όγκο και την ποιότητα της η επίδοση της Ελλάδας – που τη διετία 2020-2021 είχε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στην ευρωζώνη - ήταν παρόμοια με άλλων χωρών του Νότου. Οι αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας το 2020 αποτυπώθηκαν στον όγκο της απασχόλησης (κυρίως σε όρους ωρών εργασίας) και στην αποχώρηση από την αγορά εργασίας. Το 2021 παρατηρήθηκε μια βελτίωση και στα δύο αυτά μεγέθη.
Σε ότι αφορά τις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης, αυτές θα είναι σημαντικές γιατί την περασμένη δεκαετία δεν προχώρησαν οι αναγκαίες αλλαγές. Η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου είχε αναλάβει πρωτοβουλίες για αλλαγή του ενεργειακού προσανατολισμού της χώρας με μεταστροφή στις ΑΠΕ και διασύνδεση του ελληνικού δικτύου με τα ευρωπαϊκά με το σχέδιο Ήλιος. Οι πρωτοβουλίες αυτές δεν είχαν συνέχεια. Αντίθετα, αυξήθηκε η εξάρτηση της χώρας από το φυσικό αέριο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η αύξηση της τιμής του όπως και του πετρελαίου θα έχουν αρνητική επίδραση στην οικονομία περιορίζοντας το ρυθμό ανάπτυξης το 2022 κατά 1-1,5 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με τις προβλέψεις του προϋπολογισμού.
Μόνη αισιόδοξη προοπτική για τις μελλοντικές κρίσεις αποτελεί η σωστή αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ώστε η οικονομία να γίνει πιο πράσινη, ψηφιακή, δυναμική και ανθεκτική. Το σχέδιο Ελλάδα 2.0 δεν τα διασφαλίζει αυτά. Οι επενδύσεις για πρασίνισμα της οικονομίας είναι στο κατώτατο όριο που έθεσε η ΕΕ, ενώ από πολλούς αμφισβητείται ο πράσινος χαρακτήρας των δράσεων. Ούτε διαφαίνεται ότι επιταχύνει την εξωστρέφεια της οικονομίας.
Οι αντοχές της κοινωνίας μετά τις αλλεπάλληλες κρίσεις μειώνονται. Ο πληθωρισμός πλήττει δυσανάλογα τα πτωχά νοικοκυριά, ενισχύοντας τις ανισότητες την ώρα που ο δημοσιονομικός χώρος είναι περιορισμένος. Σταθεροποίηση του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα θα πλήξει τις αναπτυξιακές προοπτικές. Αν δεν αλλάξουμε πορεία, θα κλωτσήσουμε την ευκαιρία να δώσουμε προοπτική στους πολίτες που έχασαν πολλά στα χρόνια της κρίσης. Για μια νέα προοπτική η χώρα χρειάζεται ένα πράσινο κοινωνικό συμβόλαιο που θα διασφαλίσει βιώσιμη ανάκαμψη με έμφαση στην ενίσχυση της εγχώριας προστιθεμένης αξίας, στη δημιουργία ποιοτικών και βιώσιμων θέσεων εργασίας και στη μείωση των ανισοτήτων.
Άρθρο που δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ Σαββατοκύριακο 12-13 Μαρτίου 2022.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου