Το παράδοξο των
εκλογών της 20ης
Σεπτεμβρίου έγκειται στο
γεγονός ότι η
προεκλογική συζήτηση
εστιάζεται όχι στο ποια
πολιτική θα εφαρμοστεί,
αλλά απλώς στο ποια
κυβέρνηση θα αναλάβει να
εφαρμόσει την ούτως ή
άλλως δεδομένη πολιτική
που περιγράφεται στο
μνημόνιο της 12ης Ιουλίου /
19ης Αυγούστου.
Πριν από μόλις επτά μήνες η
ελληνική κοινωνία είχε την
αίσθηση ότι καλείται να
επιλέξει ανάμεσα στην
υφιστάμενη έως τότε
πολιτική της
δημοσιονομικής και
διαρθρωτικής προσαρμογής
που ξεκίνησε το 2010, με τις
τροποποιήσεις και
συμπληρώσεις του 2011, και μια
ελκυστική και ευέλικτη
«αντιμνημονιακή»
επαγγελία που επέτρεπε
σ´ ένα μεγάλο μέρος του
εκλογικού σώματος να
φαντάζεται και να ελπίζει
κάτι καλύτερο χωρίς να
είναι επαρκώς αντιληπτός ο
κίνδυνος επιδείνωσης της
κατάστασης.
Η πολιτική ως
δημαγωγική ρητορεία είχε
φτάσει στο ύψιστο σημείο
της. Η αντιμνημονιακή ορμή
συνδεόταν υπόγεια αφενός
μεν με όλες τις ιστορικά
χαμένες ευκαιρίες της
κομμουνιστικής
αριστεράς, αφετέρου δε με
όλες τις εκδοχές της
εθνικολαϊκιστικής,
συνωμοσιολογικής
Ακροδεξιάς, πάνω στον κοινό
παρονομαστή του πιο
απλοϊκού και
ακατέργαστου
ευρωσκεπτικισμού.
Όλα αυτά κορυφώθηκαν
και ταυτοχρόνως
ακυρώθηκαν στο
δημοψήφισμα της 5ης
Ιουλίου που θα
καταγραφεί ιστορικά ως το
μοναδικό παράδειγμα
άμεσης έκφρασης της
λαϊκής κυριαρχίας που
μέσω της συντριπτικής
πλειοψηφίας που
διαμορφώνεται, δημιουργεί
αντί να λύσει μια κρίση
νομιμοποίησης.
Τώρα το «παράλληλο
πρόγραμμα» με το οποίο
προσπαθεί ο ΣΥΡΙΖΑ να
περισώσει την χαμένη
αντιμνημονιακή του τιμή,
κάνει τριπλό κακό.
Υπενθυμίζει την τεράστια
απόσταση που τον χωρίζει
από το «πρόγραμμα της
Θεσσαλονίκης», παραπέμπει
στο επικίνδυνο παιχνίδι με
το παράλληλο νόμισμα και
ενισχύει τα επιχειρήματα
εκείνων που υποστηρίζουν
ότι η αμφιθυμία κρατάει την
Ελλάδα αιχμάλωτη του
μνημονίου σε αντίθεση με
όλες τις άλλες χώρες που
διήλθαν από την ίδια
εμπειρία.
Η εθνική βλάβη που
προκλήθηκε το επτάμηνο
που πέρασε δεν αφορά
συνεπώς μόνο την οικονομία
που επιδεινώθηκε, αλλά
και την πολιτική που
δείχνει να ακυρώθηκε ως
πεδίο εναλλακτικών
προτάσεων. Αν όμως η
οικονομία συνδέεται με
το επίπεδο ζωής και τις
προοπτικές κάθε
επιχείρησης και κάθε
νοικοκυριού, η πολιτική
συνδέεται με την
λειτουργία και την
αξιοπιστία των
δημοκρατικών θεσμών. Με τη
δυνατότητα κάθε κοινωνίας
να ακούει αισιόδοξες
αφηγήσεις για το μέλλον
και να επιλέγει κάποιες
από αυτές.
Η βλάβη που υπέστη η
πολιτική, ως περιεχόμενο
της δημοκρατίας, τους
τελευταίους επτά μήνες
αποτυπώθηκε και στην
εργαλειακή αντίληψη για
τους θεσμούς, που
κυριάρχησε ως δήθεν
αριστερή και
προοδευτική. Ακραία
εκδοχή του φαινομένου
αυτού είναι η εμφάνιση της
διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ
δήθεν ως σύγκρουσης
μεταξύ πολιτειακών θεσμών,
με τον ΣΥΡΙΖΑ να
εμφανίζεται ως κυβέρνηση
χωρίς κοινοβουλευτική
πλειοψηφία και το κόμμα
του κ. Λαφαζάνη και της
συνεργαζόμενης κ.
Κωνσταντοπούλου να
εμφανίζεται ως Βουλή
χωρίς τα άλλα κόμματα και
τους βουλευτές τους!
Δεν πρόκειται για
γραφικότητες, αλλά για
μια ανατριχιαστικά
ολοκληρωτική αντίληψη
περί θεσμών.
Η εικόνα όμως αυτή ενός
ολόκληρου κράτους που
οδηγείται σε πρόωρες
εκλογές χωρίς
ουσιαστικές επιλογές,
δηλαδή στο μονόδρομο του
τρίτου μνημονίου και με
δήθεν μόνο ζητούμενο το
ποιοι θα επωμισθούν το
επικείμενο πολιτικό
κόστος από την εφαρμογή
του και ποιοι θα
απαλλαγούν από αυτό, είναι
μια εικόνα που δεν
ανοίγει παράθυρο στο
μέλλον της πατρίδας μας.
Το μνημόνιο Τσίπρα, που
συμβολίζει τη διάψευση
της αντιμνημονιακής
ρητορείας και
κωδικοποιεί τη βλάβη που
προκάλεσε στη χώρα η
κυβέρνηση του χαμένου
επταμήνου, δεν συνιστά από
μόνο του το όχημα της
εξόδου από την κρίση, της
ανάκτησης του χαμένου
εδάφους, της εθνικής
ανάταξης. Η εφαρμογή του
είναι ανειλημμένη διεθνής
υποχρέωση της χώρας που
υπερψηφίστηκε στην
προηγούμενη Βουλή από όλο
το φάσμα των πολιτικών
δυνάμεων που δηλώνουν ότι
αποδέχονται το ευρωπαϊκό
πλαίσιο. Στοιχείο της
εφαρμογής του είναι όμως
και η σχεδόν συνεχής
αξιολόγηση και προσαρμογή
του - σε συνεννόηση με τους
εταίρους - ώστε να
μειώνονται οι υφεσιακές
επιπτώσεις και να
ενισχύονται οι
αναπτυξιακές δυνατότητες
και προοπτικές.
Απαιτείται συνεπώς κάτι
πολύ περισσότερο από την
εφαρμογή του μνημονίου: η
υπέρβασή του μέσα από ένα
εθνικό σχέδιο ανάταξης
που είναι σχετικά εύκολο
να διαμορφωθεί από
πλευράς περιεχομένου,
αλλά δύσκολο να
υιοθετηθεί από την ίδια την
κοινωνία και να
υποστηριχθεί πολιτικά,
διοικητικά, δικαστικά.
Σε κάθε περίπτωση πρώτη
προϋπόθεση για κάτι τέτοιο
είναι να υπάρχει
αποτελεσματική πολιτική
διεύθυνση της χώρας από μια
κυβέρνηση εθνικής
ενότητας, χωρίς
μικροκομματικές
αλαζονείες,
αποκλεισμούς και
αυτοαποκλεισμούς. Με τη
συμμετοχή όλων των
πολιτικών δυνάμεων που
αποδέχονται το ευρωπαϊκό
πλαίσιο και τη στήριξη όλων
των δημιουργικών δυνάμεων
της κοινωνίας.
Το πραγματικό στοίχημα των
εκλογών δεν έγκειται
συνεπώς στην τεχνητή
ματαιοδοξία να κατακτηθεί
το μπόνους των 50 εδρών - που
κακώς διατηρήθηκε - από το
πρώτο σε εκλογικά
ποσοστά κόμμα, αλλά η πίεση
που πρέπει να ασκήσει το
εκλογικό σώμα
προκειμένου να
σχηματισθεί την επομένη των
εκλογών κυβέρνηση
ευρύτατης στήριξης που θα
επαναφέρει την ουσία της
πολιτικής με τη μορφή του
εθνικού σχεδίου ανάταξης
που κινητοποιεί όλες τις
δημιουργικές δυνάμεις
της πατρίδας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου