Αν στόχος της Κοινής Αγροτικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν μόνο η ανταγωνιστικότητα του τομέα της γεωργίας, τότε πολλά πράγματα θα ήταν πιο εύκολα. Εξάλλου σ’ αυτόν τον τομέα η Ευρωπαική Ένωση έχει δείξει δείγματα γραφής. Δεν είναι όμως μόνο αυτός ο στόχος σήμερα. Σύμφωνα με τη βασική συνθήκη της Λισσαβόνας (είτε την αποδεχόμαστε είτε όχι) και κυρίως τη συνθήκη του Γκέτεμποργκ σχετικά με την περιφερειακή ανάπτυξη(15 και 16 Ιουνίου 2001), για να επιτευχθεί η περιβόητη «αειφόρος ανάπτυξη» των αγροτικών περιοχών, είναι αναγκαίο να εστιασθούν οι προσπάθειες σε ένα αριθμό κεντρικών στόχων που αφορούν στην ανταγωνιστικότητα των τομέων της γεωργίας, στην προστασία και ανάδειξη του περιβάλλοντος και την ποιότητα ζωής των κατοίκων της υπαίθρου.
Μετά από αυτήν την εισαγωγή ερχόμαστε στο κυρίως θέμα, που είναι συγχρόνως κυρίαρχο και επίκαιρο, για την άσκηση πολιτικής και τον σχεδιασμό μέτρων ανάπτυξης του τομέα της «γεωργίας», που προσεγγίζουν περισσότερο την «ύπαιθρο». Μέτρων και πολιτικών που καλούνται να επενδύσουν στο κεφάλαιο «αειφόρος ανάπτυξη – κοινωνία της γνώσης», για μια κοινωνία αξιών, ευημερίας και αλληλεγγύης. Ποιας αλληλεγγύης όμως και ποιας ευημερίας, όταν ο κόσμος της υπαίθρου, ο αγροτικός πληθυσμός δηλαδή, πάει να διαχωριστεί σε δυο, τρεις ή περισσότερες ομάδες – κατηγορίες. Ο λόγος για τους «κατά κύριο επάγγελμα αγρότες», τους «μερικώς απασχολούμενους με τη γεωργία», τους «εταιροαπασχολούμενους, τους κτηνοτρόφους, τους αγρότες, τους γιδάρηδες, τους αγελαδάρηδες, τους τουριστοτρόφους και δεν ξέρω ποιούς άλλους. Παλιό το θέμα (πρόβλημα για άλλους) και χρονίζων, έρχεται κάθε φορά στην επικαιρότητα όταν συζητιούνται ζητήματα άσκησης πολιτικής (από την πολιτεία), ή αγροτικά συνδικαλιστικά αιτήματα (από τους αγρότες !!! ).
Ήρθε και πρόσφατα στη δημοσιότητα, με το μοίρασμα της πίττας των 500 εκατομμυρίων ευρώ. Μάλλον, έγιναν κάποιες σκέψεις, που έμειναν μόνο σκέψεις. Τελικά αποφασίστηκε αυτά τα 500 εκατομμυρίων ευρώ να μοιραστούν ανά κλάδο παραγωγής και ανά στρέμμα (εύκολη λύση). Και όχι επειδή δεν υπήρχαν στοιχεία για τον διαχωρισμό των αγροτών, όχι επειδή δεν υπάρχει μητρώο αγροτών και αγροτικών εκμεταλλεύσεων, αλλά επειδή είναι δύσκολο να κάνει κάποιος πολιτική στην ύπαιθρο ξεκινώντας με μέτρα διχοτόμησης, τριχοτόμησης, και πάει λέγοντας, του πληθυσμού. Είναι και το πολιτικό κόστος!!!
Οι «κατά κύριο επάγγελμα» αγρότες είναι η μειοψηφία και μάλιστα ισχνή μειοψηφία. Αποτελεί άραγε αυτή η ισχνή μειοψηφία, την κρίσιμη εκείνη μάζα που μπορεί η πολιτεία να πετύχει στους προαναφερμένους στόχους που θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση; Είναι αυτοί που διαθέτουν βιώσιμες εκμεταλλεύσεις; Είναι αυτοί που επιδιώκουν την αειφορία και παράλληλα προστατεύουν το περιβάλλον ; Ένα μικρό κομμάτι απ’ αυτούς, ναι. Με τον υπόλοιπο αγροτικό πληθυσμό (90% και πλέον), τι γίνεται ; Τι γίνεται με τον πληθυσμό των ορεινών περιοχών, των απομακρυσμένων ή και των νησιωτικών περιοχών, που βιώνουν τις πιο αντίξοες συνθήκες, τόσο στην παραγωγική διαδικασία όσο και στην καθημερινότητά τους, σε σχέση όχι μόνο με τους αντίστοιχους κατοίκους των υπόλοιπων χωρών της Ε.Ε., αλλά και με τους Έλληνες αγρότες των πεδινών περιοχών ;
Και ορισμένα επιπλέον στοιχεία, για του λόγου το αληθές που αν δεν τα μετρήσει κάποιος σοβαρά, μπορεί να οδηγηθεί σε λύσεις που διαστρεβλώνουν την εικόνα του γεωργικού τομέα της χώρας. Το 62% του συνόλου των απασχολούμενων στον πρωτογενή τομέα κατοικεί σε ορεινές και μειονεκτικές περιοχές (άλλη μια κατηγοριοποίηση που χρήζει επειγόντως επικαιροποίηση). Στις ορεινές – ημιορεινές περιοχές, μια από τις κυριότερες διαρθρωτικές μεταβολές των τελευταίων ετών, είναι η αύξηση της πολυαπασχόλησης στα γεωργικά νοικοκυριά, ενός φαινομένου που αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό της οικονομικής βάσης του μετασχηματιζόμενου αγροτικού χώρου. Αυτό το φαινόμενο αποτελεί και στόχο της Ε.Ε.
Στις αγροτικές περιοχές της χώρας μόλις το 12% των αρχηγών των εκμεταλλεύσεων έχει ως κύρια απασχόληση τον πρωτογενή τομέα. Στις ορεινές – ημιορεινές περιοχές το αντίστοιχο ποσοστό είναι πολύ μικρότερο (Π.Α.Α. 2007 – 2013). Από το σύνολο των 800.000 περίπου γεωργικών εκμεταλλεύσεων μόνο 120.000 ανταποκρίνονται σε ικανοποιητική απασχόληση, χωρίς πάλι να μπορούν να χαρακτηριστούν κι αυτές ως «αποκλειστικά γεωργικές». Κι απ’ αυτές μόνο το 39% (~47.000) τις κατέχουν αρχηγοί εκμεταλλεύσεων ηλικίας μεταξύ 25 και 54 ετών (στοιχεία ΕΣΥΕ, δανεισμένα από πόνημα του Σπύρου Καχριμάνη). Και σύμφωνα με στοιχεία του αγροτικού υπουργού κ. Σωτήρη Χατζηγάκη – 09/02/2009 - , από το σύνολο των αρχηγών γεωργικών εκμεταλλεύσεων το 57% είναι ηλικίας άνω των 55 ετών, ενώ το 30% είναι άνω των 65 ετών !!! (Δημήτρης Μιχαηλίδης).
Μ’ αυτούς και γι’ αυτούς μόνο, θα διαμορφωθεί μια αγροτική πολιτική, όπως προτείνουν μερικοί; Και μετά τι; Δεν θα στηριχθεί η πολυαπασχόληση; Δεν θα έχει στήριξη το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων της υπαίθρου και ιδιαίτερα αυτών που κατοικούν στις αγροτικές απομακρυσμένες περιοχές. Γιατί να μην έχει στήριξη (όπως ακριβώς και ένας αγρότης) ένας κάτοικος απομακρυσμένης ορεινής ή νησιώτικης περιοχής, που ασχολείται με την οικοδομή (όποτε υπάρχει μεροκάματο) και συγχρόνως διαθέτει μια ικανοποιητική ή βιώσιμη εκμετάλλευση, παράγοντας βιολογικά προϊόντα, κηπευτικά ή κρασί κ.λ.π.; Γιατί να μην έχει στήριξη ο σύζυγος μιας δασκάλας σε μια αντίστοιχη δύσβατη ορεινή περιοχή, που είναι γεωργός ή κτηνοτρόφος και που το οικογενειακό τους εισόδημα (εξωγεωργικό), ξεπερνά τις 22.500 Ευρώ ;
Αυτοί είναι που χρειάζονται επιπλέον στήριξης και ενίσχυσης του εισοδήματός τους. Αυτοί είναι που ζουν στην ύπαιθρο και την αναζωογονούν. Αυτοί είναι που συντηρούν την παράδοση και δημιουργούν πολιτισμό με αξίες, με τη συμμετοχή τους σε όλα τα δρώμενα της κοινωνικής ζωής. Πολιτιστικές εκδηλώσεις που απολαμβάνουν οι αστοί επισκέπτες, παραδοσιακά τοπικά προϊόντα που γίνονται ανάρπαστα, και δίνουν ζωή στην εγκαταλειμμένη ύπαιθρο. Εκεί πραγματικά που μπορεί να γίνει διάκριση και να ληφθούν διαφορετικά μέτρα στήριξης και ενίσχυσης των «κατά κύριο επάγγελμα αγροτών», σε σχέση με τους «εταιροαπασχολούμενους» είναι μόνο στις «δυναμικές» λεγόμενες περιοχές, που είναι συνήθως οι πεδινές περιοχές της χώρας μας.
Ενώ στις ορεινές, τις νησιώτικες και τις απομακρυσμένες περιοχές, το κριτήριο της βιωσιμότητας δεν είναι το μόνο κριτήριο που θα οδηγήσει προς την οικονομική ανάπτυξη που οραματίστηκαν οι εμπνευστές των συνθηκών της Λισσαβόνας και του Γκέτεμποργκ.
Επειγόντως, πρέπει να αναθεωρηθούν και να αναπροσδιοριστούν αυτές οι περιοχές γιατί έχει κυλίσει πολύ νερό στο αυλάκι. Από το 1981 που θεσπίστηκε ο διαχωρισμός αυτός από την Ε.Ε. και το 1985 που αναθεωρήθηκε, μέχρι σήμερα οι χώρες – μέλη έχουν υπερδιπλασιαστεί, με την ένταξη μάλιστα φτωχότερων περιοχών. Όπως επίσης έχουν αλλάξει και οι στόχοι που αφορούν στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας, στην ανταγωνιστικότητα, στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και κυρίως στην κοινωνία της γνώσης αυτών των περιοχών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου