Συντρόφισσες και
σύντροφοι, φίλες και φίλοι,
Θέλω να ευχαριστήσω τους
διοργανωτές της σημερινής εκδήλωσης για την τιμητική πρόσκληση.
Ιδιαίτερα σήμερα, που το
θέμα της Οικονομίας και της Κοινωνικής Συνοχής βρίσκεται στο επίκεντρο της
δημόσιας συζήτησης και αποτελεί την αιχμή της κριτικής που δέχεται το ΠΑΣΟΚ,
από την εκδήλωση της κρίσης μέχρι και σήμερα.
Η κριτική αυτή, αποτελεί
μέρος μιας συνολικότερης κριτικής που ασκείται τα τελευταία χρόνια στην
Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, στην οποία ανήκει και το ΠΑΣΟΚ, ότι δηλαδή, έχει
εγκαταλείψει προ πολλού τις βασικές αρχές της μεταπολεμικής Σοσιαλδημοκρατίας
που στήριζε την κοινωνική συνοχή μέσω πολιτικών για την απασχόληση, της
εισοδηματικής πολιτικής, της αναδιανομής
εισοδήματος και του κράτους πρόνοιας.
Θα επιχειρήσω να απαντήσω
στα κρίσιμα αυτά ζητήματα καθώς θεωρώ ότι ενόψει και της κρίσιμης αναμέτρησης
των επερχόμενων Ευρωεκλογών τα Σοσιαλιστικά\Σοσιαλδημοκρατικά Κόμματα, πρέπει να αποσαφηνίσουν ποια είναι η
πολιτική τους πρόταση στο ζήτημα της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής
συνοχής.
Η ανάγκη είναι έντονη,
αφού πολλά από τα Κόμματα αυτά και
ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν την μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία
της Ευρώπης, ακολουθώντας πολιτικές που σε αρκετές περιπτώσεις ήταν σε αντίθεση
με το πρόγραμμά τους.
Απλά θέλω να τονίσω, ότι
όση κριτική και αν ασκηθεί στους χειρισμούς της περιόδου Οκτωβρίου 2009- Μαΐου
2012 η αλήθεια είναι μια:
η χώρα θα είχε οδηγηθεί σε
ασύντακτη χρεοκοπία και σε συνθήκες απόλυτης και μαζικής ένδειας αν δεν
επιτυγχάνονταν τον Απρίλιο του 2010 η δημιουργία του Μηχανισμού Στήριξης, στον
οποίο προσέφυγε η Ελλάδα εξασφαλίζοντας 110 δις για να αντιμετωπίσει το
τεράστιο πρόβλημα των δίδυμων ελλειμμάτων και να προχωρήσει στην ανασυγκρότηση
της οικονομίας.
Ας μας πουν όσοι ένθεν
κακείθεν μιλούν για εναλλακτικές προτάσεις, για ποια κοινωνική συνοχή θα
μιλούσαμε το 2014, σε περίπτωση ασύντακτης χρεοκοπίας το 2010;
Επομένως, άλλες οι συνθήκες
του 2009 και άλλες του 2014 και όπως λέει ο στιχουργός «άλλο 1-1-4 και άλλο
9,84».
Θα επιχειρήσω, λοιπόν, να
απαντήσω σε τέσσερα ερωτήματα.
1ο Ερώτημα:
Η ανεργία στην Ελλάδα, και
ειδικότερα η νεανική, έχει φτάσει σε πρωτοφανή επίπεδα.
Υποστηρίζεται ότι η
επιστροφή στην ανάπτυξη θα διασφαλίσει την ταχεία αποκλιμάκωση της
ανεργίας.
Αυτή η λογική αποτυπώνεται
και στο Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο 2015-2018 που συζητείται αυτές τις μέρες στη Βουλή.
Ωστόσο, αρκούν οι πολιτικές
μεταρρυθμίσεων και η επιστροφή στην ανάπτυξη για να μειωθεί η ανεργία ή υπάρχει
πρόσθετη ανάγκη για ενίσχυση των πολιτικών που οδηγούν σε αύξηση της
απασχόλησης;
Ξεκινώ με την εκτίμηση, ότι
η απότομη δημοσιονομική προσαρμογή αποκάλυψε τη συγκαλυμμένη ανεργία, που
προϋπήρχε της κρίσης και σχετίζονταν με τη διόγκωση του μη ανταγωνιστικού και
εσωστρεφούς παραγωγικού τομέα της ελληνικής οικονομίας.
Η Ελλάδα σήμερα, έχει την
υψηλότερη ανεργία στην Ε.Ε, την υψηλότερη ανεργία μεταξύ των νέων, αλλά και των
55 και άνω.
Οι συνθήκες στην αγορά
εργασίας είναι τέτοιες, που καθιστούν αναγκαίο να προσανατολιστεί με απόλυτη
προτεραιότητα το κυβερνητικό έργο στη μείωση της ανεργίας, με δημιουργία όμως
θέσεων εργασίας στον ανταγωνιστικό τομέα της οικονομίας.
Η μετάβαση σε θετικούς
ρυθμούς ανάπτυξης δεν λύνει αυτόματα το πρόβλημα της ανεργίας.
Υπάρχει ο κίνδυνος, η
ανεργία να παραμείνει για κάποιο διάστημα σε υψηλά επίπεδα ακόμη και με
θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Η Ελλάδα στο παρελθόν
δημιουργούσε περίπου 40-50 χιλ θέσεις εργασίας το χρόνο, κυρίως στο μη
ανταγωνιστικό τομέα της οικονομίας.
Αν το μέλλον δεν υπερβεί το
παρελθόν, η αντιμετώπιση της ανεργίας θα πάρει πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα η
παρούσα ανεργία να μετατραπεί σε μακροχρόνια με τρομακτικές συνέπειες για την
κοινωνική συνοχή.
Εκτιμώ λοιπόν ότι θα πρέπει
να διαμορφωθούν - με κίνητρα και αντικίνητρα - προϋποθέσεις για τη δημιουργία
πολλών νέων, μικρών και μεσαίων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων που θα απασχολούν
από 3-40 άτομα, προκειμένου να αρχίσει να αντιμετωπίζεται άμεσα το πρόβλημα της
ανεργίας.
Είναι καλοδεχούμενη η
αναζήτηση μεγάλων επενδυτικών κεφαλαίων. Όμως, η ραχοκοκαλιά της Ελληνικής
οικονομίας όπως και της Ε.Ε. είναι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι
οποίες, παρά τις θετικές εξαγγελίες, την έξοδο της χώρας στις αγορές και την
ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, παραμένουν χωρίς πρόσβαση στη ρευστότητα με
χαμηλό κύκλο εργασιών και μειωμένο προσωπικό.
Να υπενθυμίσω στο σημείο
αυτό, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PES) έχουν θέσει ως προτεραιότητα την
επαναβιομηχανοποίηση των οικονομιών της Ευρώπης.
Ο ευρωπαϊκός στόχος για
αύξηση της συμβολής της μεταποίησης στο ΑΕΠ της Ε.Ε. στο 20% οφείλει να είναι
και στόχος της Ελλάδας, και πρέπει να αξιολογηθούν ποιες είναι οι πρωτοβουλίες
που έχει αναλάβει το Υπουργείο Ανάπτυξης και ποια η αποτελεσματικότητά τους ως
προς τη στόχευση αυτή.
Η αντιμετώπιση αυτής της
κρίσης στην απασχόληση, δεν μπορεί να αφήνεται σε συμβατικά και μάλλον
ξεπερασμένα εργαλεία πολιτικής.
Απαιτούνται αντισυμβατικά
εργαλεία, όπως χορήγηση φορολογικών κινήτρων, διοικητική υποστήριξη,
απελευθέρωση των επαγγελμάτων, μείωση
της γραφειοκρατίας για τις νέες αυτές επιχειρήσεις.
Επίσης, η μεγάλη αξία της
κοινωνικής οικονομίας, που με μεγάλη καθυστέρηση αναπτύσσεται τώρα και στην
Ελλάδα.
Η ανάπτυξη αυτού που λέμε
«τρίτου τομέα της οικονομίας», δηλαδή του τομέα που καλύπτει την περιοχή μεταξύ
του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα προσφέροντας ζωτικής σημασίας υπηρεσίες και
αγαθά προς ευάλωτες ομάδες, αλλά και απασχολώντας κατ’ ελάχιστον το 40% άτομα
από ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.
Μεσοπρόθεσμα, ο μόνος
δρόμος για να δημιουργούνται θέσεις εργασίας, είναι το πέρασμα σε υψηλούς
θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Αυτό, προϋποθέτει, ανάπτυξη
και στην υπόλοιπη Ευρώπη, η οποία όμως, εξαιτίας της κυριαρχίας των
Συντηρητικών προτείνει πολιτικές που τροφοδοτούν την ύφεση και όχι την
ανάπτυξη.
Ιδιαίτερα στις χώρες που
βρίσκονται σε προγράμματα, η στρατηγική των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων από
μόνη της δεν φτάνει για να φέρει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Αντίθετα, βραχυπρόθεσμα οι
διαρθρωτικές αλλαγές μπορεί να οδηγήσουν και σε μείωση του εισοδήματος.
Μεσοπρόθεσμα ενισχύουν την
αναπτυξιακή προοπτική μιας οικονομίας.
Για να βοηθηθεί η βιώσιμη
έξοδος της Ελλάδας από την ύφεση χρειάζεται ένα μεγάλο Ευρωπαϊκό επενδυτικό
πρόγραμμα με πόρους Κοινοτικούς, πέρα από τους υφιστάμενους.
Επίσης, η νομισματική
πολιτική της ΕΚΤ δεν βοηθά την Ελλάδα.
Αντίθετα, την υποχρεώνει σε
αποπληθωρισμό.
Η πολιτική αυτή πρέπει να
αλλάξει και η στόχευση της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό να είναι πιο κοντά στο
2%.
Αυτό, όμως, προϋποθέτει
άλλη πολιτική φιλοσοφία για την ανάπτυξη στην Ευρώπη και άλλο συσχετισμό
δυνάμεων από τον υπάρχοντα, ο οποίος διαμόρφωσε τους συγκεκριμένους όρους
αντιμετώπισης της Ευρωπαϊκής κρίσης και της κρίσης στην Ελλάδα.
Για αυτό είναι σημαντικό να
ενισχυθούν τα σοσιαλιστικά κόμματα σε αυτές τις ευρωεκλογές.
2ο
Ερώτημα:
Μια από τις αρνητικές
επιπτώσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής, στην όποια υποχρεώθηκε η χώρα το
2009 μετά το δημοσιονομικό εκτροχιασμό από την κυβέρνηση της ΝΔ, υπήρξε και η
διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Μεγαλύτερα τμήματα του
πληθυσμού έχουν περιέλθει σε συνθήκες φτώχειας ή σε κίνδυνο φτώχειας.
Και δεν μπορούμε να μιλάμε
για προοπτική ανάπτυξης, όταν επιταχύνονται οι κοινωνικές ανισότητες.
Και το ερώτημα που τίθεται,
είναι αν έχει την πολυτέλεια η χώρα να αφήσει τις ανισότητες αυτές να
συνεχίσουν να αυξάνουν με την προσδοκία ότι θα μειωθούν όταν περάσουμε σε
θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης ή είναι αναγκαίο να εργαστεί για την μείωσή τους;
Στους οπαδούς των
νεοφιλελεύθερων θεωριών που ισχυρίζονται ότι η αναδιανομή του εισοδήματος είναι
επιζήμια και αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη, θα αντέτεινα ότι ισχύει
ακριβώς το αντίθετο.
Οι μεγάλες εισοδηματικές
ανισότητες είναι εκείνες που μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την ανάπτυξη.
Και αυτό έχει αποδειχθεί
και στην πράξη: χώρες με χαμηλά επίπεδα εισοδηματικής ανισότητας, έπειτα από
φάσεις δημοσιονομικής αναδιανομής, εμφανίζουν μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη σε
σύγκριση με εκείνες με ακραία επίπεδα ανισότητας.
Η ανισότητα υπονομεύει την
πολιτική και οικονομική σταθερότητα και κατ’ επέκταση την επενδυτική διάθεση
των επιχειρήσεων.
Επιπρόσθετα, θέτει σε
κίνδυνο την κοινωνική συναίνεση που είναι απαραίτητη σε περιπτώσεις ενός
μεγάλου οικονομικού «σοκ».
Επομένως, βασική
προτεραιότητα της κυβέρνησης συνεργασίας, αλλά και στις συζητήσεις για τις
πολιτικές που πρέπει να σχεδιαστούν τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να αποτελεί η
μείωση των ανισοτήτων.
Αυτή θα γίνει μέσω
σχεδιασμένων πολιτικών κοινωνικής προστασίας και ένταξης –που τώρα δεν υπάρχουν
παρά τις ανάγκες- προκειμένου να διασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή και
μεσοπρόθεσμα η αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.
Η επιστροφή στην
κανονικότητα προϋποθέτει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα μας επιτρέψει να
αποκαταστήσουμε την κλονισμένη μας σχέση με όσους υπέφεραν από το βάρος της
προσπάθειας της «εμπόλεμης περιόδου».
3ο
Ερώτημα
Μας λένε ότι το Πρώτο
Πρόγραμμα δεν έπρεπε να κατανείμει την προσαρμογή συμμετρικά ως προς το σκέλος
των δαπανών και το σκέλος των εσόδων, όπως συνέβη.
Ότι έπρεπε να επιμεριστεί
ώστε τα 2/3 της προσαρμογής να προκύψουν από τις περικοπές των δαπανών και το
1/3 από την αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Αυτή η κατανομή επηρέασε
και συνεχίζει να επηρεάζει κατά την κριτική αρνητικά τις αναπτυξιακές
προοπτικές της χώρας.
Μπορούν σε μεσοπρόθεσμο
ορίζοντα να μειωθούν τα φορολογικά βάρη η πρέπει να στοχεύσουμε στη βελτίωση
της κατανομής των βαρών;
Το διαχρονικό δημοσιονομικό
πρόβλημα της χώρας υπήρξε η υστέρηση των φορολογικών και ασφαλιστικών εσόδων ως
ποσοστού του ΑΕΠ έναντι του αντίστοιχου μέσου όρου της Ευρωζώνης κατά τουλάχιστον 4 ποσοστιαίες
μονάδες, που το 2009 επί ΝΔ είχαν φτάσει 7 ποσοστιαίες μονάδες, και όχι η
υπέρβαση των δαπανών ως ποσοστού του ΑΕΠ έναντι του αντίστοιχου μέσου όρου των
χωρών της Ευρωζώνης.
Η Ελλάδα είχε τεράστιο
πρόβλημα με την φοροαποφυγή και την φοροδιαφυγή, όπως επίσης, με την
εισφοροδιαφυγή.
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. παρά την
πολύχρονη συμμετοχή του σε κυβερνήσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου δεν έθετε,
σε αντίθεση με τα περισσότερα
Σοσιαλιστικά/Σοσιαλδημοκρατικά Κόμματα του Ευρωπαϊκού Βορρά, ως
ιδεολογικό πρόταγμα και κυβερνητική προτεραιότητα το ζήτημα της ενίσχυσης των
φορολογικών και ασφαλιστικών εσόδων ώστε να προσεγγίσουν το μέσο ευρωπαϊκό
όρο.
Η κρίση του 2009 υπήρξε
πρωτίστως το αποτέλεσμα της κατάρρευσης των εσόδων και δευτερευόντως της
αύξησης αναποτελεσματικών και αντιπαραγωγικών δαπανών.
Μετά το ξέσπασμα της
κρίσης, το πρόβλημα της αναμόρφωσης του φορολογικού μηχανισμού δεν μπορούσε να
αντιμετωπιστεί άμεσα.
Προϋπέθετε χρόνο αλλά και
ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις –που δεν υπήρχαν και δεν παρασχέθηκαν ούτε από
τη ΝΔ ούτε από οποιοδήποτε άλλο Κόμμα της Αντιπολίτευσης- για την θέσπιση ενός
αποτελεσματικού θεσμικού πλαισίου και την ριζική αναδιοργάνωση του
φοροελεγκτικού μηχανισμού.
Δεν υπάρχουν στοιχεία που
να δείχνουν, ότι η πρόταση 2/3 προς 1/3 θα είχε μικρότερη επίπτωση στο ΑΕΠ η
στην κατανομή των βαρών και ιδιαίτερα στους πιο αδύναμους.
Αντίθετα, σύμφωνα με έκθεση
του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, η κατανομή των βαρών κατά το Πρώτο
Πρόγραμμα υπήρξε πιο δίκαιη.
Έχοντας περάσει στη
δημιουργία των πρωτογενών πλεονασμάτων, η Ελλάδα πρέπει να στοχεύσει σε
μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα για τα επόμενα χρόνια, γιατί αυτά που
προβλέπονται στο Μεσοπρόθεσμο που συζητείται σήμερα και αύριο δεν βοηθούν την
αναπτυξιακή προοπτική.
Στα επόμενα χρόνια, η
φορολογική πολιτική στην Ελλάδα πρέπει πλέον να επανεξεταστεί με γνώμονα την
καθιέρωση ενός απλού, προοδευτικού και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος
που θα στηρίζει την επιχειρηματικότητα
και θα διανέμει με δικαιότερο τρόπο τα φορολογικά βάρη στους πολίτες.
Σε κάθε περίπτωση, το ΠΑΣΟΚ
οφείλει να θέτει ως προτεραιότητα την περαιτέρω ενίσχυση της
αποτελεσματικότητας της φορολογικής διοίκησης,
προκειμένου να αντιμετωπιστεί η φοροδιαφυγή.
Αυτή είναι η μόνη επιλογή
για να υπάρξουν ουσιαστικές φορολογικές ελαφρύνσεις.
4ο
Ερώτημα:
Η Ευρωπαϊκή
Σοσιαλδημοκρατία είναι συνδεδεμένη με τη θεμελίωση του κράτους πρόνοιας.
Οι πολιτικές λιτότητας που
ακολούθησαν πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, είχαν ως αποτέλεσμα
να προχωρήσουν σε περικοπές που θέτουν υπό αμφισβήτηση την βιωσιμότητα του
κράτους πρόνοιας.
Άραγε η δέσμευση της Ελλάδας
να επιτύχει ψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και στο μέλλον, αφήνει περιθώρια για ένα
βιώσιμο κράτος πρόνοιας, που θα στηρίξει αυτούς που πραγματικά έχουν ανάγκη;
Και με ποιον τρόπο θα επανασχεδιαστεί αυτό;
Αν διδαχτήκαμε κάτι από την
ελληνική εμπειρία της οικοδόμησης κράτους πρόνοιας είναι, ότι δεν πρέπει να
επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος, όπου οι κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα
έφτασαν τον μέσο όρο των αντίστοιχων στην Ευρώπη χωρίς όμως την αντίστοιχη
αποτελεσματικότητα στην καταπολέμηση της φτώχειας.
Η επιστροφή σε αυτό το
κράτος πρόνοιας δεν πρέπει να αποτελεί ούτε όραμα ούτε μέρος του πολιτικού μας
προγράμματος.
Επομένως, η αξιολόγηση της
αποτελεσματικότητας του κράτους πρόνοιας είναι προϋπόθεση για την βιωσιμότητα
του.
Σε μια Ευρώπη με εξαντλημένους
φυσικούς πόρους και πληθυσμό που γερνάει, μόνο με αύξηση της παραγωγικότητας
μέσω της ενίσχυσης της γνώσης, μπορεί να διασφαλιστούν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης.
Αυτό σημαίνει, ότι οι
πολίτες θα πρέπει έχουν πρόσβαση σε ποιοτικό καθολικό σύστημα δημόσιας
εκπαίδευσης και καθολικό ΕΣΥ.
Αυτά θα χρηματοδοτηθούν από
φορολογικά έσοδα.
Η Ευρώπη όμως, με δεδομένο
το περιοριστικό δημοσιονομικό πλαίσιο που έχει θεσπιστεί, θα πρέπει να
επανεξετάσει αν δαπάνες για παιδεία και έρευνα θα πρέπει να εξαιρεθούν από τον υπολογισμό
των ελλειμμάτων.
Κλείνω με μερικά πολιτικά
συμπεράσματα:
• Πρώτον: ακόμα και αν αυτό δεν ήταν στο πρόγραμμά μας (και δεν
θα μπορούσε να είναι), η αποφυγή μιας άτακτης χρεοκοπίας και των συγκριτικά
απείρως δυσμενέστερων επιπτώσεων που αυτή θα έφερνε σε κοινωνικό επίπεδο ήταν
και είναι αυτό που επιτάσσουν οι αρχές μας όταν έρχεται κανείς αντιμέτωπος με
τόσο έκτακτες συνθήκες.
• Δεύτερον: πολλές παράμετροι που επηρεάζουν τη χώρα μας δεν
προσδιορίζονται μόνο εντός των εθνικών τειχών αλλά εξαρτώνται καθοριστικά και
από τους συσχετισμούς δυνάμεων στην Ευρώπη. Αυτό είναι και το βαθύτερο νόημα
της μάχης που δίνουμε στις Ευρωεκλογές, ο συσχετισμός δυνάμεων να είναι πιο
ευνοϊκός.
• Τρίτον και ειδικά για τη χώρα μας: η πραγματική υπέρβαση της
κρίσης προϋποθέτει απόρριψη των προτύπων των περασμένων δεκαετιών τόσο όσον
αφορά τη λειτουργία της οικονομίας και τον προσανατολισμό της, όσο και τη
λειτουργία του πολιτικού συστήματος, και όχι την επιστροφή στις παλιές
παθογένειες με την πρώτη ευκαιρία.
• Τέταρτον: αυτό σημαίνει για εμάς τους Έλληνες σοσιαλιστές να
προτάξουμε ως προτεραιότητες μέσα από τα ερείπια της κρίσης την ανάγκη μιας
υγιούς, και όχι κρατικοδίαιτης και παρασιτικής οικονομίας, που παράγει θέσεις
εργασίας και πλούτο για την κοινωνία, την ανάγκη ενός πραγματικού ευρωπαϊκού
κοινωνικού κράτους που δεν είχαμε ποτέ ως χώρα, παρά τα βήματα που το ΠΑΣΟΚ
είχε κάνει.
Θεωρώ ότι αυτές είναι
προτεραιότητες που ανταποκρίνονται στις αξίες μας και ότι με αυτές μπορούμε να
βρεθούμε ξανά στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων και να ξανακερδίσουμε την
εμπιστοσύνη των μεσαίων και δυναμικών στρωμάτων που τώρα νοιώθουν ότι
κινδυνεύουν, για να μπορούμε με τις πολιτικές μας να στηρίξουμε αυτούς που
έχουν ανάγκη.
Αυτή είναι η μεγάλη
πρόκληση για την Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για
το ΠΑΣΟΚ και σε αυτή την μάχη πρέπει όλοι να προστρέξουμε για την ανασύνταξη
της μεγάλης Δημοκρατικής Παράταξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου