Ένας Έλληνας
πεθαίνει και φτάνει στη ρεσεψιόν της Κόλασης. Ο υπάλληλος του
ανακοινώνει ότι επειδή είναι υπήκοος χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
μπορεί να διαλέξει μία από τις κολάσεις των χωρών-μελών.
Σκέφτεται λίγο και αποφασίζει να πάει στη
Γερμανική:
«Οργανωμένη χώρα», λέει, «τόσα χρόνια στην Ελλάδα τι κατάλαβα. Μου βγάλανε το λάδι. Τουλάχιστον, ας πάρω μυρωδιά του τι σημαίνει Ευρώπη, έστω και στην κόλαση».
Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της γερμανικής κόλασης. Μαύρο μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά. Χτυπάει.
Του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει. «Να δω πώς είναι», του απαντά εκείνος.
Άστα φιλαράκι. Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα ακαθαρσίες!! Φρίκη! Φρίκη!»
«Οργανωμένη χώρα», λέει, «τόσα χρόνια στην Ελλάδα τι κατάλαβα. Μου βγάλανε το λάδι. Τουλάχιστον, ας πάρω μυρωδιά του τι σημαίνει Ευρώπη, έστω και στην κόλαση».
Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της γερμανικής κόλασης. Μαύρο μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά. Χτυπάει.
Του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει. «Να δω πώς είναι», του απαντά εκείνος.
Άστα φιλαράκι. Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα ακαθαρσίες!! Φρίκη! Φρίκη!»
Όπου φύγει-φύγει ο Έλληνας. Στη συνέχεια δοκιμάζει τις
υπόλοιπες κολάσεις, τα ίδια ακριβώς. Έτσι απογοητευμένος, καταφεύγει
στην έσχατη λύση, την ελληνική κόλαση! Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη.
Μία πύλη εγκαταλειμμένη, βρώμικη, όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει
με μεγάλα φωσφορίζοντα γράμματα η λέξη ΚΟΛΑΣΗ. Το Κ και το Λ φυσικά δεν
ανάβουν. Έτσι η επιγραφή γράφει ΟΑΣΗ.
«Ελληνική ανοργανωσιά...», μουρμουρίζει.
Όσο πλησιάζει, ακούει κάτι περίεργους θορύβους... Μοιάζουν με μουσική.
Πλησιάζει περισσότερο. Η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα. Μπουζούκια,
μπαγλαμάδες κλπ. Χτυπάει... Του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μία
μπουκάλα στο χέρι, τύφλα στο μεθύσι, και τον ρωτά τι θέλει.
«Ήρθα να δω πώς είναι», του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα.
Τραπέζια, κάπνα, κάτι γκόμενες χορεύουν πάνω στα τραπέζια τσιφτετέλια,
νταούλια... Γενικώς, μπάχαλο.
Τρελαίνεται ο τύπος:
«Καλά ρε φίλε, τι γίνεται εδώ;»
«Aσε φίλε, χάλια!», του λέει ο μεθυσμένος. «Η κατάσταση είναι δραματική
εδώ πέρα. Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ
μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια με ακαθαρσίες».
«Πλάκα μου κάνεις;», απαντάει ο πεθαμένος. «Εδώ πίνετε και γλεντάτε!»
«Εεε, ξέρεις πώς είναι μωρέ εδώ στην Ελλάδα... Τη μία δεν έχουμε
ακαθαρσίες, την άλλη χαλάνε τα μαστίγια...» !!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου