
Τω καιρώ εκείνω, μέρα σαν κι αυτή, στο χωριού μαθητής γυμνασίου γύριζα
μόνος μου κάμνοντας αντίσταση στον νιαημεροπαρασυρμό· κάτι ηλικιωμένοι
στον πλάτανο γερνούσαν επιτυχώς. Ολοι ήταν στην πόλη. Στο καφενείο που
διάβαζαν τη «Μακεδονία» μια τριάδα δεινών παιγνιοχαρτοπαιχτών δεν τους
χωρούσε ο μικρός τόπος και τρόπος, αφού δε μπορούσαν να παίξουν ελλείψει
τέταρτου. Ολοι τους παλιοί αριστεροί συμπλήρωναν 2 δεκάδες χρόνια
φυλακή κι εξορία (Στάθης, Λυνγκογιάννης, Τζιότας)
Μου την έπεσαν:
- Ξέρεις να παίζεις;
- Ξέρω...
Δεν έπαιξα ποτέ αλλά ήξερα όλα τα παιχνίδια άριστος βλεψίας (αργότερα
«Ηδονο (α)βλεψίας»). Επαιξα εκείνη τη μέρα αντί βιβλία χαρτιά για πρώτη
και μόνη φορά και μάλιστα με τους επιφανέστερους της χαρτοπαικτικής
...διαλεκτικής. Διεξήλθα ανδρείος το διακόνημα το οποίον εκλήθην να φέρω
σε πέρας. Οι ...συμπαίκτες με κοιτούσαν διαπορούντες.
- Οϊ οϊ τι είναι ετούτο το σκέδιο που μας προέκυψε!
Δεν ξανάπαιξα ποτέ χαρτιά μετά από την πρώτη αγωνιστική μου διεξαγωγή και κορύφωση...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου