«Ακούσατε του ενυπνίου τούτου, ου ενυπνιάσθην· ώμην ημάς δεσμεύειν δράγματα εν μέσω τω πεδίω, και ανέστη το εμόν δράγμα και ωρθώθη, περιστραφέντα δε τα δράγματα υμών προσεκύνησαν το εμόν δράγμα.»
Γένεσις 37, 5
Αυτό ήταν λοιπόν!
Οπως και κάθε τι που μας προκύπτει εδώ και μερικούς μετανεοδημοκρατικούς μήνες έχει, πλην των άλλων, και τις ναυτιακές εκδοχές ήταν η αιτία ν’ ανάψει πανελληνίως ο δημοτικός κλεφτοπόλεμος έχει κι αυτή στις λεπτομέρειες ή τις αφετηρίες, το αυτό αίσθημα της ένδον σωματικής ανακατοσιούρας.
Μαύρες σημαίες διαμαρτυρίας και οργής βγήκαν στους δρόμους (οι κόκκινες της σαρωτικής εξέγερσης λανθάνουν εισέτι ή τις χρησιμοποιούν για ιδεολογικά ξεσκονόπανα).
Χαίρετε γενναίοι Κρητικοί κλπ. από το Βραχάσι
αλλά μη επιχαίρεις και πολύ χώρα της Γερμανίας
από τη χώρα μας, χώρα τυφλής κι άγριας ονανίας. (1)
Ο καποδιστριακός Δήμος Βελβεντού, λοιπόν, μένει στην ίδια τάξη αυτόνομος, αυτοδύναμος «μονάχος κι αβοήθητος της λευτεριάς ταμένος» όρθιος στην ενσκήψασα πανώλη του Καλλικράτη, θέλω να πω του Πασοκοδημοτρομοκράτη, που θερίζει δημάρχους και δήμους σαν στάχυα. Ολα τα υπόλοιπα δημαρχιακά δεμάτια (δράγματα) έπεσαν και προσκύνησαν το βελβενδινό. Οτι αυτό αποτελεί κάτι το ξεχωριστό, το συναρπαστικό, το αριστοκρατικό, το μοναδικό, το υπέροχο, το τέτοιο και τ’ αλλιώτικο. Ολα τ’ άλλα από άγανα, παράσιτα και σκέτα άχυρα αποτελούνται. Θυμίζει η υπόθεση τον πάγκαλο (απλή συνωνυμία με τον νυν) Ιωσήφ εν μέσω των αδελφών του, λίγο πριν την αλυσιτελή ρίψη του στο πηγάδι.
Ομως τι σε ενοχλεί εσένα αυτό; Τίποτα κατ’ αρχήν και καλά τα κατάφεραν στη συνέχεια. Αλλά επί του ηθικού και μόνο πεδίου με ροκανίζει μια θλίψη. Τι το ιδιαίτερο αποτελούν στο λεκανοπέδιο του Ν. Κοζάνης αυτοί, κι όλοι οι λοιποί είμαστε κάτι χύδην όντα (ηλίθιοι «όχι όντα, ιδέες είμαστε και ζούμε πολεμόντα»). Επειδή δεν έχουμε θείτσα, θείο ή έστω μπαρμπαγιάννη στην επικράτεια της πολιτικής πασοκαρίας αυτό είναι κάτι το μειωτικό για μας αλλά ευεργετικά μειονοτικό γι αυτούς. Δε λέω, ο τόπος τους, ανήκει σε διαφορετικό, φυλετικό είδος (φιλεόρτιον, φιλοτραγούδιστον και φιλαρχούμενον) αλλά αυτά είναι από μόνα τους αρκετά; Οχι. Εχει τους πιο πολλούς και παλιούς ναούς της ιεράς μας Μητροπόλεως -τότε ας γίνουν Μητροπολιτικός Δήμος- έχουν όλοι οι κάτοικοί του μετοχές στο Μετόχι· έχει χωρικές αποικίες, τη ριγανοφόρο Σκούλιαρη και του Παλαιογράτσανου την εύανδρο χώρα· διασχίζει το κέντρο του ασκέπαστη μεν νεροσυρμή, έχει όμως τον Σκεπασμένο τόπο· έχουν ροδάκινα, μαρμελάδες κι άλλα αλοιφοειδή είδη, και στο σβέρκο τους το Φλάμπουρο, το Καταφύγι, τα Πιέρια. Ο ήλιος του λεκανοπεδίου μας από τα βουνά τους ανατέλλει, ακόμα κι η προχθεσινή Πανσέληνος, την οποία είδαμε από το μηχανουργικό κτήμα γαμβρού βελβενδινού! Εχουν Αη Θανάση κι ανήμερα της γιορτής του στις πλαγιές και τους γύρωθεν λόφους, ψήνουν και τρώνε λουκάνικα, ενασμενίζονται δε στις παρέες, διάφοροι σαλτιμπάγκοι της εξουσίας έχοντας το λουκάνικο στο στόμα. («Με ένα Λουκά και με ένα Νίκο απέκτησα λουκάνικο» ο Ντ. Χριστιανόπουλος). Με όλα αυτά τα εξόχως ντιλετάντικα ας τους ανατεθεί κι η διοίκηση του νομού εξ ολοκλήρου να μας βάλουν σε μια σειρά επί τέλους να μη γκρινιάζουμε διαρκώς ως ανάγωγα εκ του πολιτικού κνησμού.
***
Απάντηση επί του καθαρά πολιτικού, καθαρού μας τοπικού πολιτικού.
«Ας είχαν ή ας έτρεφαν κι οι άλλοι (όλοι οι υπόλοιποι μαζί) στους κόλπους ή τους κόρφους τους κρύφα ή φανερά: α) Αννα (με την τραμαντζάνα ή επί το λογιότερον «Αννα τ’ όνομά της το μικρό»), β) Γιώργο («...Κρατιέμαι από ένα λουλούδι» ή «πόθεν μας προέκυψε αυτός ο κοκοβιός» που λέγαν οι δικοί του, του κ. Ρούλη μη απολιπομένου -Ρούλης! Ακου Ρούλης;-, γ) λίγο Γιάννη («γειά σου τί χαμπάρια;» ή πως οι 45 τόσοι συνώνυμοί του στη Βουλή έχουν ενός και μόνο κοκόρου γνώση).
Η κωμικοθλιβερή αρχή -χαμένη και χαμένη από πολύ χειρότερες πληγές (φαραωνικές τηρουμένων των αναλογιών)- φέρμαρε στο λαό με άγριο τρόπο μέτρα (δεν υπήρχε σάλιο κατά δήλωσιν υπουργού) ως του διεθνούς κλότσου και των εσωτερικών της «μπάτσων» που είναι, διαλυόμενη εις τα εξ ων συνετέθη, πρακτικά βρίσκεται στο ό,τι προλάβει ο πασοκοένας, συλλογικά ή ατομικά. Σε λίγο θα αμοληθούν τα ενημερωτικά χαλκεία μαζί τα κοινοβουλευτικά κύμβαλα, που καίγονται για την πάρτη και το προσωπικό τους πάρτι, να πείσουν τους άπειρους, οικείους χάνους και τους εναπομείναντες Χαγάνους (λαότης που εξέλιπε των τάξεων της ανθρωπότητας από έξεις, εθισμούς και θεσμούς - εσμούς, παρόμοιους με τους ελληνικούς), οι οποίοι τους κοιτούν καθώς αγορεύουν (δηλαδή αγρεύουν) όπως η αγελάδα το τραίνο, λέγοντες, βοώντες και κεκραγότες: το άτιμον γένος των ΔΝΤων μας χαντάκωσε ενώ εμείς 30 τόσα χρόνια την μεταπολιτευτική Ελλάδα σας καλά της το κάναμε (το κακό) αλλά κανονικά και με το νόμο, ώσπου δεν άντεξε άλλο και απ’ την ασίγαστη ιμεροκλινο-κραιπάλη μας και χρεοσκόρπισε.
«Τώρα κατάλαβα τι η νύχτα που είμαι!» (2)
Σε ποιούς λοιπόν θα εμπιστευτούμε να μας πάρουν τα μέτρα για να μας απο(σώσουν) οριστικά κι αμετάκλητα; Αυτοί που μόνο για το τομάρι τους νοιάζονταν τόσα χρόνια; Από τον τοπικό Καλλικράτειο όνυχα φαίνεται ο λέων της προδοσίας, της προσωπικής τους «κηδείας» και της δημόσιας ακηδείας. Ηρθε ο καιρός να τους αλλά και να πληρώσουμε, στην κυριολεξία, γιατί μέχρι τώρα μας βόλευε η φτήνια του συστήματός τους, άλλωστε πρόσωπά μας ήταν, τους μοιάζαμε, τους θέλαμε, τους γλείφαμε, μας έγλειφαν κλπ. τους ψηφίζαμε μας έκλεβαν.
***
Τους Αιανιώτες όμως συλλογίζομαι (3) και πως την έπαθαν οι δύστηνοι απ’ τους δικούς τους μάλιστα κι όχι από τους δεξιούς και περί αυτών επιδέξιους. Ενας πρώην δήμαρχός της ονόμασε την αρχαία τους πόλη, έκπαλαι (ίσως από την εποχή του δρομέα Απολλόδωρου) πασοκομάνα (κατά το ...ανταρτομάνα της πόλεως Κοζάνης).
Επί των αρχαίων τους ερειπίων τώρα θρηνούν, όπως οι Εβραίοι επί των ερειπίων του Ναού (στην Αιανή ακόμα δε βρέθηκε αρχαίος ναός γι’ αυτή τη χρήση, ο δε νέος πυρποληθείς αλλά κι αναφυής, δε δόθηκε για τέτοιες θρηνώδεις χρήσεις). Τι ταπείνωση να γίνουν προσάρτημα της πόλεως Κοζάνης! Μάλιστα θα περνάνε υποχρεωτικά από τη Λευκοπηγή, όπου θα αποδίδουν τιμές στον Πλάτανο και τον λάκκο της, αυτήν την οποία επί Καποδίστρια ήθελαν να την προσαρτήσουν οι χωρικο-ιμπεριαλιστές. Παν τ’ αρχαία, παν’ τα νέα, παν τα δημαρχιακά. Ο κυρ’ δήμαρχος, ο οποίος έφερε μέχρι και τον κλωνοποιημένο ΥΠΠΟ να ξεσκεπάσει τα αγάλματά της (με όλες τις συνακόλουθες ρεβεράντζες των υπηκόων της επαρχίας) και το Δημοτικό Συμβούλιο, πρέπει να παραιτηθούν αύτανδροι. Για απεργία πείνας δε τους βλέπω να έχουν ανθεκτικές γαστέρες. Η τοπική δε περίλαμπρος αρχαιολογία της, ομοίως, αφού όχι μόνον δεν κατάφερε να ονομάσει το τοπικό Πανεπιστήμιον «Αιάνειο» (το ‘ριξε στις βραδιές ποίησης, αυτές τους μάραναν) αλλά της διέφυγε η τεκμηρίωση urbi et orbi της αρχαιολογικής, αναγκαιότητας της αυτόνομης, δημοτικής τους υπάρξεως. Σέρνονται αιχμάλωτοι, αυτοί οι περήφανοι αρχαίοι με τις ευειδείς Λαζαρίνες, στου Λαζάρου τη θύρα, κουρταλώντας την. Τώρα όλοι οι δημότες από Ρημνίου έως αγίας Παρασκευής, της Ροδιανής, Κτενίου, Κερασιάς παρεμβαλλόμενων, αποφάσισαν να είναι θυμωμένοι απ’ άκρου εις άκρον σώματος και ψυχής. Ολοι καταλαβαίνουν βέβαια τι απαντάει ο απλός λαός και η εξουσία σ’ αυτής της μορφής το θυμό, μη γινόμαστε και χυδαίοι. Κάθονται στις περί την πλατείαν ψησταριές (ΣταμουΓκούνα) και συλλογίζονται διαδακτυλίζοντες τα κομβολόγια της απελπισίας τους περιμένοντας του Βαρβάρους της πόλεως Κοζάνης να τους συν-περιλάβουν κανονικά.
Αλλά και στη Σιάτιστα (το μέγα άλλοτε φλουροχώρι νυν δε εν αποσυνθέσει γουνοχώρι) θυμήθηκαν τα κλέη του Φαρδύκαμπου και στα μέρη της Μπάρας βάλαν αμπάρα στα τούρκικα οχήματα της νταλικοκρατίας.
- Θέλανε στο Δήμο τους στη Νέα Δημοκρατία σε καιρούς με άκρατη και άφρονη πασοκρατία...
– Τώρα ας φάνε τη Νεάπολη και να ‘ναι κρύα.
Σημειώσεις
1. Τζων Μαρέν «Ονανία», 1708
2. Δημήτρης Λιοσάτος «Η χρονιά που έχασε την άνοιξη της»
3. Γιατί κι εγώ τώρα συλλογίζομαι τους στίχους του Κ. Ουράνη;
Τους ναυτικούς, τους γέρους συλλογίζομαι
που στα μεγάλα των χειμώνων βράδια
με υπομονή κι αγάπη για τα εγγόνια τους
είτε γι' αυτούς μικρά φτιάχνουν καράβια.
Και δεν μπορούν πια να ταξιδέψουνε
μα κάθε μέρα ως το λιμάνι πάνε
κι άνεργοι, ανώφελοι και πένθιμοι
σαν κάτι τις να χάσανε κοιτάνε.
την άγκυρα στο στήθος τους φοράνε
και που, όταν περπατάν, σκαμπανεβάζουνε
σαν μέσα σε καράβι ακόμα να’ ναι.
3 σχόλια:
διάφοροι σαλτιμπάγκοι της εξουσίας...
Πολύ ωραίο.
Μόνο λύπη μπορεί να νιώσει κάποιος διαβάζοντας αυτό το θλιβερό κείμενο του κυρίου Β.Π. Καραγιάννη. Ο λόγιος Βασίλης δεν αντιμετώπισε ποτέ καταστάσεις με τέτοιο ήθος, ούτε τον είχαμε ικανό να χρησιμοποιήσει αυτό το ύφος. Κανένας δεν εχει να κερδίσει τίποτα από αυτό το γεμάτο κακίες κείμενο. Δεν πειράζει όμως. Όλοι κρινόμαστε γι' αυτό που είμαστε, γι' αυτό που κάνουμε, γι' αυτό που λέμε. Όσο για την "πασοκρατία" του Δήμου Κοζάνης, ας θυμηθούμε όλοι ότι κάποτε τον έκανε αφεντικό στην καθ' ημάς δημοτική ιστορική βιβλιοθήκη. Σήμερα την τάξη που τον χάρισε περγαμηνές την λοιδωρεί. "Ουδείς αγνωμωνέστερος του ευεργετηθέντος". Όποιος το είπε αυτό έχει απόλυτο δίκιο. Τ' ακούς Βασίλη; Χαλάρωσε.
ΕΝΑΣ ΠΑΛΙΟΣ ΓΝΩΡΙΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΣ.
Παναγιώτη, πες αλεύρι...
Δημοσίευση σχολίου