Μετά
από εικοσιπέντε και πλέον χρόνια από τα συλλαλητήρια του 1992 η
ελληνική κοινή γνώμη παρότι παραδέχεται πως αυτά δεν βοήθησαν τη
διαπραγματευτική τακτική της χώρας (έρευνα ΕΛΙΑΜΕΠ – Μονάδα Ερευνών
ΠαΜακ 2018) βιώνει ένα déjà vu. Μπορεί με διαφορετικούς πολιτικούς
πρωταγωνιστές, σίγουρα σε ένα διαφορετικό και πιο σύνθετο διεθνές
περιβάλλον, με ίδιο όμως το αίτημα απόρριψης οποιαδήποτε ονομασίας
περιέχει τον όρο «Μακεδονία» ως μέρος της λύσης για την ονομασία της
γειτονικής μας χώρας.
Τι ακριβώς θέλουν και ποιοι είναι αυτοί που πηγαίνουν στα
συλλαλητήρια; Υπάρχουν κοινά στοιχεία ανάμεσα σε όσους αρνούνται κάθε
συμβιβασμό και υιοθετούν μία άκαμπτη στάση; Υπάρχουν! Και αυτά είναι
κοινωνικά, ψυχολογικά και πολιτικά. Οριζόντια τομή στα δημογραφικά
χαρακτηριστικά.
Η απόρριψη κάθε αναφοράς στον όρο «Μακεδονία» είναι κυρίαρχη σε όλες
τις επί μέρους δημογραφικές ομάδες δημιουργώντας μία οριζόντια τομή ανά
φύλο, ηλικία, μορφωτικό επίπεδο, επαγγελματική ή οικονομική κατάσταση.
Ηλικιακά, τα μεγαλύτερα ποσοστά μη αποδοχής μίας σύνθετης ονομασίας
εμφανίζονται κατά μέσο στις ηλικιακές ομάδες 35-54 ενώ πιο δεκτικοί σε
μία σύνθετη ονομασία οι νέοι (17-34) και οι ηλικίες 55+. Ως προς τη
γεωγραφική κατανομή, τα μεγαλύτερα ποσοστά απόρριψης εμφανίζονται
ανάμεσα σε όσους κατοικούν στη Βόρεια Ελλάδα και τα μικρότερα στους
κατοίκους της Αττικής, ενώ ως προς την εκτίμηση της οικονομικής
κατάστασης όσοι δηλώνουν ότι «Δεν τα βγάζουν πέρα» εμφανίζονται οι
περισσότερο ασυμβίβαστοι.
Συναίσθημα και άγνοια. Η απόρριψη μίας σύνθετης
ονομασίας και ιδιαίτερα τα επιχειρήματα που εκδηλώθηκαν στα συλλαλητήρια
συνιστούν ένα μείγμα συναισθηματισμού και τρομακτικής άγνοιας των
παραμέτρων του ζητήματος. Ενα από τα κυρίαρχα επιχειρήματα έχει μία
ιστορική «χροιά»: οι γείτονές μας θεωρούμε πως παραχαράσσουν την
Ιστορία, και δείχνουν διαθέσεις καπηλείας των συμβόλων και της
κληρονομιάς μας. Το πόσο δίκιο έχουμε είναι μία άλλη μεγάλη συζήτηση που
σίγουρα αγνοεί τον τρόπο συγκρότησης των εθνικών κρατών και διαμόρφωσης
της εθνικής ταυτότητας.
Η αλήθεια είναι πως δεν είμαστε και οι καλύτεροι γνώστες της
Ιστορίας, όχι φυσικά της παγκόσμιας αλλά της δικής μας. Πολλοί νέοι
μπερδεύουν τον πρώτο με τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ενώ αγνοούν
βασικές ιστορικές γνώσεις γεγονότων γεωπολιτικής σημασίας που
διαδραματίστηκαν μόλις τα προηγούμενα 100 χρόνια. Αυτό δεν φαίνεται να
εμποδίζει πολλούς να ισχυρίζονται πως μπορούν να διακρίνουν ιστορικές
διαδρομές χιλιάδων ετών παρότι δεν μπορούν να αναγνωρίζουν στοιχειώδεις
συνέπειες πιο πρόσφατων εξελίξεων. Η άγνοια και ο συναισθηματισμός
αποτελούν ένα εκρηκτικό συνδυασμό που όσο μεγαλώνει τόσο εντονότερη
είναι η υιοθέτηση μίας άκαμπτης στάσης.
Ο δεξιός εθνικολαϊκισμός στο προσκήνιο. Η τοποθέτηση
στον άξονα «Aριστερά – Δεξιά» φανερώνει μία σημαντική διάκριση. Όσο
αριστερότερα του Κέντρου βρισκόμαστε, τόσο πιο δεκτικοί εμφανιζόμαστε
στην αποδοχή μίας σύνθετης ονομασίας. Όμως από το Κέντρο, όπου βρίσκεται
και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, και δεξιότερά του, η απόρριψη
οποιασδήποτε αναφοράς κυριαρχεί. Με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, η
καλλιέργεια αυτής της τοποθέτησης ενισχύεται και από τις πολιτικές ελίτ,
που όταν δεν σιωπούν, επιχειρούν την εκμετάλλευση του ζητήματος με
στόχο τα μικροκομματικά οφέλη.
Εσωστρέφεια και φοβικότητα. Η κοινή γνώμη, ιδίως
κατά τα χρόνια της κρίσης, βρίσκεται σε μία παρατεταμένη περίοδο
εσωστρέφειας και απομονωτισμού. Πολλοί νιώθουν συνεχώς αδικημένοι,
απροστάτευτοι και μόνοι. Όσο εντονότερα είναι τα αισθήματα
«θυματοποίησης», τόσο πιο άκαμπτη η στάση που επιλέγεται. Στο ζήτημα της
ονομασίας η πλειοψηφία εκτιμά πως η υιοθέτηση μίας σύνθετης ονομασίας
υποκρύπτει μία μελλοντική εδαφική απειλή από μέρους της γειτονικής μας
χώρας, ενώ αγνοεί τις προκλήσεις ασφαλείας της περιοχής.
Η πλειοψηφία του πληθυσμού αντιμετωπίζει τους διεθνείς οργανισμούς
φοβικά, θεωρώντας πως μηχανεύονται σχέδια εναντίον της και συνοδεύει την
αντίληψη αυτή με –ενίοτε ευρηματικές– θεωρίες συνομωσίας. Διατηρεί μία
απόσταση από τους παραδοσιακούς συμμάχους της (Ευρωπαϊκή Ένωση, ΝΑΤΟ).
Μάλιστα υιοθετεί τέτοια στρεβλή εικόνα της πραγματικότητας που θεωρεί
πως μία από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν την πΓΔΜ με το συνταγματικό
της όνομα το 1992, η Ρωσία, τάσσεται με το μέρος της Ελλάδας σε
μεγαλύτερο βαθμό από τους παραδοσιακούς συμμάχους της.
Τι θέλουμε να πετύχουμε; Η κοινή γνώμη φανερώνει
μικρή προθυμία διαπραγμάτευσης. Όσο πιο σημαντικό θεωρεί το ζήτημα, τόσο
εντονότερα απορρίπτει οποιαδήποτε προσπάθεια συμβιβασμού. Όμως αυτήν
την εικόνα την έχουμε ξαναδεί πρόσφατα. Μία άκαμπτη κοινή γνώμη,
απρόθυμη σε υποχωρήσεις, πετυχαίνει ακριβώς τα αντίθετα από όσα επιζητά.
Αυτό ίσως είναι και το πιο σημαντικό πρόβλημα. Δεν μαθαίνουμε από τα
λάθη μας και δεν καταλαβαίνουμε τις επιλογές μας.
* Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και ο Γιώργος Σιάκας
είναι Διευθυντής Ερευνών της Μονάδας Ερευνών Κοινής Γνώμης και Αγοράς
του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου