Του Πάσχου Μανδραβέλη
Ο μεγάλος οικονομολόγος Τζον Κένεθ
Γκαλμπρέιθ είχε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 μια συμβουλή για τον
νεοεκλεγέντα, τότε, πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζον Φ. Κένεντι: «θα διαπιστώσεις»
του είπε, «ότι η πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού. Είναι η
επιλογή μεταξύ του δυσάρεστου και του καταστροφικού». Στην περίπτωσή
μας το δυσάρεστο είναι τα μέτρα που ελήφθησαν. Το καταστροφικό θα ήταν
να μη ληφθούν.
Για τα μέτρα καθαυτά μπορούν να ειπωθούν πολλά. Και λέγονται πολλά. Ολα αυτά εμπίπτουν στο κόλπο του «άλλου μείγματος» που προτείνει ο κ. Σαμαράς και το οποίο καταλήγει σε μια απέραντη κολοκυθιά. Επειδή υπάρχουν άπειρες διαφορετικές συνταγές δημοσιονομικής πολιτικής, καθένας μπορεί να υιοθετήσει μία και ν’ αρχίσει το παιγνίδι: «Γιατί να φορολογηθεί αυτό;». «Αμ τι να φορολογηθεί;». «Να περικοπεί το άλλο». «Και γιατί να περικοπεί το άλλο;». «Αμ τι να περικοπεί;»... Και η συζήτηση μπορεί να συνεχίζεται αέναα, διανθισμένη βέβαια με τις γνωστές κοινοτοπίες περί «στρατηγικού ρόλου του X οργανισμού στην οικονομία», «της ανάπτυξης που θα μπορούσε να ’ρθει», «κοινωνικής ευαισθησίας», κ.λπ.
Γενικώς, πάντως, για οτιδήποτε κρατικό πάει να ιδιωτικοποιηθεί, ή να κλείσει, ορθώνεται το επιχείρημα «ξέρεις, ρε, ποιος είμαι εγώ, και τι μπορώ να προσφέρω στην εθνική οικονομία;». Από την άλλη για οτιδήποτε πάει να φορολογηθεί στον ιδιωτικό τομέα ορθώνεται το άλλο επιχείρημα: «ξέρεις, ρε, ποιος είμαι εγώ και τι αναπτυξιακές προοπτικές θα είχα αν δεν με φορολογούσαν;».
Ολα αυτά είναι λογικά και εμπίπτουν στην πρακτική των διαρκώς μετακινούμενων σκουπιδοκάδων στους δρόμους των πόλεων. Ολοι θέλουν να σωθεί η οικονομία, αλλά εξόδοις άλλων. Δηλαδή, αν κάποιος είναι συνδικαλιστής της ΔΕΗ και παίρνει 65.000 ευρώ τον χρόνο μόνο οδοιπορικά, φυσικό είναι να παλέψει όσο μπορεί για το... «φθηνό ρεύμα του λαού».
Το πρόβλημα είναι ότι η ίδια κολοκυθιά παίζεται κι εντός της κυβέρνησης. Οι υπουργοί, αντί να περικόπτουν δαπάνες, ζωγραφίζουν. Οι «κόκκινες γραμμές», οι πράσινες και οι θαλασσιές οι χάντρες είναι μια πιο εκλεπτυσμένη –ομολογουμένως– κολοκυθιά που παίζουν μεταξύ τους. Ο ένας βάζει κόκκινες γραμμές στο δικό του βιλαέτι, ο άλλος σκιαγραφεί την πράσινη ανάπτυξη παραπέρα, ο τρίτος χαράσσει σοσιαλιστικές ευαισθησίες, με αποτέλεσμα να έχουμε το τέλειο αλαλούμ.
Η οικονομία όμως δεν κινείται στον συμβολικό χώρο, όπως θα ήθελε ο υπουργός υποδομών, κ. Δημήτρης Ρέππας. Εκδικείται στην πραγματικότητα. Ετσι με κουτοπονηριές –τάχαμου κόβουμε δαπάνες– και μεγάλες κουβέντες περί «δημοσιονομικής κατοχής» φτάνει η χώρα στο μη περαιτέρω. Τα μέτρα τελικώς λαμβάνονται –διότι η χώρα πραγματικά βρίσκεται υπό την κατοχή του δυσβάστακτου χρέους της και των μεγάλων ελλειμμάτων που οι ίδιοι οι υπουργοί παράγουν ή έστω δεν μειώνουν– αλλά η κυβέρνηση υφίσταται τεράστια ζημιά. Αντί να προλαβαίνει τις εξελίξεις και να προσαρμόζεται εγκαίρως, δείχνει να σέρνεται πίσω από αυτές. Στο τέλος παίρνει τα μέτρα, αλλά ακόμη κι αν καταφέρει να σώσει τη χώρα δεν θα το πιστωθεί. Ετσι, στο δίλημμα που έθεσε ο Γκαλμπρέιθ θα τα πετυχαίνει και τα δύο: Και δυσάρεστη γίνεται, αλλά και καταστροφική για την ίδια.
Για τα μέτρα καθαυτά μπορούν να ειπωθούν πολλά. Και λέγονται πολλά. Ολα αυτά εμπίπτουν στο κόλπο του «άλλου μείγματος» που προτείνει ο κ. Σαμαράς και το οποίο καταλήγει σε μια απέραντη κολοκυθιά. Επειδή υπάρχουν άπειρες διαφορετικές συνταγές δημοσιονομικής πολιτικής, καθένας μπορεί να υιοθετήσει μία και ν’ αρχίσει το παιγνίδι: «Γιατί να φορολογηθεί αυτό;». «Αμ τι να φορολογηθεί;». «Να περικοπεί το άλλο». «Και γιατί να περικοπεί το άλλο;». «Αμ τι να περικοπεί;»... Και η συζήτηση μπορεί να συνεχίζεται αέναα, διανθισμένη βέβαια με τις γνωστές κοινοτοπίες περί «στρατηγικού ρόλου του X οργανισμού στην οικονομία», «της ανάπτυξης που θα μπορούσε να ’ρθει», «κοινωνικής ευαισθησίας», κ.λπ.
Γενικώς, πάντως, για οτιδήποτε κρατικό πάει να ιδιωτικοποιηθεί, ή να κλείσει, ορθώνεται το επιχείρημα «ξέρεις, ρε, ποιος είμαι εγώ, και τι μπορώ να προσφέρω στην εθνική οικονομία;». Από την άλλη για οτιδήποτε πάει να φορολογηθεί στον ιδιωτικό τομέα ορθώνεται το άλλο επιχείρημα: «ξέρεις, ρε, ποιος είμαι εγώ και τι αναπτυξιακές προοπτικές θα είχα αν δεν με φορολογούσαν;».
Ολα αυτά είναι λογικά και εμπίπτουν στην πρακτική των διαρκώς μετακινούμενων σκουπιδοκάδων στους δρόμους των πόλεων. Ολοι θέλουν να σωθεί η οικονομία, αλλά εξόδοις άλλων. Δηλαδή, αν κάποιος είναι συνδικαλιστής της ΔΕΗ και παίρνει 65.000 ευρώ τον χρόνο μόνο οδοιπορικά, φυσικό είναι να παλέψει όσο μπορεί για το... «φθηνό ρεύμα του λαού».
Το πρόβλημα είναι ότι η ίδια κολοκυθιά παίζεται κι εντός της κυβέρνησης. Οι υπουργοί, αντί να περικόπτουν δαπάνες, ζωγραφίζουν. Οι «κόκκινες γραμμές», οι πράσινες και οι θαλασσιές οι χάντρες είναι μια πιο εκλεπτυσμένη –ομολογουμένως– κολοκυθιά που παίζουν μεταξύ τους. Ο ένας βάζει κόκκινες γραμμές στο δικό του βιλαέτι, ο άλλος σκιαγραφεί την πράσινη ανάπτυξη παραπέρα, ο τρίτος χαράσσει σοσιαλιστικές ευαισθησίες, με αποτέλεσμα να έχουμε το τέλειο αλαλούμ.
Η οικονομία όμως δεν κινείται στον συμβολικό χώρο, όπως θα ήθελε ο υπουργός υποδομών, κ. Δημήτρης Ρέππας. Εκδικείται στην πραγματικότητα. Ετσι με κουτοπονηριές –τάχαμου κόβουμε δαπάνες– και μεγάλες κουβέντες περί «δημοσιονομικής κατοχής» φτάνει η χώρα στο μη περαιτέρω. Τα μέτρα τελικώς λαμβάνονται –διότι η χώρα πραγματικά βρίσκεται υπό την κατοχή του δυσβάστακτου χρέους της και των μεγάλων ελλειμμάτων που οι ίδιοι οι υπουργοί παράγουν ή έστω δεν μειώνουν– αλλά η κυβέρνηση υφίσταται τεράστια ζημιά. Αντί να προλαβαίνει τις εξελίξεις και να προσαρμόζεται εγκαίρως, δείχνει να σέρνεται πίσω από αυτές. Στο τέλος παίρνει τα μέτρα, αλλά ακόμη κι αν καταφέρει να σώσει τη χώρα δεν θα το πιστωθεί. Ετσι, στο δίλημμα που έθεσε ο Γκαλμπρέιθ θα τα πετυχαίνει και τα δύο: Και δυσάρεστη γίνεται, αλλά και καταστροφική για την ίδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου