Του Ι. Κ. Πρετεντέρη
Κανονικά, όταν η άκρα Δεξιά και η άκρα Αριστερά επιτίθενται από κοινού σε μια νομοθετικήπρωτοβουλία, μπορείς να είσαι σίγουρος ότι η πρωτοβουλία είναι σωστή. Τέτοιεςεπικρίσεις δέχεται στην προκειμένη περίπτωση το σχέδιο νόμου «Για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου», το οποίο έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση από το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Ως τώρα οι σημαντικότεροι έλληνες νομικοί δεν φαίνεται να έχουν διαπιστώσει κάτι ουσιωδώς μεμπτό στο νομοσχέδιο. Να θυμίσω τη δήλωση του ομότιμου καθηγητή του ΑΠΘ Ι. Μανωλεδάκη, ενός από τους κορυφαίους έλληνες ποινικολόγους, ο οποίος είπε ότι βρίσκει «τις ρυθμίσεις σωστές και σύμφωνες και με τις διεθνείς συμβάσεις και με το Σύνταγμα της χώρας». Κάπου εδώ λοιπόν θα έπρεπε να τελειώσει και η κουβέντα.
Ως τώρα οι σημαντικότεροι έλληνες νομικοί δεν φαίνεται να έχουν διαπιστώσει κάτι ουσιωδώς μεμπτό στο νομοσχέδιο. Να θυμίσω τη δήλωση του ομότιμου καθηγητή του ΑΠΘ Ι. Μανωλεδάκη, ενός από τους κορυφαίους έλληνες ποινικολόγους, ο οποίος είπε ότι βρίσκει «τις ρυθμίσεις σωστές και σύμφωνες και με τις διεθνείς συμβάσεις και με το Σύνταγμα της χώρας». Κάπου εδώ λοιπόν θα έπρεπε να τελειώσει και η κουβέντα.
Επειδή όμως τα ζητήματα ελευθερίας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα για μια δημοκρατία, καλό θα είναι να μην προσπεράσουμε τόσο εύκολα αυτό το μείγμα προσχημάτων, ευαισθησίας, ανοησίας, άγνοιας, φόβου και εύλογων ενστάσεων που (καλώς ή κακώς) ορθώνεται απέναντι στο νομοσχέδιο.
Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν δύο πράγματα.
Πρώτον, ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός δεν είναι απόψεις. Είναι αδικήματα. Και αυτό προκύπτει από δεκάδες διεθνείς συμβάσεις και αποφάσεις, καθώς και από αναρίθμητες προβλέψεις σε εθνικές νομοθεσίες- μηδέ της ελληνικής εξαιρουμένης! Και ως αδικήματα, διώκονται.
Δεύτερον, η ελευθερία της έκφρασης ουδέποτε υπήρξε απεριόριστη. Η συκοφαντία, η δυσφήμηση, η εξύβριση, η διαβολή, η διατύπωση κατηγοριών άνευ στοιχείων και πολλά άλλα αποτελούν «αδικήματα έκφρασης» , τα οποία ήδη διώκονται σε όλες τις δημοκρατίες του κόσμου και από το ποινικό και από το αστικό δίκαιο.
Το δικαίωμα λοιπόν ότι «είμαι ελεύθερος να λέω ό,τι μου γουστάρει» δενυπάρχει πουθενά και ούτε ξέρω κανέναν πραγματικό δημοκράτη που να το διεκδικεί. Η ελευθερία της έκφρασης ασκείται στο πλαίσιο του νόμου.
Και ποιος θα κρίνει τι αποτελεί αδίκημα και τι εμπίπτει στην ελευθερία της έκφρασης; ρωτούν διάφοροι εξυπνάκηδες.
Μα αυτός που κρίνει για όλα τα αδικήματα: η Δικαιοσύνη. Ετσι δουλεύει το κράτος δικαίου από τότε που εφευρέθηκε: ο νομοθέτης ορίζει τους κανόνες και η Δικαιοσύνη τους εφαρμόζει. Σε όλους τους τομείς της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Δεν ξέρω ποιοι εκπλήσσονται ξαφνικά από τη διαδικασία.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η κουβέντα μπορεί να αποκτήσει νόημα μόνο αν ξεφύγει από τους «λόγους αρχής» και προσγειωθεί ηπίως σε συγκεκριμένες διατάξεις του νομοσχεδίου. Οι οποίες ενδεχομένως να χρειάζονται διαφοροποίηση ή αποσαφήνιση. Διότι η δαιμονοποίηση δεν υπηρετεί τους ευαίσθητους πολίτες αλλά μάλλον τους υποψήφιους κατηγορουμένους.
Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν δύο πράγματα.
Πρώτον, ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός δεν είναι απόψεις. Είναι αδικήματα. Και αυτό προκύπτει από δεκάδες διεθνείς συμβάσεις και αποφάσεις, καθώς και από αναρίθμητες προβλέψεις σε εθνικές νομοθεσίες- μηδέ της ελληνικής εξαιρουμένης! Και ως αδικήματα, διώκονται.
Δεύτερον, η ελευθερία της έκφρασης ουδέποτε υπήρξε απεριόριστη. Η συκοφαντία, η δυσφήμηση, η εξύβριση, η διαβολή, η διατύπωση κατηγοριών άνευ στοιχείων και πολλά άλλα αποτελούν «αδικήματα έκφρασης» , τα οποία ήδη διώκονται σε όλες τις δημοκρατίες του κόσμου και από το ποινικό και από το αστικό δίκαιο.
Το δικαίωμα λοιπόν ότι «είμαι ελεύθερος να λέω ό,τι μου γουστάρει» δενυπάρχει πουθενά και ούτε ξέρω κανέναν πραγματικό δημοκράτη που να το διεκδικεί. Η ελευθερία της έκφρασης ασκείται στο πλαίσιο του νόμου.
Και ποιος θα κρίνει τι αποτελεί αδίκημα και τι εμπίπτει στην ελευθερία της έκφρασης; ρωτούν διάφοροι εξυπνάκηδες.
Μα αυτός που κρίνει για όλα τα αδικήματα: η Δικαιοσύνη. Ετσι δουλεύει το κράτος δικαίου από τότε που εφευρέθηκε: ο νομοθέτης ορίζει τους κανόνες και η Δικαιοσύνη τους εφαρμόζει. Σε όλους τους τομείς της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Δεν ξέρω ποιοι εκπλήσσονται ξαφνικά από τη διαδικασία.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η κουβέντα μπορεί να αποκτήσει νόημα μόνο αν ξεφύγει από τους «λόγους αρχής» και προσγειωθεί ηπίως σε συγκεκριμένες διατάξεις του νομοσχεδίου. Οι οποίες ενδεχομένως να χρειάζονται διαφοροποίηση ή αποσαφήνιση. Διότι η δαιμονοποίηση δεν υπηρετεί τους ευαίσθητους πολίτες αλλά μάλλον τους υποψήφιους κατηγορουμένους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου