Επίκαιρα Θέματα:

Κυριακή 3 Απριλίου 2022

Ο Κρέων της Μόσχας

Του Βασίλη Μαγκλάρα

«Το δύστυχο κορμί του Πολυνείκη στους πολίτες διέταξε, κανένας στη γη να μην το κρύψει, ούτε να το κλάψει, μα αθρήνητο και άταφο να το αφήσουν…» (Αντιγόνη Σοφοκλ.)  

                           

Αυτά από τον Τύραννο των Θηβών Κρέοντα που προκάλεσαν την οργή της Αντιγόνης - σύμβολο αντίστασης και μεγαλείου ψυχής - ν’ αποδώσει τις τιμές που πρέπουν και τον σεβασμό που Θεϊκά επιβάλλεται στη σωρό του αδελφού της, στη τραγωδία του Σοφοκλή.                                      

Σαράντα μέρες τώρα ο Τύραννος της Μόσχας, εξαντλώντας τα αποθέματα της βαρβαρότητας και του ανελέητου μίσους, ισοπεδώνει πόλεις και χωριά στη μαρτυρική Ουκρανία. Με πρόσχημα τους γεωπολιτικούς αφορισμούς, ανασύρει από τα έγκατα της Σταλινικής του παιδείας όρους, όπως νεοναζί, εθνικιστές και  δυτικο – ιμπεριαλιστές, που ενοχλούν την ευγενή τάξη της Ρώσικης Ολιγαρχίας, προκειμένου να λεηλατήσει και να υφαρπάξει τον πλούτο και μιας ακόμα Χώρας.                                                                                  

Προφανώς τα τεράστια ενεργειακά κοιτάσματα, οι σπουδαίες αγροτικές αποδώσεις και γενικότερα οι αναρίθμητες πλουτοπαραγωγικές πηγές της αχανούς Ρωσίας, δεν ικανοποιούν το ακόρεστο πάθος πλουτισμού της παρέας που δυναστεύει αυτή τη χώρα και θέλουν ν’ απλωθούν και στα περίχωρα. Σήμερα η Ουκρανία. Αύριο ποιος ξέρει; Απ’ τη στιγμή που το θεριό έχει ξεφύγει και δρα ανεξέλεγκτα, κανείς δεν μπορεί να κοιμάται ήσυχος, πολύ περισσότερο οι Λαοί που νιώθουν τη δυσώδη οσμή της ανάσας του.                                             

Ο Τύραννος της Μόσχας, μην αυταπατώμεθα από τα αριστουργήματα των μεγάλων διανοητών της. Δεν διακατέχεται ούτε από τους φόβους και τις ενοχές του Ρασκόλνικοφ στο Έγκλημα και τιμωρία του Ντοστογιέφσκι, ούτε από τα συναισθήματα του Τολστόι και  του ποιητικού λόγου του Τσέχωφ. Αντλεί τη φρίκη από τα γκούλαγκ και τη «Μια μέρα από τη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς» του Σολζενίτσιν, για να χορτάσει τα σκοτάδια στις Εωσφορικές «Νύχτες της Μόσχας». Ακολουθώντας τις προγραφές του «Κόκκινου Λιμού», συνεχίζει την διαδρομή του αφανισμού του Ουκρανικού Λαού από το αιματοκύλισμα των Τσάρων, τους  διωγμούς του Στάλιν, στην ολοκλήρωση της καταστροφής επί των ημερών του.                                                                                                                                                                          

Οι εικόνες στις έγχρωμες τηλεοράσεις  απ’ τις μαρτυρικές πόλεις της Ουκρανίας δεν έχουν πια χρώματα. Μια μουντζούρα η οθόνη, καθρεπτίζει τον κόσμο μας. Ένας  μαύρος καπνός και η σιωπή που τρομάζει στις εκρήξεις των εξελιγμένων πυραύλων. Σαν σκιά ένα σύθαμπο  τυλίγει τα πληγωμένα κτίρια και δεν αφήνει τα χρώματα της ίριδας να τα ζωγραφίσει. Η ζωή παλεύει με το χρόνο μετρώντας την ελπίδα σε δευτερόλεπτα. Ξετρυπώνει για λίγο να πάρει ανάσες, να σώσει ότι σώζεται, να ρίξει μια σακούλα σπόρους για τα πετούμενα του ουρανού απ’ το στέρημά του ο εξαντλημένος Γεβγένι, αφού ο Θεός τους εγκατέλειψε όλους.                                                            

Ο Γεβγένι μέσα στο χαλασμό σκέφτηκε τα πετούμενα του ουρανού, ο Ντμίτρι τραγουδούσε στα ζωντανά του για να μην τρομάζουν από τις εκρήξεις, η γερόντισσα από το Ιρπίν δεν έφευγε από το γκρεμισμένο σπίτι της, γιατί δεν ήθελε να εγκαταλείψει τα κατοικίδιά της. Ένας κόσμος συρμός στο δρόμο της καταφυγής, μέσα στη δυστυχία του, βρίσκει χώρο ψυχής και για τα οικόσιτά του. Τι να πεις γι’ αυτό το Λαό, μέσα στη κτηνωδία δίνει μαθήματα της κοινωνίας των ανθρώπων. Τι μπορείς να πεις; Πώς να του κολλήσεις τη ρετσινιά του Ναζί ή του σκληρού υπερεθνικιστή, όταν οι μικρές και οι μεγάλες ιστορίες του, είναι το χάρισμα στη ζωή;                                                                                                                                      

Πάνε σαράντα νύχτες – νύχτες σκοτεινές, που άνθρωπος δεν τις αντέχει. Στις κολασμένες Πόλεις της Ουκρανίας κτίρια φαντάσματα κρύβουν στα σωθικά τους ότι απόμεινε ζωντανό υπόλοιπο, στο προσκλητήριο των νεκρών. Στους έρημους δρόμους οι σκοτεινοί φανοστάτες έχουν λυγίσει πάνω από τις άταφους σορούς των ανθρώπων. Οι ομαδικοί τάφοι που ανοίχτηκαν βιαστικά υπό την απειλή του εισβολέα, δεν τους χώρεσαν όλους. Κάποιοι μπόρεσαν και τους σκέπασαν μ’ ένα ρούχο τους και δυο ξύλα σε σχήμα Σταυρού, περιμένοντας μια ανακωχή, έναν οίκτο, από τον «Κρέοντα της Μόσχας» ή μια ΑΝΤΙΓΟΝΗ από την Ιστορία των ανθρώπων.                                                                                                                                                         

Μαγκλάρας Βασίλης                                                                                                                                              magklarasvas@yahoo.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Το Προφίλ μας