Συζητάμε σήμερα
τον Προϋπολογισμό του έτους 2014.
Η Ελλάδα, τέσσερα
χρόνια μετά το δημοσιονομικό εκτροχιασμό του 2009, θα παρουσιάσει το 2013,
σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, για πρώτη φορά
πλεόνασμα στο πρωτογενές ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης.
Προφανώς, η προσαρμογή αυτή δεν υπήρξε το αποτέλεσμα
μόνο της τελευταίας διετίας, όπως επιχειρούν κάποιοι συνάδελφοι να πουν, πολύ
περισσότερο που οι δημόσιες τοποθετήσεις τους ότι η χώρα είχε και άλλες
επιλογές ως προς την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής εκτροπής του 2009 είναι
δημόσια καταγεγραμμένες. Όπως και οι μηδέποτε δοκιμασθείσες αλλά φερόμενες ως
εναλλακτικές προτάσεις, που κωδικοποιήθηκαν ως «Ζάππεια».
Ενδεικτικά αναφέρω
ότι στη διετία 2010-2011 το διαρθρωτικό δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε από το
19,1% του ΑΕΠ το 2009 σε 8,3% του ΑΕΠ το 2011 και στο 2,6% το 2012.
Ενώ το πρωτογενές
έλλειμμα μειώθηκε από 10,5% του ΑΕΠ το 2009 σε 2,4% το 2011 και 1,3% το 2012.
Η πρωτοφανής αυτή,
σε ένταση, δημοσιονομική προσαρμογή, έγινε με δύσκολες αποφάσεις - για την
πλειοψηφία των Ελλήνων - που πάρθηκαν το 2010, το 2011 αλλά και στις αρχές του
2012 τότε που γίνονταν οι διαπραγματεύσεις για το 2ο Πρόγραμμα.
Είναι γνωστό πόσο
λεπτές υπήρξαν οι ισορροπίες της περιόδου εκείνης, και ποιες ήταν οι δυσκολίες
επίτευξης συναίνεσης μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων της Κυβέρνησης Λ.
Παπαδήμου, για την κάλυψη 300 μόλις εκ ευρώ από ένα μεγαλύτερο πρόγραμμα
δημοσιονομικών παρεμβάσεων που συνέβαλαν καθοριστικά στην επίτευξη του
δημοσιονομικού αποτελέσματος του 2012.
Για το 2014, με
βάση την μεθοδολογία του προγράμματος οικονομικής πολιτικής, έχει τεθεί ως
στόχος η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 1,5% του ΑΕΠ προκειμένου να
εξασφαλιστούν οι θετικές αποφάσεις των Ευρωπαίων εταίρων για το ελληνικό χρέος
αλλά και για να επιτευχθούν οι προϋποθέσεις για την περαιτέρω μείωση του λόγου
χρέους προς ΑΕΠ.
Σύμφωνα με την
εισηγητική έκθεση, ο στόχος που τίθεται για το πρωτογενές αποτέλεσμα μπορεί να
επιτευχθεί με τα μέτρα που έχουν ήδη ψηφιστεί ή είναι προς ψήφιση.
Η Κυβέρνηση πρέπει να διασφαλίσει στις συζητήσεις που
θα γίνουν, ότι ο προϋπολογισμός του 2014, δεν θα αναθεωρηθεί μετά την
ολοκλήρωση της επισκόπησης του προγράμματος που αναμένεται το Δεκέμβριο ή τον
Ιανουάριο.
Γιατί η ελληνική οικονομία για να περάσει σε θετικό
ρυθμό ανάπτυξης, έστω και οριακό, δεν μπορεί να το πετύχει με νέα δημοσιονομικά
μέτρα.
Η δημοσιονομική προσαρμογή με βάση το δείκτη του
διαρθρωτικού ελλείμματος έχει συντελεστεί.
Αλλά το κυριότερο είναι, ότι η ελληνική κοινωνία δεν
αντέχει άλλες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις και νέα φορολογικά βάρη.
Η Ελλάδα βρίσκεται για έκτη συνεχόμενη χρονιά σε
ύφεση. Υπενθυμίζω ότι η ύφεση ξεκίνησε το 2008, δηλαδή δύο χρόνια πριν την
εφαρμογή του προγράμματος οικονομικής πολιτικής.
Κάνω αυτή την
επισήμανση γιατί, ακόμη και σήμερα, πολλοί εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι τα
προβλήματα στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας σχετίζονται μόνο με τη δημοσιονομική
προσαρμογή που ξεκίνησε το 2010.
Στις συζητήσεις
για τον Προϋπολογισμό η αντιπαράθεση επικεντρώνεται σε δύο πεδία. Το πρώτο
πεδίο σχετίζεται με την αξιοπιστία των υποθέσεων επί των οποίων εδράζεται ο
προϋπολογισμός.
Το δεύτερο πεδίο
αντιπαράθεσης σχετίζεται με το αν βοηθά την σταθεροποίηση της οικονομίας και
κατά συνέπεια την αναπτυξιακή της πορεία.
Ο εκτιμώμενος
ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας και η πορεία της απασχόλησης είναι τα δυο
καθοριστικά μεγέθη για να αξιολογηθεί η αξιοπιστία του προϋπολογισμού.
Σύμφωνα με την
εισηγητική έκθεση, η Ελληνική οικονομία θα περάσει το 2014, για πρώτη φορά μετά
από έξι χρόνια, σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης.
Η ανεργία θα
παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, γεγονός που επιβάλλει περισσότερες πρωτοβουλίες
για την αντιμετώπισή της.
Η εκτίμηση για
θετικό ρυθμό ανάπτυξης υποστηρίζεται σχεδόν από το σύνολο των διεθνών
Οργανισμών.
Επομένως, οι
βασικές υποθέσεις του Προϋπολογισμού μπορούν να χαρακτηριστούν εύλογες.
Η διερεύνηση των
προοπτικών της ελληνικής οικονομίας και ο ρόλος του προϋπολογισμού ως προς
αυτήν, προϋποθέτει ότι έχουν αποσαφηνιστεί τα αίτια που οδήγησαν την ελληνική
οικονομία στη βαθύτερη και μακροβιότερη ύφεση που έχει γνωρίσει ποτέ και
αξιολογούνται στη βάση αυτών των διαπιστώσεων οι διάφορες εναλλακτικές
προτάσεις που κατατίθενται στη δημόσια συζήτηση, ως προς τη δυνατότητά τους να
οδηγήσουν την ελληνική οικονομία σε μια διατηρήσιμη αναπτυξιακή τροχιά.
Ξεκινώ, λοιπόν, με
τις διαπιστώσεις.
1. Η ελληνική
οικονομία, μετά την ένταξη στην ΟΝΕ και ιδιαίτερα μετά την ολοκλήρωση των
Ολυμπιακών Αγώνων, δεν προχώρησε στις αναγκαίες διαρθρωτικές προσαρμογές
προκειμένου να ενταχθεί αποτελεσματικά στο παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Το
αποτέλεσμα ήταν, να δημιουργηθεί ένα τεράστιο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας το
οποίο αποτυπώνονταν στη ταυτόχρονη διεύρυνση των δίδυμων ελλειμμάτων. Μετά το
2007, αυτά κατέστησαν ανεξέλεγκτα. Έτσι, η χώρα έχασε την πρόσβαση στις αγορές
και ανέλαβε να υιοθετήσει - έναντι της χρηματοδότησης που έλαβε - ένα πρόγραμμα
οικονομικής πολιτικής με το οποίο θα αποκαθιστούσε την ανταγωνιστικότητα της
ελληνικής οικονομίας, θα σταθεροποιούσε το τραπεζικό σύστημα και θα
αντιμετώπιζε τη δημοσιονομική ανισορροπία και το έλλειμμα στο ισοζύγιο
τρεχουσών συναλλαγών.
2. Η πρόταση για ανάσχεση της ύφεσης με
δημοσιονομική επέκταση δεν συνιστούσε, ούτε συνιστά, πρόταση με προοπτικές για
την ελληνική οικονομία, όσο ο λόγος του χρέους παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Σε
όσους επικαλούνται την Κεϋνσιανή πρόταση για αύξηση των ελλειμμάτων σε συνθήκες
περιορισμένης ζήτησης, προκειμένου να τονωθεί η τελευταία, υπενθυμίζω ότι αυτή
δεν είχε την αναμενόμενη αποτελεσματικότητα το 2008 -2009. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα μεταξύ 2007 και 2008 αύξησε το έλλειμμά της,
αλλά η οικονομία οδηγήθηκε το 2008 σε μικρή ύφεση. Μεταξύ 2008 -2009,
διπλασίασε το έλλειμμά της αλλά η ύφεση, όχι μόνο δεν ανασχέθηκε, αλλά έγινε
ακόμη πιο βαθειά. Εύλογα, λοιπόν, μπορεί κάποιος να θέσει το ερώτημα: Πόσο
περισσότερο από 15,7% του ΑΕΠ έπρεπε να αυξηθεί το έλλειμμα του 2009 για να μην
ξεπεράσει το 3% η ύφεση και ποια είναι τελικά η σχέση κόστους - οφέλους;
Σε κάθε περίπτωση,
ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η Ελλάδα δεν έπαιρνε κανένα μέτρο για να μειώσει το
έλλειμμά της, τότε θα έπρεπε να διασφαλίσει ότι οι αγορές θα ήταν διατεθειμένες
να τη δανείζουν για να συντηρεί ετήσιο έλλειμμα της τάξης 36 δις; Πόσο πιθανό ήταν αυτό; Εντελώς απίθανο. Άρα,
η δημοσιονομική επέκταση δεν μπορούσε να είναι επιλογή, αφού δεν υπήρχε
πρόσβαση στις αγορές, αλλά ούτε και οι εταίροι θα μας δάνειζαν για να
ακολουθήσουμε δημοσιονομική επεκτατική πολιτική.
3. Το Πρόγραμμα τέθηκε σε εφαρμογή όταν η
Ελληνική οικονομία ήταν ήδη σε ύφεση. Τα Προγράμματα προσαρμογής δεν έχουν την
ίδια αποτελεσματικότητα και πιθανότητα επιτυχίας όταν εφαρμόζονται σε συνθήκες
ύφεσης. Η Ελλάδα μπήκε σε ύφεση από το 2008. Αυτό βέβαια, δεν ήταν γνωστό όταν σχεδιάστηκε το πρώτο Πρόγραμμα το
Μάιο του 2010, όπως επίσης, δεν ήταν γνωστό και το τελικό μέγεθος του
ελλείμματος του 2009. Αυτό εξηγεί και κάποιες από τις αδυναμίες στις υποθέσεις
που ενσωματώνονταν στο Πρώτο Πρόγραμμα.
4. Η δημοσιονομική
προσαρμογή, σε συνθήκες ταυτόχρονης κρίσης ρευστότητας και αρνητικού εξωτερικού
περιβάλλοντος - γιατί ανάλογα σταθεροποιητικά Προγράμματα εφαρμόζονταν
ταυτόχρονα και σε άλλες χώρες της Ευρώπης - δεν μπορεί να αποδώσει.
Γιατί καμία χώρα
δεν μπορεί να τονώσει τις εξαγωγές της, άρα να ανασχέσει την ύφεση ή να
ενισχύσει την ανάπτυξη. Η ταυτόχρονη εφαρμογή περιοριστικών πολιτικών σε όλη
την Ευρώπη πάσχει από την ίδια αναποτελεσματικότητα με την ταυτόχρονη
υποτίμηση των εθνικών νομισμάτων.
Γι’ αυτό εκτιμώ,
ότι ήταν απαραίτητο να δοθεί
περισσότερος χρόνος προσαρμογής στην Ελλάδα. Αυτό όμως προϋπέθετε, ότι
οι εταίροι μας θα ήταν διατεθειμένοι να διαθέσουν πάνω από τα 240 δις τα οποία
προσέφεραν. Όλοι γνωρίζουμε τις αντικειμενικές δυσκολίες που υπήρχαν να
πειστούν τα υπόλοιπα Κοινοβούλια να διαθέσουν ακόμη και αυτό το ποσό. Άρα, η
δυνατότητα για επιμήκυνση του προγράμματος δεν υπήρχε, όταν υπογράφηκε το Πρώτο
Πρόγραμμα. Υπήρχε η δυνατότητα αυτή, με το Δεύτερο Πρόγραμμα, αλλά η Κυβέρνηση
το Νοέμβριο του 2012 δέχτηκε να εφαρμόσει ένα ιδιαίτερα εμπροσθοβαρές πρόγραμμα
για το 2013.
5. Η αξιολόγηση της δημοσιονομικής προσπάθειας
πρέπει να γίνεται με βάση τις επιδόσεις στο διαρθρωτικό έλλειμμα, γιατί έτσι
φαίνεται αν έχουν αντιμετωπιστεί τα διαρθρωτικά αίτια των δημοσιονομικών
αποκλίσεων., Άν αξιολογήσει κανείς σήμερα την προσαρμογή που πέτυχε η Ελλάδα,
με βάση το διαρθρωτικό έλλειμμα από το 2009 μέχρι το 2013, θα διαπιστώσει ότι
είναι μια από τις μεγαλύτερες προσαρμογές που έχουν γίνει ποτέ μεταξύ των χωρών
του ΟΟΣΑ.
Για αυτό υποστηρίζω, ότι ο κύκλος της δημοσιονομικής
προσαρμογής έχει ολοκληρωθεί – αυτή πρέπει να είναι η διαπραγματευτική θέση της
Κυβέρνησης στις επικείμενες συζητήσεις με την Τρόικα για το Μεσοπρόθεσμο
Πρόγραμμα 2014-2017 - και η έμφαση
πλέον, πρέπει να δοθεί στην ενίσχυση και επιτάχυνση του μετασχηματισμού της
οικονομίας σε ανταγωνιστική και εξωστρεφή. Με το πέρασμα της οικονομίας σε
θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης θα μπορεί να πραγματοποιηθεί η δημοσιονομική προσαρμογή
που είναι αναγκαία.
6. Σε συνθήκες κρίσης, η ενιαία νομισματική
πολιτική δε λειτουργεί. Οι χώρες της περιφέρειας που είναι σε Πρόγραμμα, είναι
ξεκομμένες από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Τα πραγματικά επιτόκια στην Ελλάδα
είναι πολύ υψηλά, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα ακόμη και σε ανταγωνιστικές
επιχειρήσεις και δεν επιτρέπουν την πραγματοποίηση επενδύσεων. Αν, λοιπόν, σε
μια οικονομία, όπου η κατανάλωση είναι λίγο πάνω από το 70% του εθνικού
εισοδήματος, εφαρμόζεται αυστηρή περιοριστική πολιτική που μειώνει συνέχεια την
κατανάλωση και αναζητάς πως θα ανασχεθεί η ύφεση μέσω των επενδύσεων, τότε
είναι σίγουρο ότι τα υψηλά επιτόκια σε
συνδυασμό με τη πολιτική αστάθεια και την αβεβαιότητα δεν μπορούν να βοηθήσουν.
7. Η ανάσχεση της
ύφεσης μέσω της τόνωσης των καθαρών εξαγωγών προϋποθέτει χρόνο. Οι εξαγωγές
αγαθών, αποτελούσαν μικρό τμήμα της οικονομικής δραστηριότητας, ώστε να
βοηθήσουν με την αύξησή τους την αναπτυξιακή πορεία. Μόνο οι εξαγωγές των
υπηρεσιών μπορούσαν να ανταποκριθούν σχετικά γρηγορότερα αλλά και αυτές, μέχρι
ενός σημείου. Η επιδίωξη για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας ελληνικών αγαθών ή
υπηρεσιών μέσω των μισθολογικών μειώσεων, εξουδετερώνονταν σε κάποιες
περιπτώσεις από την ανατίμηση του ευρώ.
Η στόχευση για ενίσχυση της ανάπτυξης μέσω υποκατάστασης των εισαγωγών
είναι ακόμη πιο μακρόχρονη διεργασία.
8. Προϋπόθεση για
επιτυχία του Προγράμματος, είναι η επίτευξη ευρύτερων πολιτικών συναινέσεων.
Αυτό ενισχύει το διαπραγματευτικό μέτωπο της χώρας και διασφαλίζει συνθήκες
πολιτικής σταθερότητας, παράγοντες που επηρεάζουν την οικονομία και μειώνουν το
κόστος προσαρμογής. Στη προσπάθεια που ξεκίνησε η Ελλάδα το 2010, η Κυβέρνηση
του ΠΑΣΟΚ δεν είχε τη παραμικρή στήριξη. Το αντίθετο. Όλες οι πολιτικές
δυνάμεις ήταν απέναντι, ισχυριζόμενες, πολλές φορές με μένος, ότι η πολιτική
αυτή ήταν προς την λάθος κατεύθυνση, χωρίς να προσδιορίζουν ποιά ήταν η σωστή
επιλογή, εντός Ευρωζώνης και με τους περιορισμούς που περιέγραψα προηγούμενα.
Σήμερα, έχει κερδίσει έδαφος η άποψη ότι είναι αναγκαίες ευρύτερες πολιτικές
συναινέσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης.
9. Η Ευρώπη ήταν ανέτοιμη να διαχειριστεί την
κρίση. Επιπρόσθετα, οι καθυστερήσεις και οι διαφωνίες που διατυπώνονταν δημόσια
στην Ευρώπη, ως προς τις προοπτικές της Ελλάδας εντός της Ευρωζώνης, ενίσχυσαν
την αβεβαιότητα, τη κρίση και το κόστος για την Ελλάδα. Δεν έχω ακούσει ποτέ
από όσους μιλούν για τις υφεσιακές συνέπειες του προγράμματος - τις οποίες δεν
θέλω με κανένα τρόπο να υποβαθμίσω - να αποτολμούν μια εκτίμηση για τις συνέπειες
αυτής της αβεβαιότητας και της ευρωπαϊκής κρίσης στην αναπτυξιακή πορεία της
χώρας.
10. Το Πρόγραμμα έδωσε από τη αρχή ιδιαίτερη
έμφαση στη μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας. Εκτιμώ, ότι έπρεπε να δοθεί
προτεραιότητα στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών και μετά στην
αγορά εργασίας. Αυτή η ιεράρχηση μπορεί να μετρίαζε τις επιπτώσεις σε
απασχόληση και εισοδήματα.
11. Η ενίσχυση της
ανταγωνιστικότητας μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, όταν επιδιώκεται να γίνει
μέσω αποπληθωρισμού, δημιουργεί προβλήματα στον έλεγχο της δυναμικής του λόγου
χρέους προς ΑΕΠ. Η μείωση των τιμών μπορεί να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα. Η ενίσχυση όμως της ανταγωνιστικότητας
μπορεί να γίνει και μέσω της συγκράτησης των τιμών στην Ελλάδα έναντι του Μ.Ο.
στις άλλες χώρες στην Ευρωζώνη. Αν
η Ελλάδα διατηρήσει για μεγάλο διάστημα τον αποπληθωρισμό, τότε ενώ θα
ενισχύεται η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, θα επιδεινώνεται η
δυναμική του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Ο αποπληθωρισμός, λοιπόν, θα
ενισχύει τις αβεβαιότητες γύρω από τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και
του χρέους, παρά το γεγονός, ότι η Ελλάδα θα επιτυγχάνει τους δημοσιονομικούς
στόχους ως προς το πρωτογενές αποτέλεσμα.
12. Πολλά από τα
μέτρα που εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, λόγω της ανάγκης
δημοσιονομικής προσαρμογής, έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική υποβάθμιση του
βιοτικού επιπέδου, ακόμη και για
ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, για τις οποίες η πολιτεία είχε για πολλά χρόνια
διασφαλίσει ένα, στο μέτρο του δυνατού, αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.
Πρόκειται για
άτομα με αναπηρία, για μακροχρόνια ανέργους, για ανασφάλιστους υπερήλικες, για
επαγγελματίες που διακόπτουν λόγω της μεγάλης οικονομικής κρίσης την
επαγγελματική τους δραστηριότητα κ.λ.π.
Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει ακόμη η δυνατότητα, να
θεραπευθεί ένα μεγάλο μέρος των
συνεπειών και των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν από την εφαρμογή των δύσκολων μέτρων.
Τώρα όμως, που η χώρα μέσα από τις μεγάλες θυσίες του
ελληνικού λαού, καταφέρνει να επανέλθει μετά από αρκετά χρόνια σε πορεία ανάκαμψης με τη δημιουργία πρωτογενούς
πλεονάσματος, είναι απόλυτα αναγκαίο να
προωθήσουμε και να υλοποιήσουμε κατά
προτεραιότητα, παρεμβάσεις που θα ανακουφίσουν συμπολίτες μας οι οποίοι
κινδυνεύουν να περιέλθουν ή έχουν ήδη περιέλθει, σε καθεστώς απόλυτης φτώχειας
και εξαθλίωσης.
Είναι προτεραιότητα μας, να αντιμετωπίσουμε φαινόμενα
ακραίας κοινωνικής αδικίας, και να
διαμορφώσουμε βήμα – βήμα ένα δίκτυ κοινωνικής προστασίας και ασφάλειας, που
οδηγεί στο εγγυημένο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Στην κατεύθυνση
αυτή και με βάση τις σημερινές δυνατότητες, που θα πρέπει να εξαντλήσουμε,
προωθούμε για ψήφιση από τη Βουλή τις παρακάτω ρυθμίσεις, με στόχο την
αντιμετώπιση προβλημάτων που αφορούν τους οικονομικά ασθενέστερους:
- Χορήγηση του ΕΚΑΣ στους συνταξιούχους λόγω αναπηρίας, χωρίς ηλικιακό όριο και εφόσον, βεβαίως, πληρούν τις λοιπές προϋποθέσεις, που αφορούν τα εισοδηματικά κριτήρια.
- Επαναφορά του βασικού πλαισίου για την απονομή της σύνταξης των ανασφαλίστων υπερηλίκων.
- Ασφαλιστική κάλυψη για υγειονομική περίθαλψη όλων των ανασφαλίστων μακροχρόνια ανέργων και των επαγγελματιών που έχουν διακόψει την επαγγελματική τους δραστηριότητα.
13. Η Ελλάδα
σήμερα έχει την υψηλότερη ανεργία στην Ε.Ε αλλά και την υψηλότερη ανεργία
μεταξύ των νέων. Επίσης, πολύ υψηλή είναι η ανεργία και στις ηλικίες 55 και
άνω.
Η ταχεία
δημοσιονομική προσαρμογή αποκάλυψε την συγκαλυμμένη ανεργία, που προϋπήρχε της
κρίσης και σχετίζονταν με τη διόγκωση του μη ανταγωνιστικού και εσωστρεφούς
παραγωγικού τομέα της ελληνικής οικονομίας.
Σήμερα στην Ελλάδα
υπάρχουν 1 εκ άνεργοι, περισσότεροι από αυτούς που υπήρχαν πριν την έναρξη της
κρίσης.
Οι συνθήκες στην
αγορά εργασίας είναι τέτοιες, που καθιστούν αναγκαίο να προσανατολιστεί το
κυβερνητικό έργο στη μείωση της ανεργίας με δημιουργία θέσεων εργασίας στο
ανταγωνιστικό τομέα της οικονομίας.
14. Η Ελλάδα στο
παρελθόν δημιουργούσε περίπου 40-50 χιλ θέσεις εργασίας το χρόνο. Αν το μέλλον
δεν υπερβεί το παρελθόν η αντιμετώπιση της ανεργίας θα πάρει πολλά χρόνια, με
αποτέλεσμα η παρούσα ανεργία να μετατραπεί σε μακροχρόνια ανεργία με
τρομακτικές συνέπειες για την κοινωνική συνοχή.
Εκτιμώ ότι η Κυβέρνηση θα πρέπει να δημιουργεί - με
κίνητρα και αντικίνητρα - προϋποθέσεις για τη δημιουργία πολλών νέων μικρών
ανταγωνιστικών επιχειρήσεων που θα απασχολούν από 3-10 άτομα προκειμένου να
αντιμετωπιστεί άμεσα το πρόβλημα της ανεργίας.
Η αντιμετώπιση αυτής της κρίσης στην απασχόληση, δεν
μπορεί να αφήνεται σε συμβατικά εργαλεία πολιτικής. Απαιτούνται αντισυμβατικά
εργαλεία, όπως χορήγηση φορολογικών κινήτρων ή και μείωση ασφαλιστικών εισφορών
για τις νέες αυτές επιχειρήσεις.
15. Μεσοπρόθεσμα
οι προσωρινές ενεργητικές πολιτικές ανάσχεσης της ανεργίας δεν αρκούν. Ο μόνος
δρόμος για να δημιουργούνται θέσεις εργασίας, είναι το πέρασμα σε υψηλούς
θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Αυτό, προϋποθέτει,
ανάπτυξη και στην υπόλοιπη Ευρώπη, η οποία όμως προτείνει πολιτικές που
τροφοδοτούν την ύφεση και όχι την ανάπτυξη.
Η στρατηγική των
διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων από μόνη της δεν φτάνει για να φέρει τις χώρες σε
Προγράμματα σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Χρειάζεται
ένα μεγάλο Ευρωπαϊκό επενδυτικό πρόγραμμα, με πόρους κοινοτικούς πέρα από τους
υφιστάμενους, για να τονωθεί η αναπτυξιακή προοπτική. Αυτό όμως προϋποθέτει
άλλη πολιτική φιλοσοφία για την ανάπτυξη στην Ευρώπη και άλλο συσχετισμό
δυνάμεων. Τους συσχετισμούς αυτούς, δεν μπορούμε να τους επηρεάσουμε
αποτελεσματικά αφού συνδιαμορφώνονται από τους πολίτες των χωρών της Ευρώπης με
βάση τα δικά τους κριτήρια.
16. Όλοι στην Ελλάδα συμφωνούν για την ανάγκη να
περάσει η χώρα σε σταθερή αναπτυξιακή πορεία. Όμως η επίτευξή της, δεν είναι
μια μηχανική διαδικασία. Η ανάπτυξη, δεν διατάσσεται, ούτε επιστρατεύεται, ούτε
νομοθετείται με άρθρο Μονό.
Προϋποθέτει,
πολιτική και κοινωνική σταθερότητα, ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις για την
πορεία και τις στρατηγικές επιλογές της χώρας, επενδύσεις από εγχώριους και
ξένους επενδυτές και ρευστότητα. Οι συνθήκες αυτές, δεν υπήρχαν και
εξακολουθούν και σήμερα να μη διασφαλίζονται. Συμφωνώ με την άποψη, ότι η χώρα
στα επόμενα χρόνια χρειάζεται τουλάχιστον 30 δις επενδύσεις. Όμως, ποιος θα τα
διαθέσει αυτά τα κεφάλαια; Ο κρατικός προϋπολογισμός μπορεί να καλύψει ένα
μέρος αλλά όχι το συνολικό ποσό. Επομένως, ποια είναι η στρατηγική των Κομμάτων
που διεκδικούν κυβερνητική εντολή για να προσελκύσουν αυτά τα ποσά; Δεν πρέπει
να εξεταστεί αν το φορολογικό πλαίσιο, ο τρόπος λειτουργίας και η ταχύτητα
απονομής της Δικαιοσύνης, οι υποδομές, οι αποκρατικοποιήσεις, οι δαπάνες για
παιδεία, έρευνα και καινοτομία, βοηθούν προς αυτή τη κατεύθυνση;
Λέγοντας όλα αυτά,
θέλω να καταδείξω ότι για να πετύχει η προσπάθεια πρέπει να κινηθούμε με
ταχύτερους ρυθμούς.
Κλείνω με μια
αξιολόγηση των λεγόμενων εναλλακτικών προτάσεων εντός της Ευρωζώνης.
Ας δούμε, τι
εξασφάλισε η Ελλάδα από τους εταίρους, για να δούμε ποια θα μπορούσε να είναι η
εναλλακτική λύση.
1. Η Ελλάδα, παρά
τις καθυστερήσεις της Ευρώπης, εξασφάλισε χρηματοδότηση για τη κάλυψη των
αναγκών της σε επιτόκια που σήμερα είναι πολύ χαμηλότερα από αυτά με τα οποία
δανείζονται οι εταίροι. Σήμερα, η Ελλάδα δανείζεται με μέσο επιτόκιο κοντά στο
2,5%, όταν οι περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης δανείζονται με πολύ υψηλότερο
επιτόκιο. Επομένως, οι προϋπολογισμοί των άλλων χωρών επιδοτούν τον Ελληνικό
προϋπολογισμό. Επιπρόσθετα, οι εταίροι έχουν δεσμευτεί ότι αν η Ελλάδα
πετύχει δημοσιονομικό πλεόνασμα το 2013, τότε θα πάρουν αποφάσεις που θα
διευκολύνουν ακόμη περισσότερο την ελληνική προσαρμογή. Θα μειώσουν ακόμη
περισσότερο το επιτόκιο. Άρα, όσοι
μιλούν για υψηλά επιτόκια που πρέπει να μειωθούν, μάλλον δε γνωρίζουν για ποιο
πράγμα μιλούν.
2. Η Ελλάδα πέτυχε τη μείωση του χρέους κοντά
130 δις, σε συνεργασία με τους εταίρους. Ακόμη και αν λάβουμε υπόψη τα ποσά που
δανείστηκε για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η καθαρή μείωση θα ξεπεράσει
τα 100 δις. Αν αυτά θεωρούνται λίγα και πρέπει να διεκδικήσουμε μεγαλύτερη
περικοπή, όπως προτείνουν κάποιοι, τότε ας αναλογιστούν ότι αν είχαμε
μεγαλύτερη πολιτική συναίνεση στο εσωτερικό τα προηγούμενα χρόνια, ίσως αυτό να
οδηγούσε σε μεγαλύτερα οφέλη. Αλλά, θα πρότεινα να πάει ο ΣΥΡΙΖΑ στα αδελφά
Κόμματά του στην Ευρώπη και να συζητήσουν το αίτημα αυτό και αν αυτά στηρίζουν
το αίτημα, τότε να το θέσουμε στις Κυβερνήσεις των χωρών της Ευρωζώνης όλοι
μαζί ταυτόχρονα.
3. Η μέση διάρκεια του χρέους, είναι πολύ
καλύτερη από αυτή πριν την έναρξη της κρίσης και υπάρχει η δυνατότητα για
περαιτέρω επιμήκυνση, όταν θα ληφθούν οι σχετικές αποφάσεις. Το στοιχείο αυτό,
έχει ιδιαίτερη σημασία στην αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους. Διότι, όσο
πιο μεγάλη είναι η διάρκεια του χρέους και όσο πιο μικρό το επιτόκιο με το
οποίο το εξυπηρετεί, τόσο πιο εύκολο είναι για την Ελλάδα να το χρηματοδοτήσει
αλλά και να ελέγξει την δυναμική του.
4. Η χώρα εξασφάλισε το τελευταίο Πρόγραμμα για
ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών. Οι Τράπεζες σήμερα αξιολογούνται για μια ακόμη
φορά με σκληρά τεστ για να διαγνωστεί αν μπορούν να αντέξουν σε ακραία σενάρια.
Χάρη στη συμφωνία που είχε επιτευχθεί υπάρχουν κεφάλαια για να στηριχτούν, αν
παρουσιαστεί ανάγκη. Σήμερα, στις δύσκολες αυτές συνθήκες, διαμορφώνονται οι
προϋποθέσεις για ακόμη μεγαλύτερη διασφάλιση της σταθερότητας του πιστωτικού
τομέα ώστε να μπορέσει να επιτελέσει τον αναπτυξιακό του ρόλο.
Η εναλλακτική στο
πρόβλημα του τραπεζικού συστήματος, θα ήταν να συνεισφέρουν και οι Έλληνες
καταθέτες, όπως συνέβη στην περίπτωση της Κύπρου. Όποιος πιστεύει ότι αυτό ήταν
καλύτερη λύση, ας βγει να το πει δημόσια.
Θα ήθελα να ακούσω, ποια είναι η εναλλακτική πρόταση
που καταθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ, για την επίλυση του προβλήματος του ελληνικού
τραπεζικού συστήματος;
Γιατί το πρόβλημα του είναι το έλλειμμα ρευστότητας
και αυτό δεν αποκαθίσταται με νομοθετικές πρωτοβουλίες ή κρατικοποιήσεις η
μονομερείς ενέργειες. Γιατί το έλλειμμα αυτό καλύπτεται από την χρηματοδότηση
που παρέχει η ΕΚΤ.
Με βάση τα
προαναφερθέντα, θεωρώ ότι η Ελλάδα - παρά τις δυσκολίες - εξασφάλισε από τους
εταίρους αποφάσεις, που τη βοήθησαν να αποφύγει τη χρεοκοπία και να παραμείνει
στην Ευρωζώνη.
Όλα αυτά όμως, διασφαλίστηκαν, γιατί οι Έλληνες έχουν
κάνει μια καθαρή επιλογή, θέλουν η Ελλάδα να παραμείνει στην Ευρωζώνη.
Οι εταίροι έχουν δείξει ότι θα συνδράμουν την Ελλάδα στην
προσπάθειά της να ανακάμψει και να επανέλθει ως ισότιμος εταίρος.
Άρα, στις συζητήσεις του Δεκεμβρίου και του Ιανουαρίου
θα πρέπει να δοθεί έμφαση στη ταχύτητα μετασχηματισμού της οικονομίας
προκειμένου να περάσουμε σε σταθερούς θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Αυτό θα διασφαλίσει ότι η χώρα θα έχει τη δυνατότητα
να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, να διασφαλίζει εισοδήματα και επαρκή
φορολογικά έσοδα για να χρηματοδοτήσει το Κοινωνικό Κράτος που επιθυμεί να
έχει.
Κυρίες και κύριοι
συνάδελφοι,
Εχθροί μας σε αυτήν την συγκυρία δεν είναι οι
πολιτικοί μας αντίπαλοι.
Εχθροί μας είναι τα προβλήματα της χώρας. Που ήταν
τεράστια το 2009-2010 και παραμένουν μεγάλα και σήμερα παρά την σημαντική
πρόοδο.
Πολύ μεγάλα για να τα σηκώσει μόνη της μια πολιτική
παράταξη και αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους με τον κίνδυνο να θεωρηθεί ότι η
πολιτική τάξη αδυνατεί να τα αντιμετωπίσει.
Ο λαός πρέπει να ακούει την αλήθεια κι όχι συνθήματα
ανασυρμένα από το ντουλάπι του ανυποψίαστου παρελθόντος.
Το μέλλον δεν θα είναι σαν το πρόσφατο παρελθόν, ενώ
κινδυνεύουμε να ζήσουμε μέρες του απώτερου και πολύ χειρότερου παρελθόντος, αν
δεν συνεχίσουμε την προσπάθεια και οι πολίτες πρέπει να το γνωρίζουν αυτό.
Για αυτό κάποιοι ας μην τάζουν τον Παράδεισο, όταν η
απόσταση μας από την Κόλαση δεν είναι ακόμα ασφαλής.
-Ούτε να κλαίμε. Ούτε να γελάμε.
Να καταλαβαίνουμε και να παίρνουμε τις αποφάσεις που
μας ζητάει η Ιστορία να πάρουμε.
Και αφού τις πάρουμε να τις εφαρμόζουμε.
Αυτό αρκεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου