Η παγκόσμια οικονομική κρίση αντιμετωπίζεται στην Ελλάδα με νοοτροπία που υποδηλώνει ότι εμείς οι Έλληνες παρουσιάζουμε ιδιαιτερότητες, οι οποίες θα μας επιτρέψουν να αποφύγουμε τα προβλήματα αλλά και να βρούμε τις δικές μας λύσεις. Η άποψη αυτή είναι επικίνδυνη γιατί δημιουργεί ψευδαισθήσεις. Θέλω να επισημάνω ορισμένα σημεία αναγκαία για την κατανόηση της κατάστασης.
Υποστηρίζεται η γνώμη ότι ο «τόπος μπορεί να βγει από την κρίση» χάρη σε ειδικές πολιτικές που θα εφαρμόσει η χώρα. Κρίση υπάρχει στην Ελλάδα για δύο διαφορετικούς λόγους: Ο πρώτος είναι οι έντονες και αρνητικές για την ελληνική οικονομία επιδράσεις της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και της υποχώρησης της ζήτησης στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα, την Ευρώπη και σε άλλες χώρες. Ο δεύτερος λόγος αφορά την ίδια την ελληνική οικονομία, την έλλειψη ανταγωνιστικότητας, το υπερβολικό δημόσιο χρέος, το χαμηλό επίπεδο των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων. Αυτά τα μειονεκτήματά μας επιτείνουν την κρίση και δεν πρόκειται να αρθούν άμεσα. Στους δύο αυτούς λόγους προστίθεται και η κοινωνική αναταραχή και η πολιτική αστάθεια.
Η εξέλιξη στην Ελλάδα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πορεία της κρίσης στην Ένωση, από το εάν θα είναι αποτελεσματικά τα ευρωπαϊκά σχέδια διάσωσης των τραπεζών και ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας. Μέχρι στιγμής είναι αβέβαιο το τι θα πετύχουν. Απέτρεψαν μεν τα χειρότερα σε σχέση με τις τράπεζες, όμως σε όλη την Ένωση οι τράπεζες διοχετεύουν μόνο ένα μικρό ποσοστό των χρημάτων που έλαβαν προς τις επιχειρήσεις. Οι δυσκολίες των επιχειρήσεων αυξάνονται έτσι. Αλλά ούτε τα σχέδια ανάκαμψης δεν μπόρεσαν έως τώρα να τις βοηθήσουν. Γι’ αυτό σε πολλές χώρες αποφασίζουν να υπάρξουν επιπρόσθετα σχέδια.
Για να βγει η χώρα από την κρίση, πρέπει επίσης να αλλάξουν τα πράγματα στις ΗΠΑ. Να λειτουργήσει το χρηματοπιστωτικό τους σύστημα, να αυξηθεί η κατανάλωση, να αρχίσουν να εργάζονται πάλι οι αυτοκινητοβιομηχανίες αλλά και οι άλλες επιχειρήσεις τους. Η αυξημένη ζήτηση στις ΗΠΑ θα επηρεάσει θετικά την Κίνα και τις ανεπτυγμένες χώρες της Ένωσης. Και η αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης σ’ αυτές τις περιοχές θα βοηθήσει με τη σειρά της τις υπόλοιπες οικονομίες να ανακάμψουν. Η κρίση λοιπόν θα ακολουθήσει κατά την υποχώρησή της τον ίδιο δρόμο που ακολούθησε κατά την έλευσή της. Η Ελλάδα, επομένως, θα βγει από την κρίση μόνο όταν αυτή υποχωρήσει στις κύριες οικονομίες του κόσμου.
Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι η κρίση θα ακολουθήσει μια συνηθισμένη πορεία εκτόνωσης και δεν θα υπάρξουν νέα προβλήματα. Είναι όμως νωρίς να προβλέψουμε κάτι τέτοιο. Οι διεθνείς αναλυτές είναι της γνώμης ότι οι συνέπειες της κρίσης στις βαλκανικές χώρες δεν έχουν εκδηλωθεί ακόμη σε όλη τους την έκταση. Αν υπάρξουν υποτιμήσεις νομισμάτων και πτωχεύσεις τραπεζών δεν αποκλείεται οι εξελίξεις να έχουν αντίκτυπο και στη χώρα μας. Άλλωστε και στην Ελλάδα η κρίση θα κορυφωθεί από το φθινόπωρο, όταν θα έχει περάσει η τουριστική περίοδος με αισθητά λιγότερους τουρίστες από τα προηγούμενα χρόνια.
Ο κίνδυνος που διατρέχουμε είναι να μην μπορέσει η Ελλάδα να ωφεληθεί από την ανάκαμψη στη διεθνή οικονομία, γιατί τα προβλήματά της θα την παρεμποδίζουν να παρακολουθήσει τις εξελίξεις. Η έλλειψη τεχνολογικά προηγμένης βιομηχανίας, η αδυναμία να πραγματοποιηθούν επενδύσεις, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα αποτελούν εμπόδια για την εκμετάλλευση μιας αυξανόμενης διεθνούς ζήτησης. Γι’ αυτό χρειάζεται τώρα συνεκτική και συνθετική αντίληψη για να αντιμετωπίσουμε ταυτόχρονα τόσο την κρίση όσο και τη μόνιμη υστέρησή μας. Οφείλουμε να συνδυάσουμε το άμεσο με το μακροπρόθεσμο. Να στηρίξουμε την οικονομία με επενδύσεις και ταυτόχρονα να επιδιώξουμε διαρθρωτικές αλλαγές, ιδίως τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και τον εξορθολογισμό της διαχείρισης των δημόσιων πόρων. Η μεγάλη πρόκληση για την Ελλάδα τώρα είναι να σχεδιάσει μια παρέμβαση σε όλα τα μέτωπα της κρίσης, ώστε να μπορούμε να συμμετάσχουμε χωρίς καθυστέρηση στην ανάκαμψη, όταν έρθει.
Μια άλλη αυταπάτη που καλλιεργείται από κυβερνητικές δηλώσεις και δημοσιογραφικά ρεπορτάζ είναι ότι η Ελλάδα, αν και έχει υπερβολικό έλλειμμα, δεν διατρέχει τον κίνδυνο αρνητικής μεταχείρισης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, διότι και πολλές άλλες χώρες έχουν ελλείμματα που υπερβαίνουν το επιτρεπτό όριο. Η Ελλάδα όμως έχει παραβεί το Σύμφωνο Σταθερότητας ήδη από το 2007 προτού εκδηλωθεί η κρίση. Παρουσιάζει επίσης ένα από τα υψηλότερα δημόσια χρέη στην Ένωση, έχει ήδη υποστεί μια διαδικασία επιτήρησης μόλις εδώ και δύο χρόνια και άρα είναι υπότροπη. Η περίπτωσή της δεν είναι όμοια με εκείνες των άλλων χωρών. Θα συναντήσει περισσότερες δυσκολίες στη διευθέτηση με την Ένωση των ζητημάτων που της παρουσιάζονται. Το αποδεικνύουν και οι πρώτες αντιδράσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο αναθεωρημένο Πρόγραμμα Σταθερότητας της ελληνικής κυβέρνησης.
Στην Ελλάδα παραγνωρίζουν επίσης ότι οι διεθνείς αγορές κεφαλαίων κρίνουν και αποφασίζουν με βάση τις δικές τους έρευνες και εκτιμήσεις. Είναι λανθασμένη η άποψη ότι το επιτόκιο με το οποίο δανείζεται η Ελλάδα από τις διεθνείς τράπεζες θα μειωθεί, αν η ελληνική κυβέρνηση προβάλει αντιρρήσεις στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα προτεινόμενα από αυτήν μέτρα ή βεβαιώνει ότι είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Οι αγορές θα αποφανθούν για τους κινδύνους που διατρέχει ο δανεισμός της Ελλάδας και την αποτελεσματικότητα των εγχώριων οικονομικών πολιτικών με βάση τη δική τους πληροφόρηση και τα δικά τους κριτήρια. Η ελληνική κυβέρνηση είναι γι’ αυτό υποχρεωμένη να πείσει τις αγορές, εάν θέλει να πετύχει τη μείωση του επιτοκίου.
Παραπλανητικές είναι και οι διαβεβαιώσεις ότι η Ελλάδα ως χώρα της ευρωζώνης, σε περίπτωση που θα δυσκολευτεί να εξεύρει τις αναγκαίες χρηματοδοτήσεις για την κάλυψη του χρέους της, θα έχει τη συμπαράσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί πράγματι να σχεδιάσει κινήσεις για να διευκολύνει κράτη που έχουν δυσκολίες δανεισμού. Όμως ο «ξενοδόχος» με τον οποίο πρέπει να λογαριάζουμε στην περίπτωση αυτή είναι τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης που ομόφωνα πρέπει να στηρίξουν παρόμοια μέτρα.
Χώρες όπως η Γερμανία και Ολλανδία είναι πολύ αμφίβολο εάν θα συμφωνήσουν σε κινήσεις διάσωσης άλλων κρατών, μια που υποστηρίζουν σθεναρά την ανάγκη όλες οι χώρες να συμμορφώνονται με τις επιταγές του Συμφώνου Σταθερότητας. Καθοριστικής σημασίας για τη γερμανική στάση είναι επίσης το γεγονός ότι στη Γερμανία θα πραγματοποιηθούν τον Οκτώβριο εθνικές εκλογές. Τα γερμανικά κόμματα αντιτίθενται σε οποιαδήποτε στήριξη άλλων χωρών που συνεπάγεται την επιβάρυνση του Γερμανού φορολογούμενου. Είναι λοιπόν πιθανό, αντίθετα απ’ ό,τι λέγεται, να αναγκαστούμε να βρούμε μόνοι μας δρόμους χρηματοδότησης.
Ο συζητούμενος κοινός δανεισμός όλων των ευρωπαϊκών κρατών ώστε να εξασφαλίζεται χρηματόδηση με χαμηλό επιτόκιο, αν ποτέ πραγματοποιηθεί, θα συνδέεται με όρους για τις χώρες που θα συμμετέχουν. Οι όροι αυτοί θα θέλουν να προλάβουν τη δυνατότητα ενός κράτους να δανείζεται αλόγιστα και να επιβαρύνει τα άλλα κράτη με την εξόφληση των χρεών του. Είναι αμφίβολο αν η Ελλάδα θα θέλει και αν θα μπορεί να εκπληρώσει τους αυστηρούς αυτούς όρους.
Λανθασμένη άποψη αποτελεί επίσης η εκτίμηση ότι όταν ξεπεραστεί η κρίση όλα θα επανέλθουν στη χώρα μας στην προηγούμενη κατάσταση. Θα έχουμε δηλαδή μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη διεθνή οικονομία και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στην Ελλάδα. Είναι πολύ αμφίβολο εάν θα εξελιχθούν τα πράγματα κατ’ αυτό τον τρόπο. Η επί δεκαετία και πλέον συνεχής ανάπτυξη στις ΗΠΑ πραγματοποιήθηκε χάρη σε ένα εκτεταμένο δανεισμό των καταναλωτών και των επιχειρήσεων. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε στην Ελλάδα. Η έκταση του δανεισμού θα είναι όμως μελλοντικά πολύ πιο περιορισμένη. Όλες οι χώρες, αλλά και οι τράπεζες, θα λειτουργούν με αυστηρότερους κανόνες και το φόβο μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η οικονομική δραστηριότητα ως εκ τούτου δεν θα πάρει τις διαστάσεις που είχε στο παρελθόν.
Ένας επιπρόσθετος λόγος ανησυχίας είναι ότι οι ΗΠΑ που αποτέλεσαν την πηγή της κρίσης εισάγουν πια πάρα πολλά από τα προϊόντα που καταναλώνουν. Δεν τα παράγουν. Αλλά και η Μεγ. Βρετανία τα τελευταία χρόνια στήριξε την ανάπτυξή της κυρίως στις υπηρεσίες και στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Η κρίση όμως για να ξεπεραστεί προϋποθέτει να αυξηθεί η εγχώρια παραγωγή τόσο στις ΗΠΑ όσο και αλλού. Να δουλέψουν οι αυτοκινητοβιομηχανίες στις ΗΠΑ, η αεροναυπηγική βιομηχανία στη Μεγ. Βρετανία και γενικά πολλές παραγωγικές επιχειρήσεις, ώστε να υποκαταστήσουν τις ανύπαρκτες πια χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες. Να απορροφηθούν έτσι τα εκατομμύρια των ανέργων, να δημιουργηθούν νέες θέσεις απασχόλησης και να υπάρξουν νέες ευκαιρίες οικονομικής δραστηριότητας. Και εν τέλει, να αποκτήσουν χρήμα οι καταναλωτές.
Αυτό σημαίνει ότι τα σχέδια ανάκαμψης των ανεπτυγμένων χωρών θα πρέπει όχι μόνο να διασώσουν τις τράπεζες, αλλά και να ανασυγκροτήσουν τους βιομηχανικούς και παραγωγικούς φορείς που κατέστρεψαν η κρίση και ο ανταγωνισμός. Η ανάκαμψη είναι ένας στόχος που χρειάζεται χρήμα και χρόνο. Πόσω μάλλον στην Ελλάδα. Οι προβλέψεις ότι σε ένα χρόνο περίπου όλα θα είναι πάλι καλά είναι υπεραισιόδοξες. Υπό τις νέες συνθήκες που θα διαμορφωθούν, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι δεν θα αγοράζουν στην ίδια έκταση όπως σήμερα προϊόντα της Κίνας και των άλλων υπό ανάπτυξη χωρών.
Οι κινεζικές εξαγωγές, άρα και οι ρυθμοί ανάπτυξης της Κίνας, θα επηρεαστούν ως εκ τούτου αρνητικά. Ο αντίκτυπος της μειωμένης ζήτησης από την Κίνα θα εκδηλωθεί με χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης των ανεπτυγμένων χωρών. Θα υπάρξει επιπρόσθετα ο κίνδυνος οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι πολίτες να αναρωτηθούν γιατί θα πρέπει να καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος της ζήτησής τους με προϊόντα τρίτων χωρών και όχι με δικά τους προϊόντα. Ένα κύμα προστατευτισμού και υποτίμησης των νομισμάτων για ανταγωνιστικούς λόγους είναι πιθανό. Θα προκαλέσει νέα παγκόσμια αναταραχή και νέα κύματα εθνικισμού.
Ας μην ξεχνάμε ότι η Κίνα αυτή τη στιγμή αγοράζει τα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου και έχει επενδύσει τα τεράστια συναλλαγματικά της πλεονάσματα σε δολάρια. Σε περίπτωση ενός εμπορικού πολέμου, έχει πάντα τη δυνατότητα να πιέσει τις ΗΠΑ επενδύοντας στο ευρώ ή σε άλλα νομίσματα τα αποθέματά της και προκαλώντας την κατάρρευση της αξίας του δολαρίου. Αυτό δεν είναι ένα εξωπραγματικό σενάριο. Ο κ. Ομπάμα ζήτησε από την Κίνα να ανατιμήσει το νόμισμά της ώστε να προστατευθεί η παραγωγή άλλων χωρών από τον κινεζικό ανταγωνισμό. Η Κίνα απάντησε ότι αν συμβεί αυτό, θα πρέπει να αναθεωρήσει και την πολιτική της στήριξης του δολαρίου.
Ούτε οι ΗΠΑ ούτε η Ευρώπη λοιπόν μπορούν από μόνες τους να σώσουν την παγκόσμια οικονομία. Δεν αποτελούν πια τις μόνες οικονομικές κυρίαρχες δυνάμεις που καθορίζουν κατά την κρίση τους τη λύση των διεθνών οικονομικών προβλημάτων. Ο σεισμός που συγκλόνισε τις παγκόσμιες αγορές επιβάλλει τη συναινετική διαμόρφωση των διεθνών οικονομικών σχέσεων. Η Ελλάδα στην εξέλιξη αυτή είναι υποχρεωμένη να συνταχθεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα πρέπει να έχει τη δύναμη στο πλαίσιο της Ένωσης να υπερασπίσει τα συμφέροντά της. Η σημερινή πορεία της ελληνικής οικονομίας, η οποία της εξασφάλισε στο διεθνή τύπο το χαρακτηρισμό του «αδύνατου κρίκου της ευρωζώνης», δείχνει ότι οι δυνατότητες επιρροής της υστερούν και πρέπει να αυξηθούν σημαντικά. Πρέπει να ξαναμπούμε στην πραγματική τροχιά των ευρωπαϊκών εξελίξεων από τις οποίες περιθωριοποιηθήκαμε τα τελευταία χρόνια.
Από το captital. gr http://www.capital.gr/News.asp?id=682158
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου