Πέρασε άραγε βροχή ή κρυφή νεροσυρμή μ’ αχώνευτο χώμα-νερό;
Μήπως οι κεκοιμημένοι τίναξαν τα πόδια έτη και έτη
μουδιασμένοι
(στρατιώτες του εμφυλίου μπήκαν από νωρίς σ’ ασφόδελο
καιρό;)
Χτύπησαν κι έπεσε ο φράχτης όπου της μνήμης οι φυλακισμένοι.
Τώρα να φύγουν από κει μπορούν όσοι βαρέθηκαν να περιμένουν
ανάσταση ή να μπούνε ελεύθερα οι αδέσποτες ψυχές των ζώντων
μαζί τα σκυλιά της γειτονιάς που για ανθρώπων κόκαλα
επιμένουν
κι όσοι στα όρια του σήμερα ψάχνουν στο λυκόφως των
οριζόντων
Β.Π.Κ.