Δεκαπέντε χρόνια από το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης και μετά την υγειονομική και ενεργειακή κρίση ο απολογισμός βρίσκει τη χώρα με το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλή εισόδημα σε όρους αγοραστικής ισοδυναμίας στην ΕΕ27 και με το υψηλότερο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Με αυτά τα δεδομένα η μεγάλη πρόκληση στη χάραξη μιας οικονομικής πολιτικής φιλικής στο περιβάλλον είναι η διερεύνηση των αναγκαίων προϋποθέσεων μετάβασης σε ένα νέο αναπτυξιακό παράδειγμα με επίκεντρο την επιτάχυνση της οικονομικής μεγέθυνσης με πλήρη απασχόληση και σταθερότητα τιμών στοχεύοντας:
α) στην σύγκλιση των εισοδημάτων στον μέσο όρο της ευρωζώνης, βελτιώνοντας το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων χωρίς εκπτώσεις στον δίκαιο πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας.
β) στην ικανοποιητική απομείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ έως το 2032 για να μην χρειαστεί να καταφύγουμε σε υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2,2% του ΑΕΠ.
Διεθνείς οργανισμοί και οικονομολόγοι που παρακολουθούν την πορεία της ελληνικής οικονομίας στις μεσομακροπρόθεσμες εκτιμήσεις τους για την πορεία της καταλήγουν σε απαισιόδοξες προβλέψεις για το μακροχρόνιο μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας. Οι πολλοί απαισιόδοξες το οριοθετούν στο 0,75% ενώ οι λιγότερο στο 1,25% - 1,5%.
Ακόμη όμως και οι τελευταίες εκτιμήσεις υπολείπονται σημαντικά του ρυθμού που απαιτείται για να απαλλαγούμε από τις συνέπειες των κρίσεων και να κάνουμε το άλμα προς τα εμπρός.
Οι παράγοντες που οδηγούν στις παραπάνω απαισιόδοξες προβλέψεις είναι : ο πληθυσμός της χώρας που είναι σε ηλικία εργασίας σε συνδυασμό με τις εκτιμήσεις για το ποσοστό συμμετοχής και την ανεργία, οι επενδύσεις και η χαμηλή παραγωγικότητα της οικονομίας. Το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό παραμένει από τα χαμηλότερα στην ΕΕ. Σε ότι αφορά το ποσοστό απασχόλησης αν και ξεπεράσαμε το αντίστοιχο του 2008 έχουμε το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ.
Στα χρόνια πριν από την κρίση χρέους η χώρα δεν κατάφερε να σχεδιάσει και εφαρμόσει μια μεταναστευτική πολιτική που θα βοηθούσε τους ευρύτερους μακροοικονομικούς στόχους της οικονομίας ενώ στα χρόνια της κρίσης έφυγε ένας πολύ σημαντικός αριθμός εργαζομένων νεαρής ηλικίας με αυξημένες δεξιότητες. Τώρα που συνειδητοποιούμε τα αδιέξοδα της γήρανσης του πληθυσμού αντί για δράσεις εξαντλούμαστε σε θεωρητικές συζητήσεις.
Οι καθαρές επενδύσεις μετά από μια δεκαετία αποεπένδυσης μόλις το 2022 αυξήθηκαν οριακά. Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ εξακολουθούν να είναι πολύ πίσω από το μέσο όρο της ΕΕ. Αν και αυξήθηκαν την τελευταία τετραετία κατευθύνονται κυρίως στις κατασκευές και ειδικότερα στα ακίνητα. Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν χαμηλά ποσοστά παραγωγικών επενδύσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό αδυνατώντας να αναβαθμίσουν τις παραγωγικές τους διαδικασίες και την αξία αλλά και ποιότητα του τελικού παραγόμενου προϊόντος τους.
Ένας άλλος παράγοντας που καθορίζει την αναπτυξιακή δυναμική είναι η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής, η παραγωγικότητα της εργασίας και η παραγωγικότητα του κεφαλαίου.
Τα ευρήματα της Έκθεσης που σχολιάζουμε είναι ενθαρρυντικά σε ότι αφορά τη συνολική παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας για το 2022 καθώς αυξήθηκε και έφτασε την αντίστοιχη αύξηση της ευρωζώνης και της ΕΕ.
Λιγότερο ενθαρρυντικά είναι τα ευρήματα για την παραγωγικότητα της εργασίας. Η διαφορά της παραγωγικότητας της εργασίας της ελληνικής οικονομίας με την ευρωπαϊκή, τόσο ως προς τους απασχολούμενους όσο και ως προς τις ώρες εργασίας, παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη κατά την περίοδο 2019-2023. Η Ελλάδα όμως υπολείπεται σημαντικά τόσο των χωρών της ευρωζώνης όσο και της ΕΕ.
Η χαμηλή παραγωγικότητα της χώρας, συγκριτικά πάντα με τις άλλες χώρες της ΕΕ, η οποία επιδρά σημαντικά στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα πολλών παραγόντων που αλληλοεπιδρούν και συνδιαμορφώνουν την επίδοση της.
Ένας σημαντικός παράγοντας είναι η χαμηλή ροπή της οικονομίας σε δραστηριότητες έντασης κεφαλαίου και γνώσης.
Ένας άλλος παράγοντας είναι ο μεγάλος αριθμός μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, εκ των οποίων ένα σημαντικό υποσύνολο έχει παραγωγικότητα χαμηλότερη από αυτή των μεγάλων επιχειρήσεων.
Λόγω του μεγέθους τους, αδυνατούν να παράγουν ή/και να ενσωματώσουν την καινοτομία που θα αύξανε την αξία στα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους, καθώς και να δημιουργήσουν οικονομίες κλίμακας. Έτσι, προσανατολίζονται στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών χαμηλής προστιθέμενης αξίας.
Το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων αποτέλεσμα αγκυλώσεων στην οικονομία ωθούν τις επιχειρήσεις να παραμένουν μικρές και δυσκολεύουν την ανάπτυξή τους. Είναι αναγκαίος ο σχεδιασμός ενός ολιστικού θεσμικού πλαισίου που θα δίνει κίνητρα στις επιχειρήσεις για μεγέθυνση είτε μέσω συνεργασιών, είτε μέσω της διευκόλυνσης των εξαγορών και των συγχωνεύσεων.
Στο πλαίσιο της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης και της τεχνητής νοημοσύνης κάποιες πολύ μικρές επιχειρήσεις, νεοφυείς, πρωτοστατούν στον να αναπτύξουν καινοτομίες βελτιώνοντας σημαντικά την παραγωγικότητά τους. Όμως είναι πολύ λίγες και με πενιχρό αντίκτυπο και διασυνδέσεις με την υπόλοιπη οικονομία.
Μια ακόμη ερμηνεία για την ιστορική υστέρηση της παραγωγικότητας στη χώρα έναντι των άλλων χωρών της ΕΕ συνδέεται με την ολοένα και αυξανόμενη συμμετοχή του τριτογενή τομέα βασικών υπηρεσιών στην ελληνική οικονομία, σε μεγάλο τμήμα του οποίου η παραγωγικότητα είναι χαμηλότερη από την αντίστοιχη του δευτερογενούς τομέα.
Η ελληνική οικονομία, παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια παραμένει μια οικονομία εσωστρεφής, με χαμηλό μερίδιο καθαρών εξαγωγών, υψηλή εγχώρια κατανάλωση, λίγες ιδιωτικές επενδύσεις – ειδικά όσον αφορά έντασης καινοτομίας και τεχνολογίας.
Η αδυναμία της χώρας να καταστεί ανταγωνιστική και να ενταχθεί πιο δυναμικά στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας οφείλεται στο γεγονός πως πρόκειται για μια οικονομία χαμηλής παραγωγικότητας.
Παράγει προϊόντα και υπηρεσίες χαμηλής προστιθέμενης αξίας αδυνατώντας να ανταγωνιστεί τους εμπορικούς της εταίρους, τόσο σε όρους αξίας, όσο και σε όρους κόστους. Αδυνατεί να προσελκύσει τα απαραίτητα κεφάλαια και να τα κατευθύνει σε παραγωγικές δραστηριότητες, προκειμένου να μετασχηματιστεί η παραγωγική βάση.
Οι στρεβλώσεις στο θεσμικό πλαίσιο, οι αναποτελεσματικότητες στη δημόσια διοίκηση και στην απονομή δικαιοσύνης ασκούν αρνητικές επιδράσεις στην προσέλκυση, τόσο ξένων, όσο και εγχώριων ιδιωτικών επενδύσεων, εμποδίζοντας την ανακατανομή πόρων από τους μη εμπορεύσιμους προς τους εμπορεύσιμους τομείς της οικονομίας και καθυστερούν την αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου. Οι συχνές αλλαγές στο φορολογικό σύστημα αποτελούν επίσης ένα πρόσθετο εμπόδιο.
Οι παραπάνω επισημάνσεις μας οδηγούν στη συζήτηση για το επιθυμητό παραγωγικό πρότυπο. Μια αναζήτηση που έρχεται και επανέρχεται στη δημόσια συζήτηση από τη δεκαετία του 1950.
Ας αναγνωρίσουμε ότι ακόμη και σήμερα η κατανομή των παραγωγικών συντελεστών χαρακτηρίζεται από αναποτελεσματικότητα στην εγχώρια οικονομία. Οι διαθέσιμοι πόροι συνεχίζουν να κατευθύνονται κυρίως στους μη-εμπορεύσιμους τομείς της οικονομίας και σε αναποτελεσματικές παραγωγικές διαδικασίες, με αποτέλεσμα τη χαμηλή παραγωγικότητα τόσο του κεφαλαίου όσο και της εργασίας, οδηγώντας σε χαμηλές επιδόσεις σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.
Προϋπόθεση για το αναπτυξιακό άλμα είναι η ενίσχυση των κλάδων εντάσεως κεφαλαίου γνώσης και καινοτομίας που συμβάλλουν τόσο στην αύξηση παραγωγικότητας κεφαλαίου όσο και εργασίας, λόγω των ποιοτικότερων θέσεων απασχόλησης που προσφέρουν.
Οι δημόσιες επενδύσεις έχουν έναν υψηλό πολλαπλασιαστή και προσελκύουν ιδιωτικές επενδύσεις αλλά στην χώρα μας αφομοιώνονται σχεδόν καθ’ ολοκληρία στις κατασκευές αγνοώντας οικονομικές δραστηριότητες του τριτογενή τομέα που σχετίζεται π.χ. με την έρευνα και ανάπτυξη.
Η κατεύθυνση των δημόσιων επενδύσεων μπορεί να προσδιορίσει τους κλάδους στους οποίους θα προσελκυσθούν νέες ιδιωτικές επενδύσεις, αποτελώντας επομένως ένα εργαλείο προώθησης αναπτυξιακών διαδικασιών σε κρίσιμους κλάδους της οικονομίας.
Η χώρα έχει ανάγκη από μια σύγχρονη βιομηχανική πολιτική συμβατή με τη κοινοτική προτεραιότητα για στρατηγική για αυτονομία και χωρίς τα λάθη του παρελθόντος.
Μένει να απαντήσουμε στο ερώτημα αν η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα σχετίζεται με την υστέρηση εργαζομένων αλλά και εργοδοτών σε δεξιότητες. Η απάντηση είναι όχι απαραίτητα ή για να είμαι πιο ακριβής και ναι και όχι. Οι δεξιότητες των εργαζομένων είναι πολύ χαμηλές αλλά οι απαιτήσεις σε δεξιότητες των θέσεων εργασίας που ανοίγουν είναι ακόμη χαμηλότερες. Η χώρα έχει έλλειμμα σε επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου και γνώσης. Αν δεν καλυφθεί αυτό το κενό όσο και αν βελτιωθούν οι δεξιότητες εργαζομένων και εργοδοτών δεν θα βελτιωθεί η παραγωγικότητα της εργασίας.
Τι πρέπει να κάνουμε για να πετύχουμε το αναπτυξιακό άλμα; Να προσανατολιστούμε στη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδυτικών σχεδίων. Να αξιοποιηθούν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία και να γίνει αποτελεσματική χρήση των ευρωπαϊκών και των εθνικών πόρων (ΤΑΑ, ΕΣΠΑ, αμιγώς εθνικοί πόροι, χρηματοδοτικά εργαλεία Αναπτυξιακής Τράπεζας, κλπ) για σκοπούς έρευνας και ανάπτυξης σε κλάδους υψηλότατης τεχνολογικά προστιθέμενης αξίας (π.χ. ΑΙ), δημιουργία και εφαρμογή καινοτομίας στην παραγωγική διαδικασία, πράσινων και ψηφιακών επενδύσεων, ανάπτυξη συνεργασιών μεταξύ των επιχειρήσεων, διασύνδεση κλάδων και αναβάθμιση κρίσιμων υποδομών.
Επίσης να επιμείνουμε ουσιαστικότερα στις συγχωνεύσεις επιχειρήσεων προκειμένου οι επιχειρήσεις μας να αποκτήσουν το αναγκαίο μέγεθος και συνέργειες. Η παροχή φορολογικών κινήτρων αποτελεί ισχυρό εργαλείο προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι πολιτικές για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να επικεντρώνονται σε μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των αναποτελεσματικοτήτων στη δημόσια διοίκηση και στη δικαιοσύνη και στη διαμόρφωση ενός κράτους φιλικού στο επιχειρείν: μείωση γραφειοκρατίας και διοικητικού φόρτου, κωδικοποίηση νομοθεσίας και απλοποίηση διαδικασιών αδειοδότησης, ψηφιοποίηση διαδικασιών και διαλειτουργικότητα των συστημάτων, επιτάχυνση απονομής δικαιοσύνης, μεταβολές στο θεσμικό πλαίσιο για τη διευκόλυνση εισόδου-εξόδου των επιχειρήσεων στις αγορές προϊόντος. Να προχωρήσει το ζήτημα χρήσεων γης, η ολοκλήρωση του κτηματολογίου, των δασικών χαρτών, το θεσμικό πλαίσιο που αφορά τους όρους δόμησης σε βιομηχανικές ζώνες, παράκτιες και εκτός σχεδίου περιοχές, κλπ.
Η αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου προϋποθέτει την αναβάθμιση του ρόλου της μεταποίησης αλλά και των υπηρεσιών εντάσεως γνώσης.
Εξίσου αναγκαία για να διασφαλιστούμε από τους κινδύνους επισιτιστικών κρίσεων είναι η αναβάθμιση του αγροτικού τομέα, μέσα από τη χρήση της τεχνολογίας καθώς και τη διασύνδεση του με την μεταποίηση, με στόχο την ενίσχυση της αξίας των αγροτικών προϊόντων.
Υπάρχουν κλάδοι που μπορούν να διατρέχουν «οριζόντια» άλλους κλάδους, όπου η ενίσχυση τους ενδέχεται να αυξήσει τόσο τη δυναμική των ίδιων, όσο και άλλων κλάδων με τους οποίου αναπτύσσονται συνέργειες, όπως ο κλάδος της ενέργειας. Με την υποστήριξη πράσινων επενδύσεων, ο κλάδος θα μπορέσει να προσφέρει οφέλη, όπως η ενεργειακή αυτονομία, η μείωση του ενεργειακού κόστους, η συμβολή στους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης.
Ένας άλλος κλάδος είναι των τεχνολογιών - πληροφορικής – επικοινωνιών, όπου μέσα από την έρευνα και την ανάπτυξη μπορεί να συμβάλλει στην παραγωγή καινοτομίας και στη διοχέτευση αυτής σε πολλούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας.
Η ψηφιακή μετάβαση των επιχειρήσεων, μέσω της αξιοποίησης των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων και ευνοϊκών δανείων για τις απαραίτητες τεχνολογικές επενδύσεις που θα αναβαθμίσουν τις γραμμές παραγωγής τους, θα αυξήσουν την παραγωγικότητα τους, καθώς και την τελική αξία των προϊόντων τους.
Η μετάβαση στην πράσινη οικονομία, είναι όρος επιβίωσης σε συνθήκες κλιματικής κρίσης. Συνεπάγεται όμως μεγάλα κόστη. Η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα είναι απαραίτητη για την ενεργειακή αυτονομία της χώρας και την επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης. Σημαντικές ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση είναι: η ανάπτυξη του θεσμικού πλαισίου εγκατάστασης και χρήσης των ΑΠΕ, η ηλεκτρική διασύνδεση των νησιών με την ηπειρωτική χώρα, η αναβάθμιση του δικτύου των υποδομών, η παροχή κινήτρων και η διευκόλυνση της πρόσβαση σε χρηματοδότηση πράσινων επενδύσεων από τις επιχειρήσεις, η κινητροδότηση για την ενεργειακή αναβάθμιση των κτηρίων, η αναβάθμιση του μεταφορικού στόλου, ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων και ερευνητικών ιδρυμάτων για τη βελτίωση της εφαρμογής των πολιτικών καινοτομίας για τη πράσινη μετάβαση και χρήσης καθαρών μορφών ενέργειας.
Παρά τις κυβερνητικές διακηρύξεις παραμένει αναπάντητο το ερώτημα αν το ύψος, και κυρίως η κατεύθυνση, των τρεχουσών επενδύσεων θα έχουν κάποια ουσιαστική επίδραση στην ενίσχυση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.
Η Έκθεση υποδηλώνει ότι το Εθνικό Σχέδιο ενδέχεται να μην είναι πλήρως εναρμονισμένο με τους μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους της Ελλάδας, λόγω της υπερβολικής εξάρτησής του από συγκεκριμένους τομείς, κυρίως τις κατασκευές, οι οποίοι δεν μπορούν να υποστηρίξουν επαρκώς τους ευρύτερους στόχους μιας δίκαιης ανάπτυξης, μείωσης της εξάρτησης από εισαγωγές και περιορισμών των εκπομπών CO2. Οι κατασκευές ήταν ο τομέας που παρουσίασε την υψηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στην ελληνική οικονομία κατά την περίοδο 2020-2022. Σημασία πρέπει να δοθεί και στην αποφυγή συλλήβδην χαρακτηρισμού των επενδύσεων ως πράσινες κατά την φάση της χρηματοδότησης, μέσα από την εφαρμογή αυστηρών κριτηρίων διαλογής, προκειμένου να γίνει περισσότερο ουσιώδης η πράσινη μετάβαση της Ελληνικής Οικονομίας.
Δεν είναι τυχαία η πρόσφατη δήλωση υψηλόβαθμου στελέχους της ΕΚΤ για την δανειοδότηση ρυπογόνων επενδύσεων από ευρωπαϊκές τράπεζες που παρουσιάζουν ένα καθ’ όλα οικολογικό και πράσινο προφίλ διαχείρισης.
Κλείνω υποστηρίζοντας ότι οι επενδύσεις σε τομείς παγκόσμια ανταγωνιστικούς που επιπρόσθετα θα μειώσουν την εξάρτηση μας στα εξαγόμενα αγαθά από τα εισαγόμενα ενδιάμεσα αγαθά και η συνεχής αναβάθμιση για την αντιστοίχιση των δεξιοτήτων εργαζομένων και εργοδοτών στο απόθεμα κεφαλαίου θα δώσει στην Ελλάδα την ευκαιρία για το μεγάλο άλμα που τόσο έχουν ανάγκη οι πολίτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου