Του Γιώργου Παπακωνσταντίνου*
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ορκίστηκε υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας στα τέλη Οκτωβρίου 2009. Εμεινε στη θέση αυτή 8 ολόκληρα χρόνια και συνεργάστηκε (ξεκινώντας από εμένα που είχα ορκιστεί μερικές εβδομάδες νωρίτερα) με 9 Ελληνες υπουργούς Οικονομικών διαδοχικών κυβερνήσεων. Και μόνο το στοιχείο αυτό είναι ενδεικτικό του αποτυπώματος που άφησε στον χειρισμό της κρίσης της Ευρωζώνης και της ελληνικής κρίσης.
Στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών ο Σόιμπλε έφερε την παιδεία ενός Γερμανού νομικού, με την προσήλωση σε άτεγκτους κανόνες που τη συνοδεύει συχνά, μαζί με τον ρεαλισμό ενός πολιτικού που δύσκολα συμβιβάστηκε με τη μοίρα του «δεύτερου τη τάξει». Μαζί με αυτά, στο Eurogroup και το Ecofin έφερε έναν αδιαμφισβήτητο ευρωπαϊσμό γερμανικής όμως κοπής, τον οποίο εξέφραζε με το βάρος της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης, και ενός βετεράνου πολιτικού, μέλος της ισχυρότερης κυβέρνησης στην Ε.Ε.
Από τη θέση αυτή, γρήγορα βρέθηκε αντιμέτωπος με τα αποτελέσματα και τις αντιφάσεις της ατελούς αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης, απόρροια σε μεγάλο βαθμό των εμμονών της ίδιας της Γερμανίας κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού του ευρώ: μεταξύ άλλων, των ασφυκτικών ρυθμίσεων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, του κανόνα «μη συνδρομής» σε άλλα κράτη-μέλη της Συνθήκης της Ε.Ε., αλλά και της άρνησης του ρόλου του «δανειστή τελευταίας ευκαιρίας» στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Οταν λοιπόν τα εκτός ορίων ελληνικά δημοσιονομικά στοιχεία του 2009 ήρθαν να δοκιμάσουν τις αντοχές του ευρώ, ο Σόιμπλε αρχικά επιχείρησε να βρει διέξοδο στο πρόβλημα «εντός των τειχών» του υποδείγματος: ορίζοντας το πρόβλημα ως αμιγώς ελληνικό, τη δε λύση του αποκλειστικά ως ελληνική υπόθεση με μοχλό τη μέγιστη δυνατή λιτότητα. Την πρώτη εκείνη περίοδο, η Γερμανία υποβάθμισε τον συστημικό κίνδυνο για ολόκληρη την Ευρωζώνη με την επιλογή μιας μικροπολιτικής αναμονής, με το μάτι στην εγχώρια γερμανική πολιτική σκηνή, και με τεράστιο κόστος για όλη την Ευρώπη.
Οταν πλέον το πρώτο τρίμηνο του 2010 κατέστη σαφές σε όλους το αδιέξοδο αυτής της πολιτικής, περάσαμε σε μία δεύτερη περίοδο: ο Σόιμπλε έπεισε τη Γερμανίδα καγκελάριο για την ανάγκη στήριξης της Ελλάδας (και αργότερα άλλων χωρών), μέσω θεσμικών αυτοσχεδιασμών που εξακολουθούσαν όμως να επιτρέπουν στη Γερμανία να ομνύει στους κανόνες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Για να γίνει αυτό, ήταν αναγκαία η άλλη πλευρά του νομίσματος: όροι στήριξης εξαιρετικά σκληροί, ικανοί να πείσουν το δύσπιστο γερμανικό εκλογικό σώμα για το «αναγκαίο κακό» της παρέμβασης αλλά και –υποτίθεται– να αποτρέψουν άλλους από το να μιμηθούν την Ελλάδα.
Αυτήν την περίοδο, η γερμανική πολιτική υπέπεσε και σε ένα ακόμα λάθος: τη συνεχή προειδοποίηση ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να αποβληθεί από την Ευρωζώνη εάν δεν ακολουθούσε το πρόγραμμα. Αποτέλεσμα: οι αγορές γρήγορα ακύρωσαν μία πολιτική στήριξης χωρίς αναδιάρθρωση χρέους. Ο Σόιμπλε τελικά το αντιλαμβάνεται αυτό και κάνει στροφή 180 μοιρών, πιέζοντας την ΕΚΤ να συναινέσει, αρχικά σε επιμήκυνση και εντέλει στο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους κατά περίπου 50%. Αλλο ένα ταμπού έχει πέσει.
Φτάνουμε έτσι στην τελευταία περίοδο, το 2015. Η καλή προδιάθεση των πρώτων ημερών απέναντι στην Ελλάδα και στις προσπάθειες που κάνει, πάντα διανθισμένη με μπόλικη δυσπιστία, έχει πλέον δώσει τη θέση της στο μυαλό του Γερμανού υπουργού Οικονομικών στην πεποίθηση ότι η Ελλάδα «δεν θέλει και δεν μπορεί». Διαδοχικά λάθη της ελληνικής πλευράς έχουν βέβαια συμβάλει τα μέγιστα σε αυτό. Αποτέλεσμα είναι η επισημοποίηση της πρότασης «προσωρινής» εξόδου από το ευρώ, πρόταση που είχε ήδη διατυπώσει ανεπίσημα το 2011. Οι ρόλοι όμως έχουν αντιστραφεί: η καγκελάριος δεν πείθεται πλέον από τον υπουργό Οικονομικών της, θεωρώντας το πιθανό κόστος μιας εξόδου δυνητικά μεγαλύτερο από τον αποτρεπτικό της ρόλο – και βρίσκεται έτσι εκείνη από τη σωστή πλευρά της ιστορίας.
* Ο κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου είναι πρώην υπουργός, καθηγητής και πρύτανης στο European University Institute.
Αρθρο Γ. Παπακωνσταντίνου στην «Κ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου