Του Β. Π. Καραγιάννη
«Ερμα ν’ τα μάτια που καλείς, χρυσέ
ζωής αέρα»
..Τότε πήραν τη μεγάλη
απόφαση της Εξόδου. Ελαβον την ευλογία
του τοπικού, εθνικού ημών ήρωός τους, Γεωργίου Λασσάνη, από τον πίνακα του Κ.
Ντιό, ο οποίος στον προθάλαμο κεκλιμένος
κοιτούσε με οίκτο τα πολιτικά, στρατιωτικά κι εκκλησιαστικά
αθύρματα που διαφεντεύουν τον τόπο, κατέβηκαν τις σκάλες του Δημαρχείου και
βγήκαν στο φως της γιορτινής μέρας.
Εξω
ο ...εχθρός
λαός τους περίμενε. ‘Ολοι αυτοί που άλλοτε
τους εξέλεγαν πανηγυρικά με το
που τους είδαν τους πήραν στα χουγιαχτά. Τους έβριζαν, τους μουντζώναν, τους
έφτυναν με λόγια, τους λοιδορούσαν για ό,τι ο καθένας εξέφραζε στην δημόσια πολιτική
του π ράξη. Κι
ήταν εκπρόσωποι της κεντρικής διοίκησης, παρόμοιοι της τοπικής, δημοτικής και περιφερειακής,
του στρατού και της ορδινάτσας
κάθε εορτής και πανηγύρεως, εκκλησίας.
Απτόητοι,
γενναίοι κι ωραίοι ως
εντελώς νεοέλληνες όλοι τους, ένοιωθαν για την περίσταση
Μεσολλογγίτες της Εξόδου την οποία κατέγραψε έξοχα, ως επιζών αυτής, ο γνήσιος
ήρωας εκείνης της εποχής Νικόλαος Κασομούλης (Κοζανίτης ορισμένως και μέγας
παραμελημένος) αλλά μέγιστος απομνηματογράφος του Αγώνα στα «Ενθυμήματα
Στρατιωτικά», τα οποία γνωρίζουν απέξω κι ανακατωτά, ούτοι. Περιδεείς ένδον,
διατηρούσαν επιφανειακή άνεση έκφρασης και στο περιλουσμένο με «ου» βάδην τους.
Μαθημένοι πλέον στο δημόσιο χλευασμό, και τις
απομειώσεις του κύρους τους («σκυλιά...» τους φώναζαν οι πολίτες που τους
πληρώνουν με το αίμα τους) φαιοχίτωνες
της τάξεως, αλλά τώρα είχαν πίσω τους μια 100δα πεινασμένων (από τις
μειώσεις των μισθών τους
κατάφεραν σώοι να παρελάσουν από το Δημαρχείο ως
την εξέδρα και να επιβιβαστούν στην επίσημη κερκίδα. Κορδωμένοι δίναν
συγχαρητήρια ο ένας στον άλλο, που κατάφεραν κι έχασαν οριστικά την έξωθεν καλή
μαρτυρία κι έγιναν η χλεύη του κ
όσμου, και
ως ξαλμυρισμένοι δε μπακαλιάροι της μέρας σφύριξαν την έναρξη του αγώνα του
τέλους τους. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Ο πρώτος τους, πεντάκις λαοπρόβλητος (νυν λαογιούχαχτος) του τοπικού λαού, μάζεψε
όλο το λαϊκό (φωναχτό ή ένδον) φτύμα πάνω του. Τι κ ρίμα
–άξιζε καλύτερης τύχης- αλλά αυτά έχει η μπάλα με την οποία κουβαριάζονται.
...Το μίσος όμως έβγαλε κι εκείνο τη φωνή
του
«Ψαρού, τ’ αγκίστρι π’ άφησες, να
πας αλλού να ρίξεις»
Οι
«πεινασμένοι σκύμνοι» με μια πετυχημένη επιχείρηση μπόρεσαν ν’ απωθήσουν μια
δράκα επαναστατών, ηρώων του αντιμνημονιακού
κ.λπ. αγώνα, («σ’ ελέγχει η πέτρα που
κρατείς και κλει φωνή κι αυτήνη») οι οποίοι με τη ντουντούκα φώναζαν άγρια
συνθήματα λίαν επίκαιρα πε
ρί της χούντας που δεν τέλειωσε το 73.
Τι
θλιβερό τοπίο εθνικής εξάρσεως και τι ελπιδοφόρο λαϊκής εξάψεως!... «Θύρες ανοίξτ΄ ολόχρυσες για την γλυκειάν
ελπίδα».
Τελικά
στις γλυκερές αστικές δημοκρατίες ένα είναι το καθοριστικό όπλο στα χέρια των
πολιτών, η ψήφος. Οπλο που πονάει, τσούζει, λυγίζει, εξολοθρεύει οργανωμένες
πολιτικές συμμορίες και σαρώνει πολιτικά σκύβαλα. Οσοι έφεραν τον τόπο σ’ αυτό
το χάλι –όπως ο Ιμπραήμ την Πελοπόννησο τότε-
«που εδέχτη κόκαλο πολύ του Τούρκου
και τ’ Αράπη», θα δοκιμάσουν
σ την όψη τους την τρομερή κόψη της ελεύθερης, χωρίς κανένα
δίλημμα ή φόβο, ψήφου που με βία ή με βιά (όπως κι αν το διαβάσει κανείς) θα
μετρήσει γη κι ανθρώπους.
Οταν
οι δημοτικές και στρατιωτικές μπάντες παιανίζουν
αμέριμνες τους πατριωτικούς μονολόγους τους, τώρα
έχουν ξεφτίσει κι εκείνα τα μαρς που συγκινούσαν τους θεατές, σ’ αυτό το
δημόσιο διάλογο έχουν πια λόγο κι οι λαϊκές ντουντούκες - σάλπιγγες. Δικαίωμα
ελευθερίας αναφαίρετο.
«Σάλπιγγα, κόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με
βία,
Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την
αντρεία.»
Xαμένη,
αλίμονον! κι’ οκνή τη σάλπιγγα γρικάει·
Aλλά πώς
φθάνει στον εχθρό και κάθ’ ηχώ ξυπνάει;
Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,
Kι’ η
περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται·
Kαι με
χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,
T’
αράθυμο, το δυνατό, κι’ όλο ψυχές γιομάτο,
Bαρώντας
γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,
Tον
όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα·
Tέλος
μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,
Tρανή
λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.
Σημ.
Ολα τα ποιητικά παραθέματα είναι από
τους “Ελεύθερους Πολιορκημένους” του Δ. Σολωμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου